Skip to main content
Δευτέρα 29 Απριλίου 2024
I know what you did last week (1-7/8/23)

— Αν είχαμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τη ροή διαγραφών στα ΜΚΔ στο διάστημα των τελευταίων τριών ετών θα μπορούσαμε ίσως να διακρίνουμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δυναμική που έχει αρχίσει να παγιώνεται. Οι διαγραφές, εκτός από τις επιπτώσεις που δύνανται να έχουν σε ψυχολογικό ή και οικονομικό επίπεδο –αν μιλάμε για περιπτώσεις ινφλουενσερ– εξυφαίνουν και ένα πλέγμα ανελευθερίας που μπορεί να σκιαγραφηθεί ως εξής: αποφεύγω πλέον να δηλώνω τι πραγματικά σκέφτομαι και πιστεύω –πράγμα που έχει περάσει πλέον σε κλειστά γκρουπ τσεκαρισμένων ομοϊδεατών– καθότι τα δημόσια προφίλ έχουν πάντα να διαχειριστούν και το πιθανό μένος του όχλου. Έτσι, βλέπουμε να ασκείται μια μορφή εξουσίας της μάζας, αγοραία και μοχθηρή, που αφενός εθίζει σταδιακά τους χρήστες στη δημοφιλή πλέον τακτική του «cancel» και αφετέρου, ως συνέπεια του «cancel», σε κάτι πολύ πιο βαθύ και υποχθόνιο: μια σταθερή φιλολογία προσποίησης, ένα διαρκές θέατρο που παίζεται για το θεαθήναι όπου άνδρες καταφεύγουν σε καταφανώς ψευδείς δηλώσεις «υπερφεμινιστικών» θέσεων ή, αντιστρόφως, όπου γυναίκες αφήνουν να εννοηθεί ότι είναι «παλαιάς κοπής»· όπου αντιεμβολιαστές δεν συνδιαλέγονται πλέον αν δεν γνωρίζουν ότι βρίσκονται σε φίλα προσκείμενο περιβάλλον· όπου φιλοπουτινικοί/ρωσόφιλοι σιωπούν απέναντι στην εισβολή και σε κάθε προσπάθεια της Ουκρανίας να ανακτήσει εδάφη. Οι συζητήσεις συνεχίζονται κανονικά, μακριά από αδιάκριτα μάτια, σε ψηφιακά echo chambers όπου διαιωνίζονται θέσεις και απόψεις –καθώς συνδαυλίζονται θυμικά– που στη δημόσια σφαίρα λοιδορούνται καθότι θεωρούνται πλέον κεκτημένα της πολιτικής ορθότητας και της γενικότερης «woke» κουλτούρας. Έτσι, όταν βλέπουμε πια κάποια ακραία θέση, διατυπωμένη και αναρτημένη δημοσίως, όπως καλή ώρα συνέβη πριν από λίγες μέρες με την περίφημη «άποψη» του Σάκη Μουμτζή από το «Και οι ξαπλώστρες είναι απαραίτητες» (Καθημερινή, 4/8/23): «Είναι λογικό να μη θέλουν δίπλα στην ακριβοπληρωμένη ξαπλώστρα τους να έρθει μια τετραμελής οικογένεια με την ομπρέλα της, την πετσέτα της και τα ταπεράκια της. Ετσι παίζεται το παιχνίδι παγκοσμίως. Εκτός αν θέλουμε να επιστρέψουμε στην εποχή του μπατιροτουρισμού», και διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας με τις ακρότητες που υποστηρίζει, παίζουμε θέατρο όταν «πέφτουμε από τα σύννεφα», γιατί κεκλεισμένων θυρών φροντίζουμε να διαφυλάττουμε τις δικές μας θέσεις και τα πιστεύω μας, που ενίοτε είναι ακριβώς αυτά που δημοσίως αποδοκιμάζουμε. Το νέο αυτό σκηνικό, μετά από τις συστηματικές εκκαθαρίσεις των τελευταίων τριών ετών που μεταφράζονται σε εκατοντάδες αλληλοδιαγραφές χρηστών έχει οδηγήσει στην πλήρη αποσύνδεση του σοσιαλμιντιακού χώρου από την πραγματικότητα, που παραμένει εκθετικά πιο στυγνή και αιμοβόρα απ' ό,τι αφήνει να εννοηθεί η πλήρως εξημερωμένη, κενή περιεχομένου θεατρική ροή των τάιμ λάιν. Πραγματικότητα, πλήρως ικανή να μας εκπλήξει, όπως διαπιστώσαμε στις πρόσφατες κάλπες, αλλά, πιθανώς, και στις επερχόμενες των Δημοτικών Εκλογών μπροστά από μια υποψηφιότητα Κασιδιάρη στον Δήμο Αθηναίων. 

— Διάβασα το «Άγγελος Τερζάκης - Οδοιπόρος ενός αιώνα» (Βήμα, 6/8/23) της Λαμπρινής Κουζέλη. Το πρώτο μέρος του αφιερώματος «Επάγγελμα συγγραφέας». «Ταξιδιώτες στην Ελλάδα που γοητεύονται από τη χώρα, συστάσεις βιβλιοπωλών, νεαροί μεταπτυχιακοί φοιτητές στο εξωτερικό και ελληνίστριες ερωτευμένες με Έλληνες είναι οι πύλες εισόδου της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, τουλάχιστον στη προ Διαδικτύου εποχή, όπως μαρτυρεί η Αλληλογραφία Τερζάκη. Ενδεικτικά είναι όσα του γράφουν (1.6.1967) δύο Γερμανίδες από τη Στουτγάρδη, η Έρικα Μίλερ και η Ίλσε Λέναρτ, που μαθαίνουν ελληνικά με τον Έλληνα διδακτορικό φοιτητή στη Γερμανία Λάμπρο Μυγδάλη, μετέπειτα διδάσκοντα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Όνειρό τους ήταν να ταξιδέψουν στην Ελλάδα και πράγματι θαύμασαν τα κάλλη της επί πέντε εβδομάδες τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. “Δεν παραλείψαμε όμως να ρωτήσουμε και για τους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες Ένας Σεφέρης, ένας Βενέζης και ένας Καζαντζάκης μάς ήταν γνωστοί από τις μεταφράσεις τους στη γερμανική. Πήραμε πληροφορίες από βιβλιοπωλεία στην Αθήνα και αποφασίσαμε να αγοράσουμε ένα βιβλίο από άγνωστο για μας λογοτέχνη Αγοράσαμε το δικό σας μυθιστόρημα Η μενεξεδένια πολιτεία Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο μας ενθουσίασε…”». Το άρθρο περιέχει και αποσπάσματα από τη αλληλογραφία Άγγελου Τερζάκη Χρήστου Λαμπράκη που αποκαλύπτουν «[τ]η βαρύτητα του ρόλου Τερζάκη στην εφημερίδα αλλά και τις ευαίσθητες ισορροπίες μεταξύ συγγραφέα και εκδότη [...]».    

— Διάβασα όμως, για να κλείσω με κάτι αυγουστιάτικο, και τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Άγγελος Μπράτης στον Δημήτρη Σπηλιώτη: «Δεν ζήτησα ποτέ να με αποκαλούν κύριο. Άγγελος συστήνομαι πάντα» (Lifo, 7/8/23). Παραθέτω: 

«“Solstice / Ηλιοστάσιο” είναι ο τίτλος του show σου και στο πολύ ωραίο κείμενο που βρήκαμε στις θέσεις μας περιέγραφες μια ανατολή του ηλίου κάπου στις Κυκλάδες.

[Απ.] Εμπνεύστηκα από την Ανάφη όπου χορεύουμε ως την αυγή, καθώς βγαίνει ο ήλιος, και όλα αυτά τα χρώματα προβάλλουν αντίστροφα απ’ ό,τι στο ηλιοβασίλεμα. Ήταν μια αυγή στην πραγματικότητα το show, όχι ένα ηλιοβασίλεμα. Γι’ αυτό και την ώρα που έπεσε ο ήλιος το πρώτο φόρεμα που βγήκε ήταν “ήλιος”. Δηλαδή την ώρα που νομίζεις ότι τελειώνει κάτι στην πραγματικότητα αρχίζει, όπως ακριβώς ένα after party: χρώματα, κίνηση, χορός πάνω στο vibe της techno μουσικής.

Γιατί, λέω, “ο Άγγελος τι είναι;”, του αρέσουν τα πολύ ωραία υφάσματα, τα πολύ ωραία κοψίματα, οι πολύ ωραίες γυναίκες, του αρέσουν τα φίνα πράγματα. Ο Άγγελος λατρεύει και τα πάρτι όμως, όπου πηγαίνει και χορεύει, και όλα τα ρούχα του έχουν να κάνουν με την αίσθηση της ελευθερίας. Ο ίδιος χορεύει πάρα πολύ, είναι club kid, πάντοτε χόρευε, πάντοτε πήγαινε σε πάρτι. Του αρέσει η techno, η house μουσική, να μοιράζεται τη χαρά. Γιατί όλα αυτά να μην είναι μαζί; Και έτσι προέκυψε το show».

— Τι είναι αυτό που σου αρέσει στην Ανάφη;

Καταρχάς, δεν πρέπει να γράψουμε για την Ανάφη. Έχει ήδη πάρα πολύ κόσμο! (γέλια) Ναι, η Ανάφη έχει φοβερή, απίστευτη ενέργεια. Αρχικά, μου αρέσει η αντίθεση με τη Σαντορίνη, που είναι δίπλα. [...] Αυτή η αίσθηση όταν πηγαίνεις στο Μοναστήρι να κοιμηθείς δεν υπάρχει! Να έχεις από κάτω σου αυτό το βάρος, τον μονόλιθο, και από πάνω τον ουρανό, και ο ορίζοντας να κάνει bend ‒ είναι συμπαντικό όλο αυτό. Εσύ έχεις πάει; [...]

— Εντάξει, την έχεις προλάβει στα γεμάτα της.

Ήταν ωραία όμως. Ήταν άλλη φάση σε σχέση με τώρα. Έχει μια απίστευτη ενέργεια. Αυτό που λέω σε όσους έρχονται στην Ανάφη πρώτη φορά είναι ότι δεν σου δίνει πάντα αυτό που θέλεις αλλά αυτό που χρειάζεσαι, περίμενε και θα δεις… Ίσως καταρρεύσει το μικρό σου σύμπαν, αλλά μετά θα αναδυθείς. Δεν έχω γυρίσει ποτέ ίδιος από την Ανάφη».

Αυτά εν είδει προλόγου. Τώρα βέβαια θα απορήσετε πώς συνεχίζει κανείς να διαβάζει και θα έχετε και δίκιο: 

«— Αν δεν ήσουν Έλληνας, τι εθνικότητα θα ήθελες να έχεις;
 

Τώρα θέλω να είμαι Ιάπωνας.

— Να φανταστώ ότι έχεις επηρεαστεί από το πρόσφατο ταξίδι σου στην Ιαπωνία.
 

Σίγουρα!

— Πες μου τις εντυπώσεις σου.
 

Μεγάλωσα με έναν μπαμπά ο οποίος αναφερόταν συνέχεια στην Ιαπωνία. Ο ίδιος έχει πάει πάνω από δέκα φορές. Είναι η αγαπημένη του χώρα και μου έκανε πάντα πολύ λεπτομερείς περιγραφές του πού πήγαινε και έτρωγε, όσων παρατηρούσε ‒ γιατί είναι πολύ παρατηρητικός. Έτσι, ήταν το όνειρο της ζωής μου να ταξιδέψω εκεί. Κάποια στιγμή πέρσι είπα “θα πεθάνω και δεν θα έχω πάει στην Ιαπωνία”, το πήραμε απόφαση με τον φίλο μου τον Κανάκη, πήγαμε οι δυο μας και ήταν beyond expectations. Στην Ιαπωνία πραγματικά τα πάντα είναι αισθητική, και όχι μόνο όσα βλέπεις, π.χ. ο τρόπος που θα ακουμπήσουν κάτι για να σου το δώσουν.

Δεν υπάρχει περίπτωση να σε κλέψει κάποιος, μπορείς να αφήσεις όλα σου τα πράγματα και να φύγεις, δεν θα τα ακουμπήσει κανείς.

Η τέχνη; Αυτό το Wabi Sabi που δεν έχει εξήγηση; Στην πραγματικότητα, το Wabi Sabi είναι φιλοσοφία του Zen, που έχει να κάνει με τη ζωή όμως. Και αφορά αυτό ακριβώς, τη φθορά του χρόνου και τη μη τελειότητα. Δηλαδή η τέλεια κούπα δεν έχει ίσιο χείλος αλλά ανάγλυφο ή το χρώμα της είναι σαν ελαττωματικό, θα λέγαμε εμείς, αλλά δεν είναι, έχει γίνει επίτηδες έτσι, γιατί στην πραγματικότητα τα αντικείμενα τα ολοκληρώνει αυτός που τα κατέχει. Δηλαδή αυτός που θα πιάσει την κούπα και θα πιει την ολοκληρώνει με το χέρι του και το στόμα του. Λένε ότι αν ρωτήσεις έναν Ιάπωνα τι είναι το Wabi Sabi, δεν θα σου δώσει καμία απάντηση γιατί δεν είναι κάτι χειροπιαστό. Είναι η αίσθηση της μη τελειότητας, της αποδοχής ότι τίποτα δεν είναι τέλειο, ότι ο χρόνος είναι φθορά και ότι η φθορά έχει ομορφιά, όπως όλα τα πράγματα. Πρέπει να αποδεχτείς ότι όλα ρέουν, όλα αλλάζουν συνεχώς”».

Προσμετρώ στα θετικά ότι ο κ. Μπράτης δεν αναφέρθηκε στην τέχνη του Kintsugi ενώ αναφέρθηκε στη συγγενή έννοια του Wabi Sabi. Στα θετικά επίσης πιστώνεται και η απάντησή του στην ερώτηση μπανανόφλουδα του συνεντευξιάζοντα: 

«Τι θες να θυμούνται οι άλλοι από σένα σε εκατό χρόνια;
 

Δεν θα με θυμάται κανείς σε εκατό χρόνια, γιατί θα έχουν πεθάνει αυτοί που με γνωρίζουν και με έχουν ζήσει».