Skip to main content
Σάββατο 27 Απριλίου 2024
I know what you did last week (12-18/12/23)

— Quote της εβδομάδας: «Παραλογισμός – Μια βόμβα που κοστίζει 100.000/ δολάρια, πέφτει από ένα αεροπλάνο / που κοστίζει 100 εκατομμύρια, που / πετά με κόστος 42.000 δολάρια την / ώρα και σκοτώνει άμαχους που ζουν / με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα» (Ντίνος Σιώτης, Εφ.Συν., 16-17/12/23).  


— Με αφορμή τα βαρετά αφιερώματα των εφημερίδων, όπου προωθούνται «βιβλία για τα Χριστούγεννα» αποφάσισα να αρχίσω να αλιεύω τα κλισέ των διαφημιστικών κειμένων που σχεδόν μονοπωλούν την προσοχή των αναγνωστών.

Αυτή την εβδομάδα ξεχωρίζει το, ας το πω, «δυστύχημα του να αδυνατείς να διαβάσεις για πρώτη φορά ένα βιβλίο»: «Μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της ζωής μου είναι ότι έχω ήδη διαβάσει “Τα έγγραφα Πίκγουικ” και δεν μπορώ να γυρίσω πίσω τον χρόνο για να έχω τη χαρά να τα διαβάσω για πρώτη φορά, έλεγε χαρακτηριστικά ο Φερνάντο Πεσόα» (Βήμα, 17/12/23) από το ανυπόγραφο «Φαντασία, χιούμορ και αντίληψη στο πρώτο έργο του Ντίκενς». 

Η εμμονή του καινούργιου και η συνακόλουθη σαγήνη του ταλανίζει το συλλογικό γίγνεσθαι παλαιόθεν. Αν και ομολογουμένως δύναται κάποιος να υποκύψει στη γοητεία της συγκεκριμένης δήλωσης, είναι ακριβώς η τριβή με τη λογοτεχνία και τα κείμενα γενικότερα που θα πρέπει να οδηγούν τον αναγνώστη στη συνειδητοποίηση του σαθρού πυρήνα της. Αναγνώσεις είναι μόνο οι επαναναγνώσεις. Με κίνδυνο να δυναμιτίσω, λογικά, κάθε απόπειρα ανάγνωσης πιστεύω ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο που δεν προσφέρει πολύ πιο ερεθιστικές θεάσεις τη δεύτερη φορά της ανάγνωσής του είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν αξίζει να διαβαστεί έστω και μία. Η δήλωση πάντως παραμένει δημοφιλής και εξακολουθεί να συγκινεί παιδιά κάθε ηλικίας. 

Την προηγούμενη εβδομάδα είχα χρησιμοποιήσει έτερο κλισέ διαφημιστικής προώθησης ως quote της εβδομάδας: «Ακούγεται, και είναι, κλισέ, αλλά πράγματι κλέβαμε από παντού μέσα στην ημέρα για να διαβάσουμε ακόμη μερικές σελίδες και ξενυχτήσαμε δύο ολόκληρα βράδια για να το τελειώσουμε, με αποτέλεσμα να έχουμε περιορισμένη απόδοση στη δουλειά μας την επομένη. Και αυτό είναι το μόνο αρνητικό στοιχείο του βιβλίου». (Κυριάκος Αθανασιάδης, «Δίψα για εκδίκηση και εξιλέωση», Καθημερινή, 10/12/23).

Κανένας ενήλικος δεν ξενυχτάει για βιβλίο, αλλά σε περίπτωση που αυτό συμβεί θα έπρεπε τουλάχιστον να διαθέτει την ευαισθησία να μην το αναφέρει για να εκθειάσει το βιβλίο που ανέλαβε να προωθήσει. 

— Διάβασα το «500Λέξεις» (Καθημερινή, 17/12/23) όπου η Κυβέλη Χατζηζήση, για να προωθήσει το πρώτο της μυθιστόρημα, απαντάει στο τυποποιημένο ερωτηματολόγιο της στήλης που επιμελείται η Αλεξάνδρα Σκαράκη. Παραθέτω: «Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας; Τον “Άνθρωπο του ψεύδους” του Σκοτ Πεκ (Κέδρος), ένα εύπεπτο αλλά επιστημονικά έγκυρο βιβλίο του Αμερικάνου ψυχιάτρου, που ξεφυλλίζω συχνά πυκνά για να μην ξεχνάω τα κρυμμένα χαρακτηριστικά των νάρκισσων – οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, κυκλοφορούν… ελεύθερα παντού».

Οι νάρκισσοι «κυκλοφορούν… ελεύθερα παντού», ειδικά όμως σε στήλες σαν τη συγκεκριμένη.  

— Διάβασα το «Ο Μπαμπινιώτης αναλύει πώς το butter, το paper, το monk και άλλες λέξεις είναι ελληνικές!» (Πρώτο Θέμα, 13/12/23).

Παραθέτω: 

«Αν σας ρωτήσει κανείς, θέλοντας να ελέγξει τις ετυμολογικές γνώσεις σας στην Αγγλική ή στην Ελληνική, αν λέξεις όπως λ.χ. butter «βούτυρο», paper «χαρτί», church «εκκλησία», sketch «σκαρίφημα – θεατρικό σκετς», bomb «βόμβα», clergy «κληρικός» και clerk «υπάλληλος», chart «χάρτης» και card «κάρτα», calm «νηνεμία, γαλήνη», pain «πόνος», pirate «πειρατής», diploma «δί-πλωμα», channel «δίαυλος», priest «ιερέας», buffalo «βουβάλι», monk «μοναχός», bishop «επίσκοπος» κ.ά. προέρχονται από την Ελληνική ή είναι αμιγώς αγγλικές, μη βιαστείτε να απαντήσετε ότι δεν σας φαίνονται ελληνικές. Η πραγματικότητα είναι ότι περνώντας μέσα από διάφορους, συχνά δαιδαλώδεις και σκολιούς, γλωσσικούς δρόμους οι λέξεις αυτές έφτασαν στην Αγγλική, έχοντας ξεκινήσει από την ελληνική γλώσσα. Είναι δάνειες λέξεις τής Αγγλικής από την Ελληνική. Μια ματιά σε έγκυρα λεξικά τής Αγγλικής (Webster, Random House, Longman, Oxford κ.ά.) μπορεί να σας πείσει».

Το πιο αυθεντικό σχόλιο εδώ είναι ότι δεν πρόκειται να μας ρωτήσει κανείς. Το πρόβλημα δεν είναι αν αυτά που γράφει ο κ. Μπαμπινιώτης είναι σωστά ή λάθος· το πρόβλημα είναι ότι τα γράφει· το πρόβλημα είναι ότι απαντά σε ερωτήσεις, πάντα με τον μανδύα της γλωσσολογικής εμβρίθειας, που κανένας δεν θέτει, επειδή έχει χριστεί αμύντορας της πρωτοκαθεδρίας της ελληνικής γλώσσας. 

— Καταξιωμένος Έλληνας συγγραφέας έγραψε «Διάβασα κάπου πως δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεται ως συγγραφέας έχει όποιος μπορεί και ζει από τα γραπτά του». Ο συγγραφέας σχολίαζε ότι η δήλωση αυτή αφήνει εκτός ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται ως συγγραφείς χωρίς να έχουν εκδοθεί. Και μάλιστα, συνέχιζε η ανάρτηση, «[...] πολλοί, πάρα πολλοί μάλιστα, από τους οποίους είναι αρκετά καλύτεροι ή και απείρως καλύτεροι από όσους ζουν από αυτά». 

Στην ανάρτηση έχει σχολιάσει έτερος καταξιωμένος Έλληνας συγγραφέας που έφερε ως αντιπαραδείγματα τις περιπτώσεις Κάφκα και Καβάφη. 

Δεν διαφωνώ με τα σχόλια, απλώς, αμφότερα, φωτογραφίζουν μια παραπλανητική εικόνα. Η πραγματικότητα είναι κάπως πιο περίπλοκη. Είμαι της άποψης ότι υπάρχουν αρκετοί που ούτε καν «αυτοπροσδιορίζονται ως συγγραφείς», ούτε καν έχουν εκδοθεί, αλλά κατά κάποιο τρόπο γνωρίζουν ότι είναι καλύτεροι από όσους ζουν από τα γραπτά τους. Η αμφιβολία και οι δισταγμοί για κάποιους ανθρώπους συνιστούν καταστατικό κομμάτι του εαυτού τους και των γραπτών τους. Και συνήθως είναι ακριβώς η αμφιβολία και οι δισταγμοί που καθιστούν τα κείμενά τους ξεχωριστά και αξιοπρόσεκτα. Είμαι της άποψης ότι οι άνθρωποι αυτοί ενδημούν σε μια “προπτωτική” κατάσταση άγνοιας της αισθητικής αξίας των κειμένων τους. Παραδόξως, κάθε συνειδητοποίηση της αξίας των κειμένων τους θα επέφερε και την ανικανότητά τους να συνεχίσουν το κρυπτικό έργο τους. Υπάρχει μια ειδική κατηγορία κειμένων, η αισθητική αξία των οποίων εντοπίζεται στο ότι γράφονται για να μην διαβαστούν ποτέ. Δεν δύναμαι, προφανώς, να σας πείσω για κάτι τέτοιο. Απέναντι όμως στο πλήθος των ανθρώπων που πληρώνουν αδρά για να εκδώσουν το βιβλίο τους και να γίνουν "διάσημοι" υπάρχουν, πιστεύω, άνθρωποι που διατηρούν κείμενα στο σκοτάδι συρταριών ή ξεχασμένων αρχείων υπολογιστών που είναι σχεδόν βέβαιο ότι αξίζουν πολύ παραπάνω από τη συντριπτική πλειοψηφία βιβλίων που κυκλοφορούν με την ταμπέλα του «εξαιρετικού». Τα αντιπαραδείγματα Κάφκα και Καβάφη είναι δυστυχώς παραπλανητικά. Οι περιπτώσεις αληθινά σπουδαίων συγγραφέων και ποιητών που εν ζωή δεν γνώρισαν την καταξίωση είναι, εικάζω, τόσο λίγες, αν τις συγκρίνει κανείς με το σύνολο των συγγραφέων που δεν αποπειράθηκαν να εκδώσουν κάτι, που δεν υπάρχει καν λόγος να τους αναφέρει κανείς. Γιατί; Το να πιάνεται κανείς από τον Κάφκα και τον Καβάφη για να παίρνει θάρρος για τα δικά του γραπτά είναι επιεικώς κωμικό.