Skip to main content
Δευτέρα 29 Απριλίου 2024
I know what you did last week (12-18/9/23)

— Quote της εβδομάδας: «Τα φιλέτα ιαπωνικών αγελάδων, που μεγαλώνουν σε αχανή λιβάδια, με βοσκούς να τους παίζουν φλογέρα (για καλύτερη ποιότητα σε γάλα και κρέας), αρέσουν στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που είναι λάτρις της καλής ζωής» (Σίβυλλα, Το Βήμα, 17/9/23).

 

— Διάβασα την κριτική του Γιώργου Βέλτσου «Η ποίηση αυτοθεσπίζεται» (Τα Νέα, 16-17/9/23) για την ποιητική συλλογή της Ευγενίας Βάγια, Η ρήξη, δενδρίτες και άλλα ποιήματα (Περισπωμένη: 2023). 

Παραθέτω: «Γράφω για τη “Ρήξη” της Ευγενίας Βάγια κάτω από το βάρος της έντυπης αφιέρωσης της συλλογής σε μένα, “δωρητή ενοράσεων”, όπως με χαρακτηρίζει. Δεν το αξίζω και ούτε το οφειλόμενο ως είθισται αντίδωρο μπορώ να της προσφέρω με ένα κείμενό μου. Και όχι γιατί το δώρο και το αντίδωρο υπόκεινται στα περί δωρεάς του Ενοχικού Δικαίου, αλλά γιατί στην περίπτωση της Ευγενίας Βάγια –στη φύση της ως ανθρώπου, στη γραφή της ως ποιήτριας– δεν ισχύουν οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Η ίδια είναι δωρήτρια και δωροδόχος μαζί. Τη σύμβαση του Ενοχικού Δικαίου τη συνάπτει με τον εαυτό της κρατώντας το δίκαιο και αφήνοντας σε μένα την ενοχή. Γιατί σε ποιον προσφέρω “τις δωρεές της ενόρασης” όταν η γραφή της ήδη εξυφαίνεται ως ενόραση κάποιου που διαισθάνεται την ποιητική αξία όσο και το θεωρητικό βάρος των όσων γράφει;» 

Ο κ. Βέλτσος, εδώ, δεν κατασκευάζει απλώς έναν διθύραμβο ολκής αλλά προσφέρει στον αναγνώστη και ένα απολαυστικό ανάγνωσμα με τους χρυσοποίκιλτους ακκισμούς του. Καταρχήν, εφόσον η ποιήτρια του αφιερώνει τη συλλογή της θα έπρεπε να αρνηθεί να γράψει. Η γυναίκα του Καίσαρα, όπως έχω αναφέρει ξανά, δεν αρκεί να είναι, πρέπει και να φαίνεται τίμια. Σημειώστε, για αρχή, ότι ο συντάκτης δεν αναφέρεται στην Ευγενία Βάγια για να σχολιάσει, όπως θα περίμενε κανείς, «τη γραφή της ως ποιήτριας» αλλά μιλάει και για τη «φύση της ως ανθρώπου».  

Παραθέτω τη συνέχεια: «Αν ήταν απολύτως βέβαια γι’ αυτό που κάνει, δεν θα αφιέρωνε σε κανέναν τίποτα, όπως οι θεοί: εν αγνοία τους αποφαίνονται χωρίς να έχουν ανάγκη τη γνώση θνητών». Η κ. Βάγια όμως, μας λέει ο κ. Βέλτσος, αφιερώνει σε εκείνον, άρα έχει το προνόμιο να μην είναι «απολύτως βέβαια γι’ αυτό που κάνει». Διακρίνουμε εδώ δύο ταπεινοφροσύνες (sic) να κονταροχτυπιούνται ανηλεώς για το προνόμιο του ποια έχει πέσει χαμηλότερα από τα θεϊκά υψίπεδα. Υπερβάλλω, ειδικά όσον αφορά την κ. Βάγια, γιατί όπως κι αν το κοιτάξουμε εκείνη μια αφιέρωση έκανε και άθελά της έφερε τον κ. Βέλτσο σε δύσκολη θέση. Πώς; Παραθέτω: «[...] επειδή δωρίζοντας καθιστούμε τον εαυτό μας ψυχαναλυτικό υποκείμενο και επειδή βρισκόμαστε στην ίδια ακριβώς θέση αυτού που γράφει για τη Ρήξη (με την κοινωνία), προβαίνουμε αυτομάτως και σε μια νέα γραφή και ανάγνωση του δικού μας έργου, δηλαδή σε μια παρανάγνωσή του αλλά και σε μια παρανάγνωση του εαυτού μας μέσω της Ρήξης. Ή τουλάχιστον αυτού που νομίζαμε ότι γνωρίζουμε διαβάζοντας ποίηση. Και αυτό γιατί καταλαβαίνουμε πως πέρα από την απόλαυση του κειμένου της Βάγια ή την αυτογνωσία μας λόγω και εξαιτίας του κειμένου της, δεν κατορθώνουμε ούτε από την “αγωνία της επίδρασης” να απαλλαγούμε αλλά ούτε και από την αγωνία μιας ανταγωνιστικής υπέρβασής της. Το σημαντικότερο, δεν επιφυλάσσουμε τη διασπορά που απαιτεί η ποίηση, εξαφανίζοντας το “εγώ” του αναγνώστη και οδηγώντας τον συγγραφέα στο εκτελεστικό απόσπασμα». 

Μεταφράζω: Ετέθη ο κ. Βέλτσος προ των ευθυνών του και αναγκάστηκε μέσω του έργου της κ. Βάγια να διαβάσει και να παραναγνώσει (sic) το έργο και τον εαυτό του. Και ξέρετε κάτι; Βρέθηκε αντάξιος του έργου και του εαυτού του, γιατί ενέπνευσε την κ. Βάγια να συνθέσει μια εξαίρετη ποιητική συλλογή. Αυτό όμως δεν συνέβη άκοπα και χωρίς παράπλευρες απώλειες: ο κ. Βέλτσος, εξαιτίας της κ. Βάγια, δεν κατάφερε ούτε να εξαφανίσει το «εγώ» του ως αναγνώστης αλλά ούτε και να διαβάσει την ποιήτρια ωσάν νεκρή – αυτό σημαίνει το «[...] και οδηγώντας τον συγγραφέα στο εκτελεστικό απόσπασμα». 

Εγώ πάντως στη θέση της κ. Βάγια δεν θα ήξερα αν πρέπει να τον ευχαριστήσω ή να του ζητήσω συγγνώμη για την αναστάτωση που του προξένησα. 

Συνεχίζω: «Ex nihilo αλλά εντός της Φύσης ο Ποιητής: Deus sive natura. Ας υποδεχτούν λοιπόν την Ευγενία Βάγια οι δημόσιοι υπάλληλοι της ποιητικής Ιερουσαλήμ μετά βαΐων και ας την “ακούσουν” πριν να τη σταυρώσουν δια της σιωπής τους. Η ποιήτρια αυτή δεν έρχεται εν ονόματι κανενός Κυρίου. Αυτοαναγγέλεται ως δημιούργημα και δημιουργός. Οφθαλμός που καταγράφει αλλά και φλοιός όπου καταγράφεται ο κόσμος με μια σπινοζική ευρυγώνια συμπεριληπτικότητα: “καταγράφω τον κόσμο ανελλιπώς μέχρις αυτήν εδώ τη στιγμή, κι αφού είστε μέρος του κι εσάς σας καταγράφω, όπως εσείς εμένα, κι όλα τα ζωντανά που συναντώ με καταγράφουν, οι γάτες, τα σκυλιά, γιατί όχι και τα δέντρα, τα έντομα, οι λειχήνες, ακόμα κι οι ιοί με καταγράφουν, ο κόσμος γέμισε καταγραφές μου και το λέω δικαιοσύνη έτσι να αναπαράγεται κανείς και ησυχάζω¨. Αναγγέλλει έναν νέο, θνητό κόσμο και δεν διστάζει την επόμενη στιγμή να τον ρίξει στην πυρά, προκειμένου να υπάρξει. “Ό,τι έχω γράψει παύει να με ενδιαφέρει, δεν μου προσφέρει πλέον εκείνη την πρώτη απόλαυση, λείπει η έκσταση μπροστά στο άγνωστο με το οποίο φλέρταρα γράφοντας, λείπει η τρέλα για γκρεμό που με καθήλωσε να γράψω”. Η ρήξη επανέρχεται κάθε τόσο στα κέιμενά της, υποκαθιστώντας το όνομα της ποίησης. Διαβάζουμε στο ομότιτλο ποίημα: Ο ποιητής δεν είναι καλλιέπεια / Ούτε καμιά ρομαντική ψυχή και λοιπά / καθησυχαστικά προσωπεία / Είναι η ρήξη, η ανεξήγητη / σπάνια βλάβη, το ελάττωμα του μηχανισμού / που αποκρύπτει η διεύθυνση / Σκίζει τη συσκευασία / μέσα από τη συσκευασία. 

Τι ρόλο παίζει, εν τέλει, ή ποια “ρήξη” δύναται να επιφέρει ή να αποκαταστήσει ο εκάστοτε βιβλιοκριτικός – ένας ανατόμος του κρέατος που τρώει το φιλέτο του καλοψημένο; Ποια είναι η γραμμή που τον χωρίζει από τον ποιητή; Η απόλαυση ή η invidia;» 

Το αξιοσημείωτο στη συγκεκριμένη κριτική είναι ότι, πίσω από την παράσταση, τα αποσπάσματα που παραθέτει ο κ. Βέλτσος από τη συλλογή της κ. Βάγια είναι αξιόλογα. Επίσης, βρίσκω δόκιμη και την παρατήρηση που διερωτάται για τον ρόλο του «βιβλιοκριτικού» ως «ανατόμο[υ] του κρέατος που τρώει το φιλέτο του καλοψημένο» καθώς προτάσσει μια θεώρηση του κριτικού ως φιλισταίου που ανατέμνει «κρέας» «και τρώει το φιλέτο του καλοψημένο», ήγουν, στερημένου των όποιων δημιουργικών χυμών του. 

«Θεωρώ, όπως και η Βάγια, ότι η απόπειρα να θεωρητικοποιούμε το “Τι” της ποίησης προϋποθέτει ότι δεν βασιζόμαστε πλέον σε αισθητικές ή ιστορικές υποθέσεις. Ούτε στην αξία και στους όρους με τους οποίους προσλαμβάνουμε το ποιήμα. Διότι κάθε ποιήμα φέρει τον νόμο του. Η ποίηση αυτοθεσπίζεται». 

Παρατηρήστε ότι η «ποίηση [που] αυτοθεσπίζεται» κατοπτρίζεται σε αυτό το «Ex nihilo αλλά εντός της Φύσης ο Ποιητής: Deus sive natura» αλλά και στο «[ο]φθαλμός που καταγράφει αλλά και φλοιός όπου καταγράφεται ο κόσμος» που υπογραμμίζει ο κ. Βέλτσος. Η έννοια της αυτοθέσπισης εντοπίζεται επιπροσθέτως και στον στίχο της κ. Βάγια που ορίζει τον ποιητή ως αυτόν που «Σκίζει τη συσκευασία / μέσα από τη συσκευασία». Η ιδέα της αυτοθέσπισης, που μεταξύ άλλων πραγματεύεται και την αυτοαναφορικότητα του αισθητηρίου/υποκειμένου της εμπειρίας δεν είναι ουδόλως ξένη στην τέχνη. Κλασικό παράδειγμα συνιστά ο διάσημος πίνακας του Ντιέγο Βελάθκεθ Las Meninas· λιγότερο κλασικό, το μυθιστόρημα του Τόμας Μπέρνχαρντ Η ασβεστοκάμινος (κριτική εδώ). 

«Και, εφόσον η ποιήτρια μίλησε για δωρεά, ιδού η αρχή που διέπει τη “σύμβασή” μας: η λογοτεχνικότητα των ποιημάτων έγκειται στον τρόπο έκφρασης και η έκφραση αυτή συνιστά διαμαρτυρία με πολιτικές προεκτάσεις. Άλλωστε και η ίδια η δομή του ποιήματος προϋποθέτει δύο αναγνώσεις, δύο νοηματικών εκδοχών, που αντιπαρατίθενται και αλληλοκαταγγέλονται ως πλάνη η μία της άλλης. Έτσι ώστε κανείς να μην αποφασίζει ποια ανάγνωση μπορεί να κυριαρχήσει εκτοπίζοντας την ομόλογή της». Και επειδή ο κ. Βέλτσος δεν θα μπορούσε ποτέ να αφήσει τον «βιβλιοκριτικό» να φαντάζει φιλισταίος, αμέσως μετά από το απόσπασμα που μόλις παρέθεσα ακολουθεί η καταληκτική πρόταση: «Άλλωστε η έμπνευση, όπως χρησμοδοτεί ο Paul Valery, επαφίεται στον αναγνώστη». 

Θα τη διαβάσω κι εγώ την κ. Βάγια.