Skip to main content
Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024
I know what you did last week (13-19/3/23)

— Διάβασα τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Γιώργος Παπαγεωργίου στην Ιωάννα Σωτήρχου «Η ομορφιά είναι το δεκανίκι μου απέναντι στην ασχήμια» (Εφ.Συν., 18-19/3/23). Ο κ. Παπαγεωργίου ανεβάζει στο θέατρο τη νουβέλα του Τόμας Μαν «Θάνατος στη Βενετία». Απορώ γιατί πολλές φορές οι άνθρωποι του θεάτρου επιμένουν να παίζουν διαρκώς θέατρο. Παραθέτω:

«[Ερ.] Πού εδράζεται η τολμηρή επιλογή να δώσετε έναν ποιητικό αφηγηματικό χαρακτήρα στην παράσταση ενός τόσο φορτισμένου έργου; [Απ.] Είμαι μάλλον από τους ελάχιστους που πρώτα διάβασα τη νουβέλα και την ερωτεύτηκα» είναι η πρώτη φράση στην πρώτη απάντηση του σκηνοθέτη. Κάποιος που διαβάζει νουβέλες και τις ερωτεύεται διεγείρει αυτομάτως εύλογα ερωτήματα για τη νοητική σκευή του, αλλά επειδή ο λόγος ενίοτε μας παρασύρει σε ατοπήματα που μπορεί να μην τα αντιλαμβανόμαστε, δοκιμάζουμε να διαβάσουμε και τη συνέχεια της συνέντευξης. Στην ίδια απάντηση ο κ. Παπαγεωργίου λέει «Η δική μου ματιά έχει να κάνει με την πρώτη μου αίσθηση όταν το διάβασα. Για μένα αυτό το βαθιά φιλοσοφικό έργο έχει αυτή την αξία, μιλάει για κάτι βαθιά υπαρξιακό κρύβοντας μέσα του μια σκοτεινή ποίηση». Τα «βαθιά φιλοσοφικό», «βαθιά υπαρξιακό», και το «μια σκοτεινή ποίηση», έχουν ήδη, φοβάμαι, γείρει την πλάστιγγα. Από εδώ και πέρα όλα είναι κατηφόρα.

«[Ερ.] Και ενώ στην ταινία παρακολουθούμε μια ποιητική της εικόνας, στην προσέγγισή σας έχουμε σε πρώτο πλάνο έναν φορτισμένο ποιητικό λόγο “κάτι παράξενα ιερό πρέπει να υπάρχει στο αλάτι, γι’ αυτό είναι αλμυρά τα δάκρυα και η θάλασσα”…

[Απ.] Αυτό είναι του Γκιμπράν. Η ποίηση έχει να κάνει με τη διασκευή του ποιητή Στρατή Πασχάλη, ο οποίος χρησιμοποιεί Μαλαρμέ, Ρίλκε, Γκιμπράν με στόχο να ενισχυθεί η πρόθεση του συγγραφέα να λειτουργήσει ποιητικά. Ο Μαν δεν γράφει ένα ποίημα, αλλά αφηγείται την καταβύθιση του ήρωα στα σκοτεινά πάθη του και εν τέλει στον θάνατο με έναν ποιητικό τρόπο. Αυτή η συνάντηση, αυτός ο έρωτας, είναι ένα πρόσχημα, γιατί πίσω από το πρόσωπο του Τάτζιο κρύβεται ουσιαστικά ένας άγγελος θανάτου. Ο Άσενμπαχ στο τέλος του έργου, όταν τον κοιτάζει κατάματα, αντικρίζει το βλέμμα του ψυχοπομπού του. Το κομμάτι του κρυμμένου πόθου, της απαγορευμένης επιθυμίας, είναι κάτι που πάντα θα απασχολεί. Για να είμαι ειλικρινής, επειδή προσωπικά είμαι αρκετά τακτοποιημένος μέσα μου με τα πάθη μου, επικεντρώθηκα σε κάτι πιο πυρηνικό μέσα στο έργο και όχι στο κομμάτι της ανεκπλήρωτης επιθυμίας. Αυτό που με κέρδισε είναι η υπαρξιακή διαδρομή του Άσενμπαχ προς τον τρόπο που επιλέγει να πεθάνει». 

Επισημαίνω το ομοφοβικό «επειδή προσωπικά είμαι αρκετά τακτοποιημένος μέσα μου με τα πάθη μου» το οποίο νιώθει την ανάγκη να τονίσει ο κ. Παπαγεωργίου ώστε να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε ότι η επιλογή του έργου που του κέντρισε το ενδιαφέρον δεν αφορούσε το «κομμάτι της ανεκπλήρωτης επιθυμίας» αλλά κάτι πιο «πυρηνικό».

Αμέσως μετά η κ. Σωτήρχου συμπληρώνει: «Αυτό που λέει στο έργο ότι «ζούμε μόνο για να αντικρίσουμε την ομορφιά...». Και ο κ. Παπαγεωργίου ολοκληρώνει: «”...όλα τα άλλα είναι μια μορφή αναμονής”. Κι αυτό είναι του Γκιμπράν και αποτυπώνει όλο αυτό που ο συγγραφέας βλέπει στο έργο. Σκεπτόμενος και εγώ το πώς θα ήθελα να αντικρίσω τον θάνατό μου, νομίζω θα ‘θελα να τον αντικρίσω ως την απόλυτη ομορφιά». Επισημαίνω μόνο αυτό το «σκεπτόμενος».

Η συνέχεια είναι όμως ακόμη πιο αποκαλυπτική: «[Ερ.] Αυτό το κάλλος το οποίο αναζητά και η παράφορη ερωτική επιθυμία του μεσήλικα, που μέσα του ξυπνά η «νεανική ορμή», και η παράστασή σας αναπαριστά με την ποιητική σωματικότητα των ηθοποιών που συμπλέκονται εν είδει αγαλμάτων...

[Απ.] Ο θαυμασμός ενός μεσήλικα που πηγαίνει προς τη δύση της ζωής του αναζητώντας την αναγέννηση και το κάλλος, ένα κάλλος που συνομιλεί με αρχαιοελληνικές αναφορές, πλατωνικές... Ουσιαστικά κάνω αναφορές σε αγάλματα του Ροντέν. Για μένα αυτό είναι η ομορφιά. Στη ζωή μου αν κάτι έχω θαυμάσει δεν είναι μια εικόνα στο Ίνσταγκραμ με χιλιάδες φίλτρα, είναι ο Ηνίοχος για παράδειγμα ή τα αγάλματα του Ροντέν που χρησιμοποιήσαμε ως αναφορά στην παράσταση. Για μένα εκεί ή σε ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο έγκειται το κάλλος, όλα αυτά είναι υλικά ζωής τα οποία μας ορίζουν ως καλλιτέχνες και ως ανθρώπους στο πώς στεκόμαστε απέναντι στη ζωή, αυτή η ομορφιά είναι τα δεκανίκια μου απέναντι στην ασχήμια. Όταν ήμουν σε μια πολύ κομβική στιγμή της ζωής μου, που όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι συνομιλήσαμε με το χάος, θυμάμαι ότι ο τρόπος για να μπορέσω να σώσω λίγο την ψυχή μου και το νευρικό μου σύστημα δεν ήταν αυτό που κάνει πολύς κόσμος, που λέει «βγες και διάλυσέ τα όλα», ήταν ότι μέσα σε ένα καταστροφικό πλαίσιο που με περιέβαλε έψαχνα να βρω νησίδες σωτηρίας μέσω της τέχνης, πιανόμουν από τη λεγόμενη όμορφη τέχνη». 

Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς εδώ πέρα; το «Ίνσταγκραμ» και τον «Ηνίοχο»; τη «συνομιλία με το χάος»; Απορώ, θα επαναλάβω, γιατί πολλές φορές οι άνθρωποι του θεάτρου νιώθουν την ανάγκη να παίζουν διαρκώς θέατρο.

— Σκέφτομαι να καθιερώσω εβδομαδιαίο δελτίο «Καζαντζάκη», όχι μόνο για τους εκάστοτε συντάκτες/διαφημιστές τού Κρητικού αλλά και για τις εκφάνσεις της σκέψης του συγγραφέα που αναφύονται σε συνεντεύξεις εκεί που δεν τις περιμένεις. Το καζαντζακικό (sic) copywriting της εβδομάδας ανήκει δικαιωματικά στην κ. Παρή Σπίνου όπου στο «Ο ριζοσπάστης Καζαντζάκης και ο «κομμουνιστής» Άγιος Φραγκίσκος» (Εφ.Συν., 18-19/3/23), αφού μας δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες, «Ο φτωχούλης του Θεού» εμπλουτίζει τη νέα σειρά των εκδόσεων “Διόπτρα” για τον κορυφαίο συγγραφέα, με ειδικά σχεδιασμένο εξώφυλλο και γραμματοσειρά, εισαγωγικό κείμενο και επίμετρο, προσφέροντας περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το ίδιο το έργο και την εποχή στην οποία γράφτηκε», παραθέτει εκτενώς από τον πρόλογο της νέας έκδοσης που υπογράφει ο Χ.-Δ. Γουνελάς. 

— Στην Καθημερινή, στο «500 Λέξεις» (19/3/23), σε επιμέλεια της Αλεξάνδρας Σκαράκη διάβασα για τον κ Πασχάλη Λαμπαρδή: «[...] σπούδασε ψυχολογία, με μεταπτυχιακές σπουδές στην κλινική και κοινοτική ψυχολογία. Το νέο του μυθιστόρημα “Πρόβα ζωής” (εκδ. Αρμός) εστιάζεται στην απελευθέρωση του ατόμου από τις φυλακές της παιδικής του ηλικίας». «Ερ.] Ποιος ήρωας λογοτεχνίας θα θέλατε να είστε και γιατί; [Απ.] Θα επέλεγα έναν ήρωα της μυθολογίας, τον Προμηθέα, για να ανάψω με τη συγγραφική μου πένα τη φωτιά στις ψυχές των ανθρώπων, ώστε να ανταποκριθούν στο χρέος της φύσης τους για μια ανυψωτική πορεία ζωής». Αντιπαρέρχομαι τον πυρπολητή συγγραφέα και εφιστώ την προσοχή αφενός στο «χρέος», αφετέρου σε αυτή την «ανυψωτική πορεία ζωής». Τι μας θυμίζουν άραγε αυτά τα δύο; Την απορία μάς λύνει ο κ. Λαμπαρδής στην επόμενη απάντησή του. «[Ερ.] Διοργανώνετε ένα δείπνο. Ποιους ποιητές ή συγγραφείς καλείτε, ζώντες ή τεθνεώτες; [Απ.] Τον Όμηρο, τον Παλαμά, τον Καζαντζάκη και τον Λουντέμη γιατί συντρόφευαν από παιδί την ψυχή μου και έτρεφαν τα όνειρά μου». Λίγο παρακάτω όμως γίνεται ξεκάθαρο ποιος υπήρξε πιο επιδραστικός για τον συγγραφέα. «[Ερ.] Και ποιο είναι το βιβλίο που έχετε διαβάσει τις περισσότερες φορές; [Απ.] Η “Ασκητική” του Καζαντζάκη».

Συνεχίζω για το φινάλε: «[Ερ.] Ποιο είναι το μήνυμα της “Πρόβας Ζωής”; [Απ.] Το βασικό μήνυμα είναι να επιλέξουμε τη ζωή στην καλύτερη εκδοχή της. Να μην επιτρέψουμε στον πα-τέρα και τη μη-τέρα να γίνουν το τέρας που θα μας καταδιώκει για μια ολόκληρη ζωή. Το βιβλίο καλεί τον καθένα να προβληματιστεί για τον ρόλο που υποδύεται στη ζωή του και τον καθοδηγεί να ελευθερωθεί από τις παιδικές φυλακές του». 

Το μόνο που μπορώ να σχολιάσω εδώ είναι ότι ο κ. Λαμπαρδής είναι πρωτίστως ψυχολόγος. Δηλαδή, εκτός από τη διαφήμιση για το μυθιστόρημά του, προβάλλεται και ως κάποιος στον οποίο άνθρωποι σε ώρα ανάγκης θα προστρέξουν για βοήθεια.