Skip to main content
Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024
I know what you did last week (14-20/5/24)

— Quote της εβδομάδας: «Πριν καλά-καλά μάθω την ελληνική γλώσσα, τη διαισθάνθηκα στην κοιλιά της μάνας μου ως κοσμογονικό απόηχο, μουσική πάντα παρούσα μέσα μου στην αμνιακή διάσταση της ύπαρξής μου». 

 

Τάδε έφη Νίκος Αλιάγας στη συνέντευξη «Όλα είναι δρόμος, κίνηση αμφιβολία και προσευχή» (Τα Νέα, 18/5/24), που παραχώρησε στον Φίλιππο Δρακονταειδή.

Παραθέτω όμως και μερικά ακόμη χαριτωμένα:  

«Με ενδιαφέρει πάντα το επόμενο βήμα, δεν παίρνεις τίποτα μαζί σου, ένα πέρασμα δεν είναι η ζωή; Μα πώς θα μάθεις αν δεν διακινδυνεύσεις; Το ζήτημα είναι να μη φτάσεις ως την πτώση του Ικαρου και να καταφέρεις να μάθεις από τον Δαίδαλο, που φτάνει στον προορισμό του. [...]

Σήμερα, με την αμεσότητα των κοινωνικών δικτύων, ο απόηχος γίνεται ντόρος και τροφή για τον όχλο. Ο σκοπός είναι να μη γίνουμε συνένοχοι σε αυτό και καθένας να συμβάλλει ώστε να μη θυσιάζονται τα πάντα στον βωμό του ανταγωνισμού και της τηλεθέασης. Η ευγένεια δεν αναιρεί την αναζήτηση της αλήθειας και είναι θέμα αξιοπρέπειας να μη γίνεις καρικατούρα του εαυτού σου. Κατάλαβα με τα χρόνια πως δεν χρειάζεται να προσπαθείς να αποδείξεις κάτι που δεν είσαι, αλλά να κάνεις όσο μπορείς καλύτερα τη δουλειά σου. [...]

Ο Μακρόν πιστεύει στην ιδέα μιας ισχυρής Ευρώπης απέναντι σε Ρωσία, Κίνα, τις παλιές αυτοκρατορίες που αναβιώνουν, αλλά πίστεψε από την πρώτη στιγμή και στον αδιαπραγμάτευτο ρόλο της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Μας στήριξε και μας στηρίζει. Είναι φιλέλληνας με την κλασική έννοια του γαλλικού φιλελληνισμού, έχουμε μιλήσει για την Εξοδο του Μεσολογγίου, για την Επανάσταση, για την αγάπη του προς τους φιλοσόφους της αρχαιότητας. Μου είχε πει  χαρακτηριστικά: “Όταν θέλω να ηρεμήσω, καταφεύγω στην ισορροπία του Παρμενίδη, πάντα υπάρχει κάτι στον Αριστοτέλη που αγαπώ, το οποίο κατά βάση σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε ένα με αυτό που έπρεπε να είμαστε, και αυτό δεν είναι μια μορφή τετελεσμένου. Σημαίνει ότι υπάρχει κάτι ήδη στην αρχική υπόσταση ενός ατόμου και ότι στη συνέχεια τα γεγονότα αποκαλύπτονται σταδιακά, αλλά εκτυλίσσονται στο βάθος”. [...]

Δεν φωτογραφίζω ανθρώπους για να βρω άρον-άρον απαντήσεις, αλλά για να αισθανθώ τις σιωπές και τις περιπλανήσεις της ύπαρξής μας. Λατρεύω μια εικόνα όταν δεν είναι σκλάβα της εποχής της, όταν καταφέρνει να παρακάμψει τη φθαρτή ουσία της για να αγγίξει το ανέκφραστο, το διαχρονικό. [...]

Ακόμη και πριν αντιληφθώ ξεκάθαρα τα περιγράμματα του κάδρου, προβάλλεται μπροστά μια επείγουσα ανάγκη, μια στιγμή που διαρκεί μιαν αιωνιότητα ή ένα καρδιοχτύπι. Νιώθω αυτό που νομίζω ότι αναγνωρίζω σαν μακρινή ηχώ, μια ανάμνηση, έναν προγονικό κρίκο που με συνδέει με την ανθρώπινη αλυσίδα της ύπαρξης. [...]

Όταν άκουσα την πρωθιέρεια Μαίρη Μηνά να ζητάει από τον Απόλλωνα, θεό του Ήλιου και της ιδέας του φωτός, να ανάψει την ιερή δάδα αισθάνθηκα ρίγος, καθώς και όταν είδα νέα παιδιά να ενώνουν τα σώματά τους και τις ψυχές τους στη χορογραφία της Αρτέμιδας Ιγνατίου. Πρέπει να ομολογήσω ότι συγκινήθηκα. Ήταν τόσο δυνατή η στιγμή που δεν θα μπορούσα να μην την απαθανατίσω με τη φωτογραφική μου μηχανή. Αισθάνθηκα το «θρόισμα της ιεράς σιωπής», για το οποίο μιλούσε η χορογράφος στις πρόβες και απλά ακολούθησα τον ένστικτό μου μέσα από τον φακό».

Πόσο κριντζάρισμα ν’ αντέξει κανείς; Η απορία εδώ είναι ότι η συνέντευξη φέρει την υπογραφή του κ. Δρακονταειδή.

 

— «Τσέχοφ του Καναδά» για την Άλις Μονρό, «Τσέχοφ των προαστίων» για τον Τζον Τσίβερ, «Έμιλι Ντίκινσον του Μπρονξ» για τη Σίνθια Όζικ, είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα παραλληλισμών/έμμεσων συγκρίσεων που είθισται να διαβάζουμε σε κριτικά ή δημοσιογραφικά κείμενα. Το πρόβλημα εδώ εντοπίζεται στον τρόπο που επιλέγει ο εκάστοτε συντάκτης για να περάσει στον αναγνώστη μια θέση χωρίς να δώσει καμία εξήγηση. Ο αναγνώστης εκβιάζεται και αμαχητί καθίσταται συνένοχος σε μια απάτη. Ακόμη κι αν δεν έχει διαβάσει ποτέ Τσέχοφ ή Έμιλι Ντίκινσον νιώθει κοινωνός ενός αυτοματισμού, που προτάσσεται ως κοινός τόπος μιας κάποιας ελίτ του πνεύματος, που οφείλει να αναπαράγει. Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. 

Οι φράσεις αυτές συνιστούν κατασκευές που αποκρυσταλλώνουν, όσο αποσπασματικά κι ελλειμματικά κι αν το κάνουν, τεράστιες και εξαιρετικά ρευστές επικράτειες νοήματος, τις πακετάρουν και τις διανέμουν ύπουλα στον λόγο. Αν δεν καταφεύγαμε σε αυτούς τους όρους θα έπρεπε να κάνουμε χρήση πολύπλοκων, περιφραστικών και εξαιρετικά χρονοβόρων περιγραφών που θα καθιστούσαν τον δημοσιογραφικό λόγο ανοικονόμητο, και, τις περισσότερες φορές, πεζότερο του πεζού. Οι ποιητές είναι οι κατεξοχήν κατασκευαστές εννοιών στις οποίες συναγελάζονται οι πλέον ετερόκλητες νοηματικές ψηφίδες, που, ουκ ολίγες φορές, όταν η επιμονή και το ταλέντο περισσεύουν, σταθεροποιούν και διαιωνίζουν νεόκοπες πτυχές –αυθεντικούς μονόκερους– του γίγνεσθαι που μας περιβάλλει και μας τρέφει.

Η επιλογή για το αν θα καταφεύγει ο εκάστοτε συντάκτης σε παρόμοιους παραλληλισμούς είναι θέμα αισθητικής και γούστου. Είμαι της άποψης ότι είναι πάντα προτιμότερο να πει κανείς μερικές κουβέντες ουσίας, έστω κι αν δεν διαθέτουν την αιχμή που μπορεί να έχει ένα, για παράδειγμα, «Κάρβερ της Ραψάνης», ή ένα «Μπουκόβσκι των Πετραλώνων», ή ακόμα και ένα –γιατί όχι;– «Ζενέ του Κορυδαλλού».


— Διάβασα το «Ο Κουρεντζής αναμετριέται με την Ενάτη του Μπρούκνερ» (Βήμα, 19/5/24) της Έρης Βαρδάκη.

«Ο Θεόδωρος Κουρεντζής, ο Έλληνας μαέστρος με τη διεθνή καριέρα, έχει καταφέρει να χτίσει έναν μύθο γύρω του: διαπρέπει στη Ρωσία και διακρίνεται διεθνώς, ιδρύει μουσικά σύνολα, οργανώνει καλλιτεχνικά κοινόβια στα Ουράλια, δημιουργεί χωρίς στερεότυπα, διευθύνει χωρίς μπαγκέτα, άλλοτε “χαϊδεύει” την παρτιτούρα και άλλοτε τη χτυπά για να απελευθερώσει την ενέργεια της μουσικής. Βαθιά ιδιοσυγκρασιακός, ακραία εκφραστικός, με μια σπάνια όμως ασκητική διαύγεια και εσωτερικότητα, ο μαέστρος με τα μαύρα μποτάκια και τα στενά μαύρα T-shirt, θυμίζοντας με την εμφάνισή του πρίγκιπα που έχει ξεφύγει από τις σελίδες σύγχρονου γοτθικού παραμυθιού, κατάφερε να βάλει φωτιά στα στερεότυπα της κλασικής μουσικής. [...] Ο εμβληματικός μαέστρος αυτή τη φορά επιστρέφει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 20 και 21 Μαΐου στην εντυπωσιακή και μοναδικής ακουστικής σκηνή “Χρήστος Λαμπράκης” με την τιτάνια και σκοτεινή Ενάτη Συμφωνία, το ύστατο έργο του σπουδαίου αυστριακού συνθέτη Άντον Μπρούκνερ [...]».         

Το σχόλιο περιττεύει. 

 

— Διάβασα στη στήλη «Συστάσεις» (Τα Νέα, 18/5/24) τις απαντήσεις του Θοδωρή Κουτσοδήμα (Θεσσαλονίκη, 1997), που έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές.  

«Η κριτική που αποδέχομαι αφορά… τον διάλογο με την εσωτερική φωνή αλήθειας του αναγνώστη. Πολλές φορές η κριτική, ειδικά σε έναν νέο ποιητή, είναι δώρον άδωρον. Να μην παραγνωρίζουμε, ωστόσο, πως η κριτική τρίτου προσώπου που έχει τη βάση της στην υποκειμενική αλήθεια του, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην ορθή ώσμωση μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα, εντέλει και του ίδιου του συγγραφέα με τον εαυτό του».

Δεν είναι μόνο αυτή η «ορθή ώσμωση μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα» αλλά και ότι ο κ. Κουτσοδήμας μιλάει για «ώσμωση» του συγγραφέα με τον εαυτό του. Επιθυμεί δηλαδή να αρχίσει να συγχέει τον εαυτό του με το καλλιτεχνικό του έργο.  

 

— «Θα γυρνούσατε τον χρόνο πίσω; Και για ποιον λόγο; 

Θα ήθελα να είμαι ξανά 20 χρονών και να ζήσω για καιρό κάπου αλλού, είτε για σπουδές είτε για δουλειά είτε απλά για την ίδια την περιπέτεια. Δεν το έκανα τότε» (Βήμα, 10/5/24).

Κατανοώ ότι το ερωτηματολόγιο της στήλης στις «Νέες Εποχές» παραμένει απαράλλαχτο αλλά όταν ρωτάς έναν τριαντάχρονο, τι ακριβώς περιμένεις να σου απαντήσει; Ο Αλέξανδρος Διαμαντής «είναι σκηνοθέτης και υποψήφιος διδάκτωρ Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πρώτο του βιβλίο, η νουβέλα “Ας φύγουμε λοιπόν”, η οποία βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2023, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη».

Η νουβέλα του κ. Διαμαντή πάντως είναι μια αξιόλογη πρώτη προσπάθεια. Μακάρι να υπάρξει συνέχεια.