Skip to main content
Τετάρτη 24 Απριλίου 2024
I know what you did last week (16-22/5/23)

— Quote της εβδομάδας: «Καζαντζάκης: Δημοσιεύσασα η “Καθημερινή” τας εξ Ισπανίας εντυπώσεις του διακεκριμένου λογίου και παλαιού συνεργάτου της κ. Ν. Καζαντζάκη, έκρινεν ότι εφ’ όσον επρόκειτο περί λογοτεχνικής περισσότερον παρά απλώς δημοσιογραφικής συνεργασίας έπρεπε να αφίση εις τον γράφοντα πάσαν γλωσσικήν ελευθερίαν». Από τη στήλη «Φιλίστωρ - 90 χρόνια πριν στην «Κ», 21/5/1933 (Καθημερινή, 21/5/23). 

— Πάνω που είχα αρχίσει να ανησυχώ ότι το πρότζεκτ «Καζαντζάκης» είχε κάπως χάσει τον βηματισμό του στον τύπο, έκανε την εμφάνισή της στο Βήμα (21/5/23) μια συνέντευξη που παραχώρησε στη Λαμπρινή Κουζέλη, ο εκδότης της «Διόπτρας» κ. Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος. Έχω σχολιάσει σε παλαιότερο σημείωμα πόσο νομίζω ότι ταιριάζει ο Καζαντζάκης στον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο οπότε δεν θα επαναλάβω τα ίδια. Κρατάω όμως από τη συνέντευξη αυτό: «Τομή θα είναι η κυκλοφορία, τον Νοέμβριο του 2023, σε graphic novels, του Βίου και πολιτείας του Αλέξη Ζορμπά από τον Soloup (Αντώνη Νικολόπουλο) και του Καπετάν Μιχάλη από τον Pan Pan (Παναγιώτη Πανταζή) σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη και δημιουργό κόμικ Γιώργο Γούση». Μια πολύ καλή κίνηση που ενδεχομένως να θεραπεύει και αρκετά από τα καζαντζάκεια δεινά που μαστίζουν τις εκδόσεις των βιβλίων του. Όποιο μέσο ανακουφίζει τον αναγνώστη από το άλγος της γλώσσας του Καζαντζάκη, κινείται, θαρρώ, προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα κλείσω το συγκεκριμένο σχόλιο με μια δήλωση του εκδότη που και πάλι τείνει προς το ορθό: «μπορεί η Κολίν Χούβερ να είναι σήμερα ένα παγκόσμιο φαινόμενο, αλλά το να βλέπει κανείς να ανεβαίνουν ψηλά στις προτιμήσεις των αναγνωστών τα βιβλία ενός συγγραφέα που έχει πεθάνει πριν από 65 χρόνια και δεν είναι εδώ να τα υποστηρίξει είναι πολύ συγκινητικό», λέει ο κ. Παπαδόπουλος. Το ότι η Κολίν Χούβερ συνυπάρχει στην ίδια πρόταση με τον Νίκο Καζαντζάκη συνιστά αισθητική θεία δίκη ολκής. 

— Διάβασα όμως και τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ, «Ο Καζαντζάκης, ο Σεφέρης, ο Καβάφης είναι η Ελλάδα μου» (ΕφΣυν, 20-21/5/23), στην Κυριακή Μπεϊόγλου. «[Ερ.] Βουλγαρία-Ελλάδα, ένα τσιγάρο δρόμος λέμε εδώ στη χώρα μας. Τι μας συνδέει και τι πιστεύετε ότι μας κρατάει χώρια; [Απ.] Ξέρετε όταν ήμουν φαντάρος με έστειλαν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Μαζί με το όπλο μου είχα και ένα ελληνικό βιβλίο, τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, και είχα αυτό το συνεχές αίσθημα πως μπορώ να καταλάβω τα πάντα». Αντιπαρέρχομαι τον πειρασμό για λογοπαίγνιο με τη δισημία που ενέχει το «να καταλάβω». Ποιος να το ‘λεγε όμως;! Ο Γκοσποντίνοφ, φαντάρος στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, βίωσε γνωσιακή μέθεξη με το σύμπαν ένεκα Ζορμπά!   

— Διάβασα το «Η αλήθεια κάτω από το χαλί» (Καθημερινή, 21/5/23) του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου. Μια εξαιρετικά αρνητική κριτική για το «Love Me Tender» της Κονστάνς Ντεμπρέ (μτφρ. Χαρά Σκιαδέλλη, Πόλις: 2023). Αν και είμαι ο τελευταίος που θα διατύπωνα αντιρρήσεις για μια αρνητική κριτική, εδώ, πολύ φοβάμαι, ότι ο συντάκτης χάνει το δίκιο του. Και το χάνει γιατί παρασύρεται από τον θυμό του για το βιβλίο. Παρατηρήστε όμως πώς ανοίγει το κείμενο του κ. Χατζηνικολάου: «Το “Love Me Tender” της Κονστάνς Ντεμπρέ [...] είναι ένα γράμμα θυμού. Κανονικά, δεν θα έπρεπε να έχει το τραγούδι του Έλβις για τίτλο, αλλά να μετονομαστεί σε “Me”: επειδή έχει έναν βαθύ εγωκεντρισμό και είναι υπόγεια εξουσιαστικό». Ο συντάκτης, υποθέτω, δεν διακρίνει την ειρωνεία: προσάπτει θυμό στη συγγραφέα και απαντάει και ο ίδιος με θυμό. Έτσι μπορεί να γράφει, για παράδειγμα, «Πέρα από τον προβοκατόρικο κυνισμό του, τον οποίο πιθανότατα θα προσπερνούσα, εφόσον υπήρχε η γλώσσα να τον στηρίξει, δηλαδή να τον αναχαιτίσει, το πρόβλημα είναι η θέση στην οποία βρίσκεται η Ντεμπρέ για να περιγράψει τη ζωή της», που είναι μια δόκιμη αντίρρηση, αλλά μετά, ο συντάκτης θυμώνει τόσο πολύ που γράφει: «Ξεκινά και τελειώνει απότομα, γιατί μάλλον δεν χρειαζόταν να αρχίσει καν». Αυτή η δήλωση όμως ξεπερνάει τη γραμμή. Ο κριτικός έχει θυμώσει τόσο πολύ που αρνείται στη συγγραφέα την επιλογή της να γράψει το βιβλίο. Ο κριτικός δεν επιτρέπεται να θυμώνει· με την ίδια λογική που δεν γίνεται να αναφέρεται στον συγγραφέα ως κολλητάρι και αδερφό του. Το κριτικό κείμενο υπαγορεύει απόσταση και αταραξία. Μπορεί λοιπόν ο κ. Χατζηνικολάου να παραθέτει κάποια επιχειρήματα για να στηρίξει τις θέσεις του, αλλά η κρίση του είναι ήδη θολωμένη. Αφού έχει λοιπόν σύρει τα εξ αμάξης στο βιβλίο και τη συγγραφέα –«ξεχειλίζει από πατροπαράδοτη ματσίλα», «Φαίνεται πως μια απελπισμένη μάζα από συγγραφείς επενδύουν στην καταγωγή τους, παίζοντας με την τράπουλα των καιρών μας», «πνίγεται στον κρότο ενός βεγγαλικού μίσους»– αφού λοιπόν έχουμε διαβάσει όλα αυτά, στην καταληκτική παράγραφο, ο συντάκτης τραβάει έναν λαγό από το καπέλο: «Τώρα βέβαια που το ξανασκέφτομαι, προτείνω να διαβάσετε αυτό το νευρικό βιβλίο. Ίσως είναι καλύτερο από ένα βαρετό αργόσυρτο αφήγημα με πυκνή πλοκή και καλοφτιαγμένη γλώσσα, που έχει σμιλευτεί με πάσα λεπτομέρεια στο εργαστήριο του άοκνου συγγραφέα. Στο κάτω κάτω δεν είναι καθόλου ευγενικό που έγραψα ένα τόσο θυμωμένο άρθρο». Ας μην ανησυχεί όμως ο κ. Χατζηνικολάου· η κ. Ντεμπρέ δεν θα διαβάσει το κείμενό του.