Skip to main content
Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024
I know what you did last week (19-25/3/24)

— Quote της εβδομάδας: «Είναι ένα μοναχικό emo καναρίνι που τραγουδά σε κάποιον ακάλυπτο στο κέντρο για τον εαυτό της, τον έρωτα και όλα τα overachieving κουίρια του κόσμου. Αλλά με τρόπο fun, και ταυτόχρονα μοναδικό. Και πέρα από ένα είδος ευφορικού trauma bonding, μας δίνει το soundtrack των εξωφρενικά πένθιμων και ταυτόχρονα γιορτινών '20s μας». 

Από το «Εκείνο το βράδυ που ντύθηκα νεκρή Βουγιουκλάκη και πέθανα», (Το Blog του Ίωνα Καλλιμάνη, Λάιφο, 21/3/24). 

— Στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας κυκλοφόρησε το “νέο” ότι η γνωστή ταβέρνα «Δίπορτο», στην πλατεία Θεάτρου, οδεύει προς το κλείσιμό της. Διαβάσαμε σε αρκετά σάιτ (Γαστρονόμος, Protagon, iNews, Αθηνόραμα) αλλά και στα ΜΚΔ ουκ ολίγα “δακρύβρεχτα” κείμενα για την αξία και τη σημασία της ταβέρνας. Την Παρασκευή (22/3/24), η Λάιφο δημοσίευσε το «Μας πολιορκούν, αλλά ούτε το Δίπορτο θα κλείσει, ούτε το κτίριο πουλήθηκε», ένα ρεπορτάζ του Γιάννη Πανταζόπουλου ο οποίος έπραξε το εύλογο: επικοινώνησε με τους ιδιοκτήτες. Μίλησε με τον κ. Μαργαρίτη, «[...] συνιδιοκτήτη του νεοκλασικού (γωνία Θεάτρου και Σωκράτους) στο υπόγειο του οποίου στεγάζεται η θρυλική ταβέρνα» ο οποίος και διέψευσε την πώληση του κτιρίου. Παραθέτω:

«Αρχικά, αν ήταν να πουληθεί το κτίριο, ο πρώτος που θα το μάθαινε είναι ο Μήτσος, ως ενοικιαστής του υπογείου. Προφανώς και κάποια στιγμή θα πουληθεί, αλλά αυτό, μέχρι στιγμής, δεν έχει συμβεί. Ειλικρινά, δεν μπορώ να γνωρίζω πώς και γιατί ξεκίνησε αυτή η παραφιλολογία, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία πώληση. Ίσως να έγινε κάποιου είδους παρανόηση, διαφορετικά δεν μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση. Πάντως, ο Μήτσος, ας μην ανησυχούν οι ενδιαφερόμενοι, θα συνεχίσει να μας σερβίρει τα γευστικά πιάτα του μέχρις ότου εκείνος το επιθυμεί. Επίσης, είναι αστείο ότι γράφτηκε πως του έχει δοθεί χρονικό περιθώριο (να ξεκαθαρίσουμε για άλλη μια φορά ότι είναι ο ενοικιαστής και όχι ο ιδιοκτήτης του Δίπορτου) να αποχωρήσει μέσα στα επόμενα ένα με δύο χρόνια. Ξέρετε πολλούς επενδυτές που να είναι τόσο γενναιόδωροι, δίνοντας τέτοια άνεση χρόνου; Νομίζω ότι δημιουργήθηκε τόσος ντόρος άνευ λόγου και αιτίας».    

Εφιστώ την προσοχή σε αυτό το «Προφανώς και κάποια στιγμή θα πουληθεί». Γιατί άραγε «προφανώς»; Ο κ. Μαργαρίτης αποκαλύπτει ότι «Το διπλανό κτίριο επί της οδού Θεάτρου κάποτε ανήκε και αυτό στην οικογένειά μας, αλλά πλέον έχει αλλάξει χέρια και έχει αγοραστεί από Ισραηλινούς. Μας είχαν ζητήσει λοιπόν να αγοράσουν και το δικό μας, προκειμένου να προχωρήσουν σε μια συνολική αξιοποίηση, αλλά ούτε αυτή η πρόταση είχε θετική εξέλιξη».

Ο ιδιοκτήτης ορθά πράττει και κοιτάζει το συμφέρον του. Αφού πουλήθηκε το όμορο κτίριο, είναι νομίζω προφανές ότι δεν τα βρήκε με τους επίδοξους αγοραστές και για το δικό του, που τυγχάνει να φιλοξενεί το «Δίπορτο». Όλα αυτά είναι θεμιτά. 

Μετά τις φήμες για τη δήθεν πώληση και το ρεπορτάζ του κ. Πανταζόπουλου ακολούθησε σειρά διαψεύσεων αλλά και σχολίων στα ΜΚΔ για τον τρόπο λειτουργίας της δημοσιογραφίας. Το σκεπτικό ήταν ότι αν για κάτι τόσο απλό όσο το αν πουλήθηκε ένα κτίριο ή όχι αδυνατεί ένα μέσο να μπει στον κόπο να αναζητήσει την αλήθεια, τότε ας μην έχουμε απαιτήσεις για πιο σοβαρά και κυρίως πιο πολυπαραγοντικά ζητήματα. Όλα αυτά είναι σωστά. Το ρεπορτάζ της Λάιφο όμως περιέχει και κάτι ακόμα:    

«Κλείνοντας, υποστηρίζει: “Για μένα, το ιδανικό θα ήταν να βρούμε έναν φορέα που να σεβαστεί το οίκημα και να το αναδείξει όπως αρμόζει στην πολυετή ιστορία του. Προσωπική μου επιθυμία είναι το οικοδόμημα αυτό να μπορούσε κάποια στιγμή να μετατραπεί σε μια κιβωτό πολιτισμού, φιλοξενώντας μουσειακούς χώρους με διακεκριμένες συλλογές, ενώ το υπόγειο να εξακολουθήσει να διατηρεί την απαρχής χρήση του”», δήλωσε ο κ. Μαργαρίτης, που φαίνεται να μας λέει: «Τώρα που έχω την προσοχή σας ακούστε τι θα ήθελα», και μας αραδιάζει το όραμά του, που για να ευοδωθεί απαιτεί την εμπλοκή ενός «φορέα». 

Δηλαδή, αν και δεν κατονομάζεται, ο κ. Μαργαρίτης ζητά τη συνδρομή του Δημοσίου για να πραγματοποιήσει το όνειρο της «κιβωτού πολιτισμού». Επισημαίνω, εδώ, προς πάσης φύσεως ρομαντικούς ότι ο μοναδικός μοχλός πίεσης του ιδιοκτήτη προς την κοινή γνώμη και κατ’ επέκταση προς «έναν φορέα» του δημοσίου είναι το «Δίπορτο».  

«Σήμερα, το Δίπορτο κατακλύζεται από τουρίστες, ενώ φιγουράρει στους μεγαλύτερους ταξιδιωτικούς οδηγούς. Παραμένει ένα ξεχωριστό γαστρονομικό καταφύγιο που το συνοδεύουν αστικοί μύθοι, όπως εκείνος που λέει ότι αυτή είναι η “υπόγεια ταβέρνα” στην οποία αναφέρεται ο Βάρναλης στους “Μοιραίους” του (“Μες την υπόγεια την ταβέρνα / μες σε καπνούς και σε βρισιές / (απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα) / όλη η παρέα πίναμε εψές…”).

Ποιος αλήθεια από όλους αυτούς που έγραψαν τα “δακρύβρεχτα” έχει επισκεφτεί το τουριστικό «ξεχωριστό γαστρονομικό καταφύγιο» «Δίπορτο» έστω και μια φορά τα τελευταία δύο χρόνια;

— Διάβασα το «Μια απορία» (Καθημερινή, 24/3), την κριτική της Λίνας Πανταλέων για τη συλλογή διηγημάτων Σωτηρία (Αντίποδες: 2023), της Χαράς Ρόμβη. 

Παραθέτω την κατακλείδα: «Γενικά αποφεύγω να γράφω αρνητικές κριτικές για πρωτοεμφανιζόμενους, αλλά με αφορμή το βιβλίο τής Ρόμβη (που απέσπασε αρκετές επαινετικές κριτικές) θα ήθελα να απευθύνω ένα ερώτημα προς επίδοξους συγγραφείς. Για ποιο λόγο να εκδώσεις ένα βιβλίο, όταν ούτε θεματικά ούτε γλωσσικά έχεις κάτι να προτείνεις;»

Επαινετικές κριτικές γράφονται για τη συντριπτική πλειοψηφία των βιβλίων που εκδίδονται. Επαινετικές κριτικές για πρωτοεμφανιζόμενους, εγώ, πάντως, γράφω εξαιρετικά σπάνια (λινκ εδώ). Χαίρομαι όμως πάντοτε να υπάρχει διαφωνία. Χαίρομαι όποτε ξεφεύγουμε από τη σούπα των δελτίων τύπου. 

— Διάβασα το «Ο Γιάννης Κουρούδης μετράει “57 Tempi”» (Athens Voice, 21/3) όπου ο graphic designer και μουσικός μιλάει στον Γιάννη Νένε  «[...] για το μουσικό έργο “57 Tempi”, αφιερωμένο στους 57 νεκρούς του δυστυχήματος των Τεμπών».

Παραθέτω: 

«[Ερ.]: Είναι γεγονός που δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο. Φαντάζομαι ότι το να μπορείς να το εκφράσεις και μουσικά είναι λυτρωτικό. Υπάρχει ο επαναλαμβανόμενος ρυθμός που σε κάνει να καταλαβαίνεις τον ήχο ενός τρένου. Πώς την προσέγγισες μουσικά αυτή τη διαδρομή;

[Απ.]: Ουσιαστικά έβαλα τον εαυτό μου μέσα σε αυτό το τρένο. Άκουγα αυτό το σταθερό πράγμα, το οποίο όμως εναλλάσσεται κάποια στιγμή. Το ακούς άλλοτε πιο δυνατά, άλλοτε πιο σιγά, αλλού αλλάζει ρυθμό, αλλού αλλάζει τον ήχο. Όλο αυτό το πράγμα προσπάθησα να το ζήσω. Ουσιαστικά μέχρι να φτάσει στο κακό γεγονός, ένιωθα όπως κοιτάς τα χωράφια, τον ουρανό ενδεχομένως, είχα δηλαδή μια τέτοια αίσθηση, ενώ ο ήχος του τρένου είναι πάντα μαζί σου, θες δεν θες. Όμως πρέπει να τονίσω ότι δεν θέλω σε καμία περίπτωση να φανεί σαν στρατευμένο. Ή ότι εγώ πάω να καπηλευτώ οποιοδήποτε γεγονός».

Με όλο τον σεβασμό προς τον συνθέτη αλλά και τον κ. Νένε, όλα αυτά είναι επιεικώς εμετικά. Δεν γίνεται να μιλάς για «λυτρωτικό» γεγονός, από την απόσταση του δημοσιογράφου και του συνθέτη, όταν σε διαβάζουν άνθρωποι που έχουν χάσει τα παιδιά τους στο δυστύχημα. Δεν γίνεται να λες «Ουσιαστικά έβαλα τον εαυτό μου μέσα σε αυτό το τρένο» και παράλληλα, στο τέλος της ίδιας απάντησης, να δηλώνεις  «Όμως πρέπει να τονίσω ότι δεν θέλω σε καμία περίπτωση να φανεί σαν στρατευμένο. Ή ότι εγώ πάω να καπηλευτώ οποιοδήποτε γεγονός», γιατί αυτά κάνεις και το γνωρίζεις καλά. 

— Διάβασα το «Ένα χειροποίητο Big Bang» (Καθημερινή, 24/3). «Η έκθεση “Κήπος των σωματιδίων” του εικαστικού Νίκου Παπαδόπουλου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών».

Παραθέτω:  «Βλέπω το υλικό που μάζεψα από το Cern: φωτογραφίες, σημειώσεις, υλικό αρχείου, ένα σκληρός δίσκος χωρητικότητας 1 ΤΒ. Τα βρίσκω σκούρα· από πού να ξεκινήσω; Παίρνω ένα αεροπλάνο και πηγαίνω στη Βαρκελώνη για να συναντήσω τον φυσικό – κοσμολόγο Ντιέγκο Μπλας Τεμίνιο, που έγινε φίλος μου στη διάρκεια του ερευνητικού residency στο πειραματικό κέντρο πυρηνικών ερευνών και σωματιδιακής φυσικής, το 2015. Του ζητάω να με βοηθήσει, να μου πει με απλές λέξεις που θα καταλάβαινε κι ένα παιδί πώς ήταν το σύμπαν πριν από το Big Bang. Μου λέει, “σκέψου μια σούπα ενέργειας”».

Η συνέχεια είναι αποκαλυπτική:

«Έτσι γεννήθηκε στον εικαστικό Νίκο Παπαδόπουλο η ιδέα της σούπας που θα καλωσορίζει τους επισκέπτες πριν μπουν στον κυρίως χώρο της έκθεσης, στην Υπηρεσιακή Αυλή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Μια σούπα από κυδώνια, το χαρακτηριστικότερο κοχύλι των ελληνικών θαλασσών. Δεν θα μπορέσουμε να τη δοκιμάσουμε, αλλά καθώς θα κοχλάζει μέσα στο γυάλινο τσουκάλι, θα σκορπίζει μυρωδιά από φύκια, λεμόνι και ελαιόλαδο. «Τα κοχύλια βρίσκονται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Κάθε πληροφορία του περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνουν καταγράφεται επάνω τους – η ηλικία, η αλμυρότητα του νερού, οι παλιρροϊκοί κύκλοι που έζησαν», σχολιάζει η ερευνήτρια γαστρονομίας Βίκυ Κουμάντου, στη βοήθεια της οποίας κατέφυγε ο καλλιτέχνης. Δική της είναι η συνταγή της κυδωνόσουπας, στην οποία «ενώνονται η γλύκα των κυδωνιών, η αλμύρα και τα στοιχεία των οστράκων με το φύκι kombu, για να μας δώσουν ίσως την πιο αρχέγονη γεύση του πλανήτη», λέει η ίδια».

Τα σχόλια περιττεύουν.