Skip to main content
Δευτέρα 29 Απριλίου 2024
I know what you did last week (20-26/6/23)

— Quote της εβδομάδας: «Από πότε συνειδητοποιήσατε ότι έχετε στόφα ηγέτη;» 

Αγγέλα Καστρινάκη από τη συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα «Δεν τις φοβάμαι τις αντιφάσεις. Συνομιλώ με τις δικές μου και τις αναγνωρίζω» (Τα Νέα, 24-25/6/23).

 

— «“Όταν ήμουν στο Παρίσι, μέσα στη χούντα, παραλίγο να σκοτώσω τον Χριστοδούλου, τον ποιητή του “Βράχο, βράχο τον καημό μου”.

Αυτός ήταν δύο μέτρα, ένας γίγας, κι ήταν ένας γίγας σαδιστής. Όταν ερχόταν μια καινούργια κοπέλα τη ρώταγε: “Εσύ, τώρα, τι ήρθες να κάνεις στο Παρίσι; Δεν θα βρεις δουλειά, τίποτα, ούτε πουτάνα δεν μπορείς να γίνεις, επειδή είσαι άσχημη”. Άκουγα εγώ αυτά που έλεγε και ήθελα να τον σκοτώσω. Καθόταν σε ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά και περίμενε ένα θύμα για να βγάλει τα απωθημένα του. Δεν τον χώνευα και το άφηνα να φαίνεται.

Κάποια στιγμή, εκεί που ήμουν στο φλιπεράκι, μου κάνει ένα σχόλιο περιπαικτικό. Του λέω “σταμάτα”, κι ας ήμουν 65 κιλά κι αυτός τριπλάσιος από μένα. Μου λέει γελώντας “γιατί, θα με δείρεις;”. Πηγαίνω κοντά και του λέω “άκουσε να δεις, να σε δείρω δεν μπορώ, αλλά μπορεί να σε σκοτώσω”. Φαίνεται ότι τόσο πολύ έπαιζε το μάτι μου, που αυτός λιγάκι κώλωσε. Κάτι πήγε να πει κι εκεί μου βγήκε η κακιά επιθετικότητα. Παίρνω το τραπέζι όπως ήταν, με τα μάρμαρα, τις ομελέτες και τους ζεματιστούς καφέδες, και του το πετάω στο κεφάλι. Στη συνέχεια τον έπιασα από τον λαιμό και του χτύπαγα το κεφάλι στον τοίχο. Κι αυτός, αντί να σηκώσει τη χερούκλα του και να μου χώσει μια, ήταν τόσο σκατάς, που άρχισε να φωνάζει χωρίς να με πιάνει καθόλου: “Police, police, με σκοτώνει, βοήθεια!”. Έρχονται τα γκαρσόνια, με αρπάζουν, έρχεται η αστυνομία, μου βάζουν χειροπέδες, με φορτώνουν και με ρίχνουν στη φυλακή.

Ο Γάλλος που είχε το μαγαζί, παρόλο που ήταν καλός του πελάτης, είχε καταλάβει τι τσόγλανος ήταν, έτσι τηλεφώνησε στην αστυνομία και με δικαιολόγησε. Είπε: “Θα μου πληρώσει αυτά που έσπασε και θα τον αφήσετε ελεύθερο, δεν θέλω να του κάνω μήνυση”. Μετά από αυτό ο Χριστοδούλου έβαλε μυαλό, κατάλαβε ότι δεν μπορείς να τα βάλεις με έναν κοντό αν τρελαθεί».

Το απόσπασμα που μόλις διαβάσατε είναι από τη συνέντευξη με τίτλο «Βλέπω νέα παιδιά, χαρά Θεού – η ελπίδα, το καλό κομμάτι της κοινωνίας» (Lifo, 29/11/19) που είχε παραχωρήσει ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος στον M. Hulot. Η συνέντευξη διαβάστηκε ξανά λόγω του θανάτου του ζωγράφου. Το συγκεκριμένο απόσπασμα δεν αποτυπώνει μόνο τον εκρηκτικό χαρακτήρα του εικαστικού αλλά επιδεικνύει και λογοτεχνικές αρετές. Δεν είναι μόνο η αφήγηση που χτίζει σταδιακά αυτή την έκρηξη –μια έκρηξη που κάλλιστα δύναται να έχει εμπλουτιστεί με κάποια μυθοπλαστικά στοιχεία– που λαμβάνει χώρα προς το τέλος και που εμφανίζεται να διορθώνει μια συνεχιζόμενη αδικία· είναι κυρίως αυτή η εξαιρετική κατάληξη που εν είδει αξιώματος συμπυκνώνει την ιδιοσυγκρασία του Θεοφυλακτόπουλου: «δεν μπορείς να τα βάλεις με έναν κοντό αν τρελαθεί». Παρατηρήστε ότι η δύναμη της φράσης πηγάζει όχι από το τετριμμένο «αν τρελαθεί» αλλά από το αναπάντεχο «κοντό[ς]».    

— Διάβασα το δεύτερο από τα δέκα καλοκαιρινά διηγήματα της στήλης «Υπό σκιάν» από την ενότητα βιβλίου, επιμέλειας Μισέλ Φάις, της Εφημερίδας των Συντακτών (24-25/6/23). Η συγκεκριμένη στήλη παρουσιάζει διηγήματα πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων. Το διήγημα Solo της Μαρίας Μανωλέλη περιγράφει τη διαδρομή ενός τριανταδυάχρονου προς το λιμάνι του Πειραιά. Ο ήρωας πηγαίνει για πρώτη φορά στη ζωή του διακοπές. Παρατηρήστε τις αναφορές στη μητέρα του: «Ξέχασε να πάρει ένα λεπτό μπουφανάκι για το βράδυ. Κι αν είχε ψύχρα; [...] Αν ζούσε η μητέρα του θα του έψελνε για τα καλά» αλλά και «Πάντα ήθελε να πάει κι αυτός κάπου διακοπές και τώρα θα το έκανε. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα το πού. Σίγουρα πάντως δεν ήθελε να είναι στο καράβι πολλές ώρες ώστε να μην ζαλιστεί όπως τότε που είχε πάει με τη μάνα του αυθημερόν στην Τήνο για προσκύνημα». Στο λιμάνι, αφού θα κάνει κάποιες απόπειρες να βγάλει εισιτήριο, θα πάρει τον δρόμο της επιστροφής: «Στάθηκε στην πύλη του λιμανιού. Παντού γύρω του εκδοτήρια. Πέρασε απέναντι και κατευθύνθηκε προς τον ηλεκτρικό. Καλύτερα να πήγαινε μια άλλη μέρα διακοπές». 

Το διήγημα μου έφερε στον νου ένα περιστατικό από το Ανάστροφα του Joris-Karl Huysmans, εκεί που ο ντεζ Εσσέντ αποφασίζει να ταξιδέψει στο Λονδίνο αλλά τελικά επιστρέφει και πάλι στην οικία του: «“Τώρα θα έπρεπε να τρέχω στα εκδοτήρια, να σπρώχνομαι με τις αποσκευές· πόσο βαρετό, πόσο κουραστικό θα ήταν!” ύστερα ξανάπε στον εαυτό του: [...] “Τελικά τι παραλογισμός να θέλω να απαρνηθώ κατασταλαγμένες ιδέες, να καταδικάσω τις πειθήνιες φαντασμαγορίες του μυαλού μου, να πιστέψω, σαν έναν οποιοδήποτε αφελή και άπειρο, στην ανάγκη, στην περιέργεια, στο ενδιαφέρον ενός ταξιδιού» (σσ. 210-211, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, Στερέωμα: 2019).       

— Δεν μπορώ, για να κλείσω, να μην αναφέρω από το «500 Λέξεις με τον Κωνσταντίνο Α. Τριανταφυλλάκη» (Καθημερινή, 25/6/23) σε επιμέλεια Αλεξάνδρας Σκαράκη την απάντηση του κ. Τριανταφυλλάκη στην ερώτηση: «Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;». «Την Αναφορά στον Γκρέκο του Νίκου Καζαντζάκη, τη Ζωή σε απόσταση του Κωνσταντίνου Τσάτσου και την Ιδιωτική οδό, του Οδυσσέα Ελύτη. Κάθε φορά που τα διαβάζω είναι σαν την πρώτη φορά και κάθε ανάγνωση μια νέα εμπειρία».