Skip to main content
Κυριακή 28 Απριλίου 2024
I know what you did last week (24-30/10/23)

Quote της εβδομάδας: «Ο Παναθηναϊκός ήταν σίγουρος ότι δεν θα παίξει, είχε πάρει πίτσες». Από το «Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός: "Δεν προκύπτει από πουθενά τραυματισμός, πώς να τιμωρηθεί ο Ολυμπιακός;" λέει ο Καραπαπάς» (Πρώτο Θέμα, 26/10/23).

— Διάβασα, την προηγούμενη εβδομάδα, το ρεπορτάζ/έρευνα της Μαριάννας Κακαουνάκη «Ποιός είναι στ’ αλήθεια ο Ντέιβιντ Σασούν – Ο “επενδυτής” με τα πολλά πρόσωπα και τις πολλές καταδίκες» (Καθημερινή, 22/10/23). Παραθέτω και τον υπότιτλο: «Οι περιπέτειες του εμφανιζόμενου ως κροίσου Ντέιβιντ Σασούν, που κατάφερε να δεξιώνεται πρέσβεις στην Αθήνα, ενώ έχει επανειλημμένως φυλακιστεί στις ΗΠΑ και στη Βρετανία για ποινικά αδικήματα. Η “Κ” ξετυλίγει ένα κινηματογραφικό κόλπο σε πέντε πράξεις». 

Αυτή την Κυριακή διάβασα το «Ντέιβιντ Σασούν: Προσπάθησε να αγοράσει τράπεζα με πλαστά χαρτιά» (Καθημερινή, 29/10/23), ένα συμπληρωματικό άρθρο, πάλι της κ. Κακαουνάκη, για το ίδιο θέμα που παρουσιάζει με περισσότερες λεπτομέρειες κάποιες από τις συναλλαγές και συναναστροφές του Σασούν στην Ελλάδα. Θα διερωτηθείτε τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον πολιτισμό. Η κ. Κακαουνάκη, ειδικά στο δεύτερο άρθρο της, αναφέρει μερικά παραδείγματα που πραγματικά με έβαλαν σε σκέψεις για τη σχέση τους με τη μυθοπλασία. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεως δεν κατηγορώ σε κάτι την κ. Κακαουνάκη. 

Παραθέτω: «Δεν είναι, όμως, τα μόνα χρήματα που έχει λάβει ο Σασούν αυτά τα τρία χρόνια στην Ελλάδα. Ο Ισραηλινός επιχειρηματίας Ιτζικ Νταχάν υπολογίζει πως μόνο από τις δικές του επαφές ο Σασούν έχει εισπράξει περίπου 1 εκατ. δολάρια. Οι δύο άνδρες συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2021. Συζήτησαν για επενδύσεις και πήγαν για καφέ με το παμπάλαιο αυτοκίνητο του Σασούν. Στο βενζινάδικο έδωσε χαρτονόμισμα των 50 ευρώ και ζήτησε να του βάλουν 20 ευρώ βενζίνη. “Προφανώς κάτι δεν κολλούσε με το προφίλ του δισεκατομμυριούχου, αλλά είχε μια εξήγηση για τα πάντα. Π.χ. με το αμάξι είχε δέσιμο, γιατί με αυτό είχαν φθάσει στην Ελλάδα. Σκέφθηκα πως πρόκειται για κάποιον εκκεντρικό πλούσιο. Στις συναντήσεις φαινόταν επαγγελματίας”, εξηγεί ο Νταχάν».

«Ο Σασούν του ανακοινώνει πως έχει ανοίξει ένα λογαριασμό στην Αμερική με εκείνον δικαιούχο και ότι θα καταθέσει άμεσα 73,5 εκατ. για τις επενδύσεις τους. Παράλληλα συζητούν τους απίστευτα ευνοϊκούς όρους που προσφέρει σε όσους αγοράσουν ομόλογα της ιδιωτικής του τράπεζας. O Νταχάν αποφασίζει να καταθέσει 100.000 δολάρια γι’ αυτόν τον σκοπό. Το ίδιο κάνουν πολλοί φίλοι και γνωστοί του».

«Εν τω μεταξύ, ο Ισραηλινός Νταχάν επισκέπτεται ξανά τον Σασούν και βλέπει πως πλέον κυκλοφορεί με Πόρσε, οδηγό και ασφάλεια. Κάπως αυτή η “αναβάθμιση” τον καθησυχάζει. Αλλωστε, ο Σασούν έχει καταθέσει τα 73,5 εκατ. δολάρια – του δίνει και το παραστατικό. Ο Νταχάν σε ανύποπτο χρόνο παρατηρεί πως ο αριθμός του λογαριασμού είναι “123456789”. Η τράπεζα επιβεβαιώνει αυτό που φαντάζεται. Οτι το παραστατικό είναι πλαστό. Τηλεφωνεί στον Σασούν και καταγράφει τη συνομιλία. “Ο,τι και να σου πω δεν θα με πιστέψεις… Δουλεύω για σένα νυχθημερόν… Οι επενδύσεις είναι αληθινές. Θα γίνουν”, ακούγεται να επιμένει ο Σασούν, παρότι μόλις έχει αποκαλυφθεί».

Τα αποσπάσματα από το συγκεκριμένο άρθρο συνιστούν εξαιρετικά παραδείγματα γιατί η μυθοπλασία οφείλει να μην μιμείται την πραγματικότητα, ή, τουλάχιστον, γιατί οφείλει να μην μιμείται μια έκφανση της πραγματικότητας που παραμένει στην επιφάνεια. Τα παραδείγματα αυτά, ενταγμένα σε ένα μυθιστόρημα, θα προκαλούσαν το γέλιο του αναγνώστη. Η αλήθεια βέβαια είναι πιο πολύπλοκη. Παρατηρήστε πως όταν διαβάζουμε «Ο Ισραηλινός επιχειρηματίας Ιτζικ Νταχάν υπολογίζει πως μόνο από τις δικές του επαφές ο Σασούν έχει εισπράξει περίπου 1 εκατ. δολάρια» θα πρέπει να διερωτηθούμε πώς ακριβώς ο Νταχάν έπεισε κάποιους να δώσουν «περίπου 1 εκατ. Δολάρια». Ή όταν διαβάζουμε «O Νταχάν αποφασίζει να καταθέσει 100.000 δολάρια γι’ αυτόν τον σκοπό. Το ίδιο κάνουν πολλοί φίλοι και γνωστοί του», και πάλι, δεν πειθόμεθα από την απλοϊκή εξήγηση που έχει δοθεί στις προηγούμενες γραμμές. Ο διάβολος, όπως λένε οι αγγλοσάξονες, κρύβεται στις λεπτομέρειες. 

Η επιτυχία του Σασούν δεν συνίσταται, προφανώς, στις απαντήσεις που δίνει όταν βρίσκεται στριμωγμένος με την αλήθεια στα απλοϊκά παραδείγματα που αναφέρει η κ. Κακαουνάκη. Κανένας δεν δίνει 100.000 δολάρια μόνο και μόνο επειδή του έχει πει κάποιος «πως έχει ανοίξει ένα λογαριασμό στην Αμερική με εκείνον δικαιούχο και ότι θα καταθέσει άμεσα 73,5 εκατ. για τις επενδύσεις τους». Ο Σασούν, όπως ίσως μπορεί να αντιληφθεί κανείς, ήταν/είναι χαρακτηριστική περίπτωση conman. Ανθρώπου δηλαδή που είχε την ικανότητα να κερδίζει την εμπιστοσύνη των άλλων. Παραθέτω από το ρεπορτάζ της προηγούμενης εβδομάδας μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:  

«Παράλληλα θέλει να διοργανώσει ένα μεγάλο συνέδριο με προσκεκλημένους τον Τομ Χανκς και τον στρατηγό Πετρέους. “Θα μας δώσει κύρος. Οσο περισσότερο ορατοί, τόσο πιο αξιόπιστοι”, θα γράψει στους συνεργάτες του».

«“Μέσα μου προφανώς καταλάβαινα πως κάτι δεν πάει καλά, αλλά ένιωθα πως το ρίσκο είναι μικρότερο από την πιθανή ανταμοιβή”, εξηγεί η Κέιν. Ο Σασούν της είχε τάξει μετοχές, την είχε προαγάγει σε διευθύντρια, με ετήσιο μισθό 300.000 δολαρίων. Τον οποίο, βεβαίως, ουδέποτε έλαβε».

«Τον Οκτώβριο του 2012 τον επισκέπτεται στη φυλακή του Φορτ Ντιξ και γοητεύεται από τον ευγενικό άνδρα που υπόσχεται ότι θα της προσφέρει μια ζωή παραμυθένια, μόλις κληρονομήσει την αμύθητη περιουσία του παππού του. “Μόλις είχα πάρει διαζύγιο, είχα χάσει τη μητέρα μου. Ημουν ευάλωτη και απένταρη. Πίστεψα πως ήταν η απάντηση στις προσευχές μου”, λέει στην “Κ”».

«“Μου είπε πως είχε απελαθεί, αλλά ότι λόγω μιας κυβερνητικής μυστικής αποστολής, που έφερε εις πέρας στη φυλακή, το ποινικό μητρώο του είχε καθαρίσει”. Της είπε πως είχε βρει την πραγματική του οικογένεια, ήταν κληρονόμος αμύθητης περιουσίας και πλέον Εβραίος. Ακόμη και ημερομηνία γέννησης είχε πλέον αλλάξει. Δεν ήταν πια 25 Σεπτεμβρίου, αλλά 6 Οκτωβρίου – ημέρα έναρξης του πολέμου του Γιομ Κιπούρ. Της είπε πως δεν σταμάτησε ποτέ να την αγαπάει και ότι δεν έχει ξανανιώσει τόσο κοντά σε άνθρωπο. Την έπεισε».

Τα σημεία που έχω υπογραμμίσει είναι αυτά που, μέσα στην απλοϊκότητά τους, υπαινίσσονται και τις βαθύτερες δεξιότητες του Σασούν. Και αυτές οι δεξιότητες ανήκουν στην επικράτεια της μυθοπλασίας. Τι ακριβώς δηλαδή είναι αυτό που κάνει την Κέιν να νιώθει «πως το ρίσκο είναι μικρότερο από την πιθανή ανταμοιβή»; Ή πώς ακριβώς κάποια «γοητεύεται από τον ευγενικό άνδρα που υπόσχεται ότι θα της προσφέρει μια ζωή παραμυθένια, μόλις κληρονομήσει την αμύθητη περιουσία του παππού του»; Δηλαδή, μπορεί να χαμογελάμε με την αφέλεια αλλά η εξήγηση ότι τη συγκεκριμένη γυναίκα τη χαρακτήριζαν νοητικές δυσκολίες, δεν αρκεί. Ή όταν διαβάζουμε αυτό το «Της είπε πως δεν σταμάτησε ποτέ να την αγαπάει και ότι δεν έχει ξανανιώσει τόσο κοντά σε άνθρωπο. Την έπεισε» δεν γίνεται να μην θέλουμε να καταλάβουμε πώς ακριβώς γίνεται κάτι τέτοιο.     

Αυτό που αναζήτησα στο συγκεκριμένο ρεπορτάζ και που δυστυχώς απουσίαζε είναι μια εικασία –μια απόπειρα σκιαγράφησης– που θα οδηγούσε τον διερευνητικό φακό της ρεπόρτερ λίγο πίσω από τα προφανή, εκεί που περιστρέφονται τα γρανάζια των μηχανισμών, που εξυφαίνουν τις δολοπλοκίες, που έκαναν ανθρώπους σε καίριες θέσεις αλλά και ανθρώπους της διπλανής πόρτας να εμπιστεύονται τον Σασούν. Η αλήθεια είναι πάντα πιο «περίεργη από τη μυθοπλασία» αλλά για να αναδειχθεί χρειάζεται κάτι πέρα από ανεκδοτολογικές ιστορίες. Η δυσκολία εντοπίζεται στην ιδιότητα της πραγματικότητας που τείνει να συγκαλύπτεται και, τρόπον τινά, να μεταμφιέζεται ακριβώς μπροστά στα μάτια μας. Η πεποίθηση δηλαδή και μόνο ότι πραγματεύεται κανείς «αλήθειες» και ότι τις αφήνει να μιλήσουν «μόνες τους» δεν αρκεί. Και δεν αρκεί λόγω της άτυπης μυθιστορηματικής αρχής που συνοψίζεται στην κομβική ιδέα ότι, τελικά, στο μυθιστόρημα, δεν μας ενδιαφέρει κάτι επειδή έγινε, αλλά, εντελώς αντίθετα, ακριβώς επειδή δεν έγινε ποτέ. Για να το φέρω όμως αυτό στο πλαίσιο του ρεπορτάζ: μας ενδιαφέρει ακριβώς αυτό που δεν γίνεται να έχει παρακολουθήσει με τα μάτια της, η να έχει ακούσει με τα αυτιά της, η ρεπόρτερ και που, αν η θέση μου είναι σωστή, ακόμα κι αν το είχε παρακολουθήσει με τις αισθήσεις της, αυτό, θα είχε την ικανότητα να διαφύγει της προσοχής της και να μεταμφιεστεί σε κάτι άλλο. Για αυτό και η ρεπόρτερ, εδώ, και ο συγγραφέας γενικά, οφείλουν ανά πάσα στιγμή να επινοούν την πραγματικότητα. 

«“Πιστεύετε πως εάν υπήρχε έστω και ένα ίχνος αλήθειας στους εξωφρενικούς ισχυρισμούς σας, ο Πομπέο θα δεχόταν την πρόσκλησή μου;”» θα δηλώσει ο Σασούν στην Καθημερινή. Ο Σασούν, κατάφερε τελικά να πείσει τον Μάικλ Πομπέο να εμφανιστεί στην εκδήλωση που οργάνωσε. Η απάντησή του όμως είναι λογικά διάτρητη και παραπλανητική. Προσέξτε γιατί: «Φέτος την άνοιξη αποφασίζει [ο Σασούν] να κάνει το συνέδριο. Προσλαμβάνει εταιρείες διοργάνωσης και επικοινωνίας, “κλείνει” μέσω ενός ατζέντη τον Πομπέο (με αμοιβή 225.000 δολαρίων), δίνει συνεντεύξεις. Μέχρι τα μέσα της περασμένης εβδομάδας, πολλοί εξ αυτών που εργάστηκαν για το συνέδριο ήταν απλήρωτοι». 

Ο ατζέντης του Πομπέο και, αν υπάρχει, ο υπεύθυνος ασφάλειάς του είχαν απλώς να αξιολογήσουν αν τίθεται σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του πελάτη τους. Ατζέντης, ας μην το ξεχνάμε αυτο, σημαίνει και ποσοστό επί της αμοιβής του πελάτη. Ο Πομπέο προφανώς εισέπραξε τα 225.000 δολάρια. Γνώριζε τι ήταν ο Σασούν; Όχι ακριβώς. Γνώριζε –εξάλλου υπήρξε και διευθυντής της CIA– τι δεν ήταν. Και ο Σασούν δεν ήταν δολοφόνος ή τρομοκράτης αλλά ένας “μικροαπατεώνας” που του ζήτησε να παραστεί –έναντι 225.000 δολαρίων– σε μια εκδήλωση σε μια χώρα σαν την Ελλάδα για να προσελκύσει επενδυτές. Ο Πομπέο, το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια αληθοφανή ιστορία έτσι ώστε αν στράβωνε κάτι να μπορούσε να υποστηρίξει ότι δεν είχε ιδέα. Και αυτή η ιστορία, όπως μπορεί να δει κανείς από το ρεπορτάζ, υπήρχε.  

«Το συνέδριο, πάντως, έγινε. Το προηγούμενο βράδυ ο Σασούν παρέθεσε δείπνο στο πολυτελές διαμέρισμα στα Ανάκτορα που είχε μόλις νοικιάσει επιπλωμένο γι’ αυτόν τον σκοπό. Καλεσμένοι ο Πομπέο, ο πρέσβης του Ισραήλ και ο πρέσβης των ΗΠΑ – με τον οποίο γνωρίστηκε εκείνο το βράδυ. Συζητούν για όλα όσα σκοπεύει να κάνει για την Ελλάδα με τη στήριξή τους. Είναι, άλλωστε, η χώρα όπου γεννήθηκαν οι πρόγονοί του, τους λέει, δείχνοντας έναν πίνακα στην τραπεζαρία, πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας. “Είναι η γιαγιά μου, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη”, αναφέρει. Μόνο που ο πίνακας ανήκει εδώ και πολλά χρόνια στον Ελληνα ιδιοκτήτη του σπιτιού». (Σημειώστε, εδώ, ότι η κ. Κακαουνάκη δεν γίνεται να ήταν μπροστά σε αυτή τη στιχομυθία από την οποία μας μεταφέρει τη φράση του Σασούν. Και το λέω για καλό αυτό, με την έννοια ότι πιθανώς κλήθηκε να την “επινοήσει” από μαρτυρίες.)  

Ο Σασούν, βλέπετε, έπρεπε, μετά από πολλή δουλειά και πολύ κόπο να δώσει μια παράσταση μπροστά σε τρεις ανθρώπους σε καίριες θέσεις. Το ζητούμενο εξάλλου δεν ήταν να λάβει κάποιο οικονομικό αντάλλαγμα από τους συγκεκριμένους υψηλόβαθμους αξιωματούχους αλλά απλώς να τον δουν μαζί τους τα επικείμενα θύματά του έτσι ώστε να κάνουν την καθησυχαστική σκέψη που προέταξε και ο ίδιος ο Σασούν στην Καθημερινή: «“Πιστεύετε πως εάν υπήρχε έστω και ένα ίχνος αλήθειας στους εξωφρενικούς ισχυρισμούς σας, ο Πομπέο θα δεχόταν την πρόσκλησή μου;». Πού θα οδηγούσε η καθησυχαστική αυτή σκέψη; Μα προφανώς στην υπόνοια δικαιολογίας που απαιτεί κάθε φορά το πιο άπληστο κομμάτι της προσωπικότητάς μας όταν βρίσκεται μπροστά σε μια “μεγάλη” επενδυτική ή άλλη ευκαιρία. Όλοι, εξάλλου, αποζητάμε μια υπόνοια δικαιολογίας που θα μας προσφέρει έστω και μια απειροελάχιστη πιθανότητα να διεκδικήσουμε μια θέση στον ήλιο. Και αυτό, εκτός από μικροαπατεώνες σαν τον Σασούν, το γνωρίζουν πολύ καλά και οι συγγραφείς, ή, τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς.