Skip to main content
Κυριακή 28 Απριλίου 2024
I know what you did last week (26/12/23 - 1/1/24)

— Quote της εβδομάδας: «Το τίποτα είναι ο αιώνιος τόπος της εξορίας μας: της εξορίας από τον τόπο». Με αυτή τη φράση του Edmond Jabès, αποχαιρετώ τη Μαρία Λαϊνά, εξόριστη του τόπου της οικειοθελώς, παρά το ότι ο τόπος την προσεταιρίστηκε χωρίς να το θέλει. Δεν έγραψε ποτέ «ποίημα συναίνεσης», συμφιλίωσε τον γύρο του θανάτου με τον μοτοσικλετιστή και τη βαρύτητα, κατάλαβε πως η ποίηση δεν είναι μόνο ενόρμηση θηρίου αλλά και δυναμική εννοιών, έμαθε από τα βιβλία πως ο κολοφώνας τους συνοψίζει την ύλη στο πιεστήριο του χρόνου. Πήγε να σβήσει τα ίχνη της αλλά ο τρόπος ήταν ο εαυτός της, κι έβγαλε “τη λάσπη απ’ τα παπούτσια της”, όπως μας λέει. Ό,τι της έμεινε ήταν η σκόνη. Τώρα, ελεύθερη βαρών, αφήνει επάνω μας ένα αποτύπωμα νευρώνων. “Το μέτρο μας, από εκείνη ως εμάς, δεν ισχύει πια: σα να το σπάζαμε στο γόνατο, όπως μία λάμα”, της λέει ο Jaccottet που αγάπησε». 

(Γιώργος Βέλτσος, «Η Μαρία Λαϊνά δεν έγραψε ποτέ ποίημα συναίνεσης», Τα Νέα, 29/12/23).

— Διάβασα το «Σέλφι με τη Φόνισσα» (Καθημερινή, 31/12/23) της Μαρίας Τοπάλη. 

Παραθέτω: «Η κριτική που επικεντρώνεται στη σχέση της ταινίας με το λογοτεχνικό κείμενο, ελέγχοντας την πιστότητα της πρώτης ως προς το δεύτερο, βασίζεται, νομίζω, στην πεποίθηση ότι ο Παπαδιαμάντης (βλέπε: κάθε κλασικό λογοτεχνικό έργο) είναι ιερό κείμενο, άρα ταμπού. Θα έπρεπε ίσως να το ξέρουμε απέξω, όπως οι πιστοί τις προσευχές. Κι αν επιτρεπόταν κάποια καλλιτεχνική του χρήση, αυτή θα όφειλε να έχει τον χαρακτήρα της προσκύνησης. Να παραμένει, δηλαδή, “πιστή”, όρος που παραπέμπει ούτως ή άλλως σε λεξιλόγιο θρησκευτικό και όχι κοσμικό».

Θα συμφωνήσω με την κ. Τοπάλη ότι αυτού του πνεύματος η κριτική στέκει στην πλευρά που, αν μη τι άλλο, προσεγγίζει τα έργα τέχνης μέσα από έναν παραμορφωτικό φακό. Η όποια «ιερότητα» του έργου τέχνης είναι, για να το πω όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται, ύποπτη και εντελώς ξένη προς την έννοια της τέχνης. Οι αμύντορες «ιερότητας» ελάχιστα απέχουν από όσους προτάσσουν την έννοια της καθαρότητας, που είθισται να συγκοινωνεί με αυτή της «υψηλής τέχνης». Οι κατηγοριοποιήσεις αυτές συνιστούν νοηματικούς ευφημισμούς για μια ευγονική της τέχνης· συνιστούν εκφάνσεις μιας συγκαλυμμένης απολυταρχίας που επιβουλεύεται την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης. Το υπαινίσσεται αυτό και η κ. Τοπάλη όταν κλείνει το άρθρο της με αναφορά σε «[...] κατάλληλα μυημένα ιερατεία» που επιθυμούν να «[...] κλείνουν [το έργο τέχνης] σε βιτρίνα [...] [και να] το καθιστούν απρόσιτο και στο βάθος καταπιεστικό, και όχι αντικείμενο αγάπης, που σημαίνει εξοικείωσης, απόλαυσης, χρήσης». 

Αν έχω μια αντίρρηση αυτή επικεντρώνεται στο παράδειγμα που χρησιμοποιεί η κ. Τοπάλη για να στηρίξει τη θέση της. Αναφέρει ένα βιωματικό περιστατικό στο οποίο «τρεις πολύ νεαρές φοιτήτριες μουσικού πανεπιστημίου της Γηραιάς Αλβιώνας επισκέφτηκαν ένα από τα πιο καινούργια και σύγχρονα στη μουσειολογική προσέγγισή τους αρχαιολογικά μουσεία της χώρας μας. [...] οι κοπέλες θέλησαν να αυτο-φωτογραφηθούν μπροστά στα ευρήματα σαν Μούσες [...]. Αμέσως έσπευσαν οι υπάλληλοι: “Photos, yes, selfies, no”. [...] Οι υπάλληλοι μου εξήγησαν, με κάθε σοβαρότητα, ότι οι σέλφι με τα εκθέματα δείχνουν “έλλειψη σεβασμού”», γράφει η κ. Τοπάλη. 

Ας βγάζουν οι επισκέπτριες όσες «selfies» επιθυμούν. Απλώς, η επίκληση της έξης των σέλφι συνιστά κάκιστη αναλογία για τον συλλογισμό που διατυπώνει η συντάκτρια, για τον πολύ απλό λόγο ότι κομίζει συνδηλώσεις της χειρότερης μορφής «[...] καλλιτεχνικής έκφραση[ς] ως αποτέλεσμα χειραφέτησης και εξατομίκευσης», όπως ορθά γράφει η κ. Τοπάλη όταν επικρίνει τους κριτικούς της συντήρησης. Η σέλφι, ως παράδειγμα, συνδαυλίζει στη σκέψη του αναγνώστη τον πιο εγωκεντρικό και υπερφίαλο προσεταιρισμό «[...] εξοικείωσης, απόλαυσης, χρήσης» του έργου τέχνης. Η σέλφι, στο συγκείμενο της τέχνης, λειτουργεί ως αντλία διαισθήσεων που υποσκάπτει τη σοβαρότητα και το κύρος του επιχειρήματος της κ. Τοπάλη. Προφανώς η συντάκτρια δεν διατείνεται ότι οι περί ων ο λόγος φωτογραφίες συνιστούν έργα τέχνης. Το παράδειγμά της όμως μέσα στον αυθορμητισμό του αφήνει ανοιχτή τη δίοδο προς όλους όσους πιστεύουν ότι ο εαυτός είναι ο γενεσιουργός πυρήνας της καλλιτεχνικής έκφρασης. Ναι, κάποιοι θα πουν ότι αρέσκομαι να βγάζω από τη μύγα ξύγκι. Η αντίρρησή μου, θα πουν κάποιοι άλλοι, ελάχιστα απέχει από το «φοβικό και αμυντικό νήμα» που στηλιτεύει η κ. Τοπάλη. Ας ανθίσουν λοιπόν χίλια τριαντάφυλλα, αρκεί να είναι τριαντάφυλλα. Η μόνη διάκριση στον χώρο της τέχνης είναι ανάμεσα στην καλή και την κακή τέχνη, με τις απαραίτητες βέβαια σκιάσεις και αποχρώσεις που δίνουν, όπως σαφώς γνωρίζει η κ. Τοπάλη, νόημα στην ύπαρξη κριτικής και κριτικών. 

— Αδύνατον να προσπεράσει κανείς το εξώφυλλο του ΒΗΜΑgazino (31/12/23). 

Παραθέτω: «Το μικρό αγόρι από τη Γάζα που “φιλοξενείται” στο εξώφυλλο του πρωτοχρονιάτικου ΒΗΜΑgazino μαζί με ισχυρές προσωπικότητες του πλανήτη είναι ένα αθώο θύμα του άγριου πολέμου που έχει ξεσπάσει μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου. Το αγοράκι έχει “στηθεί” στην ουρά μαζί με πάρα πολλά άλλα παιδιά για να βάλει στο κατσαρολάκι που κρατάει λίγο φαγητό από ένα συσσίτιο. Ένας μικρός Χριστός πάνω στη Γη. Ας ελπίσουμε ο αγαπημένος Santa Claus, που φροντίζει να φέρνει δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου, να χαρίσει στα αθώα θύματα της Γάζας και της Ουκρανίας το πολυτιμότερο. Την πολυπόθητη ειρήνη», γράφει η διευθύντρια του περιοδικού κ. Μαργαρίτα Σφέτσα στο «editorial» που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από μια έκθεση παιδιού δημοτικού. 

Δεν είναι όμως μόνο το εξώφυλλο όπου ανάμεσα στη «Μάργκο “Barbie” Ρόμπι και την Πριγκίπισσα Λεονόρ της Ισπανίας έχει «“στηθεί”» το παιδί από τη Γάζα. Είναι και ότι ο αναγνώστης διαβάζει σε αυτό το «cover story», αμέσως μετά από την αναφορά στα «Παιδιά του πολέμου», την ακόλουθη πρόταση για τη «Λεονόρ, Πριγκίπισσα των Αστουριών»: «Στις 31 Οκτωβρίου, την ημέρα των 18ων γενεθλίων της, η πριγκίπισσα Λεονόρ, πρωτότοκη κόρη του βασιλιά Φίλιππου ΣΤ’ και της βασίλισσας Λετίθια, με σταθερή φωνή, φορώντας ένα λευκό σύνολο και τα μαλλιά πιασμένα αυστηρά πίσω, βάδισε στο πεπρωμένο της, δίνοντας όρκο πίστης στο ισπανικό Σύνταγμα». 

Όλα αυτά θα ήταν επιεικώς ξεκαρδιστικά αν δεν συνιστούσαν όνειδος. Χίλιες φορές να έλειπε η αναφορά στα «παιδιά του πολέμου» από ένα περιοδικό που, ούτως ή άλλως, στοχεύει να γεμίζει σελίδες ψυχαγωγικής ενημέρωσης ανάμεσα σε πληρωμένα “ρεπορτάζ” αγοράς, ολοσέλιδες διαφημίσεις αυτοκινήτων, ειδών πολυτελείας και εκπομπών του Mega.