Skip to main content
Δευτέρα 29 Απριλίου 2024
I know what you did last week (26/9-2/10/23)

Quote της εβδομάδας: «[Ερ.] Τελικά ποια ήταν η απάτητη κορυφή που εσείς θέλατε να φτάσετε; [Απ.] Η απάτητη κορυφή για μένα είναι ο τόπος που κατοικεί ο έρωτας, όταν τελειώνει μαζί σου. Εκεί θα ήθελα να φτάσω και να ζω μαζί του για πάντα», από ανυπόγραφη συνέντευξη της Χαρούλας Αλεξίου στο GG - Το περιοδικό της Engel&Völkers, (Ένθετο στην Καθημερινή, 1/10/23). 


— Διάβασα τη συνέντευξη «Και οι ομηρικοί ήρωες χρειάζονται ένα ποτό» (Καθημερινή, 1/10/23) που παραχώρησε η καθηγήτρια Έμιλι Γουίλσον στην Ξένια Γεωργιάδου με αφορμή τη νέα μετάφραση της Ιλιάδας στα αγγλικά. Παραθέτω: «Κράτησε τον ίδιο αριθμό στίχων στην αγγλική μετάφραση και επέλεξε το ιαμβικό πεντάμετρο, για να ρέει το κείμενο, χρησιμοποιώντας όμως λέξεις πιο καθημερινές, σύγχρονες, που μας συνδέουν με τα νοήματα και τη δράση. Έτσι για παράδειγμα, η Ναυσικά προσφωνεί τον πατέρα της, βασιλιά των Φαιάκων, Αλκίνοο, “μπαμπάκα” (daddy), η Εκάβη προτείνει στον Έκτορα “ένα ποτό” ύστερα από μια δύσκολη μάχη, ενώ ο Μενέλαος επιπλήττεται πως φέρεται τρελά, πως έχει ξεφύγει”».

Δεν ξέρω κατά πόσο στέκουν δόκιμα αυτές οι δημιουργικές προσθήκες ή αν υποδηλώνουν απλώς την αναγκαία ποπ νότα που θα αντισταθμίσει την αδυναμία του αγγλόφωνου αναγνωστικού κοινού να συντονιστεί με χαρακτήρες του έργου αν αυτοί δεν καταφεύγουν σε φράσεις, λέξεις και καθημερινές πρακτικές της συγχρονίας του σήμερα. Η συγκεκριμένη επιλογή της Γουίλσον έρχεται σε αντιδιαστολή με το σκεπτικό της όταν λέει ότι «πρέπει, όμως, να μπορώ να εξηγήσω πώς πήρα μια απόφαση για την επιλογή μιας λέξης, όταν οι αρχαίες πηγές μού υποδεικνύουν περισσότερες από μία λύσεις. Οι περισσότερες επισημάνσεις που δέχτηκε αφορούν την υιοθέτηση από την πλευρά της πιο “σκληρών” λέξεων, όπως είναι οι “δούλοι” σε αντίθεση με τις πιο μετριοπαθείς επιλογές των συναδέλφων της που στην ίδια πρόταση τοποθετούν τη λέξη “υπηρέτης”. “Το χρέος ενός μεταφραστή είναι να πει την αλήθεια και να μεταφέρει πιστά μέσα από τις λέξεις το ίδιο συναίσθημα που γεννούσε το άκουσμά τους – τότε και τώρα. Πρέπει να αναζητά τη λέξη που θα αποτυπώνει τη σύνθετη δομή της κοινωνίας στην οποία αναφέρεται και θα δηλώνει ρητά την ιεραρχία των τάξεων. Όταν χρησιμοποιείς λέξεις όπως υπηρέτες, υπονοείς πως μπορεί να ήταν εκεί με τη θέλησή τους, δεν λες την ιστορία καθαρά”».  

Δηλαδή, ορθά, αντιστέκεται στα woke κελεύσματα να κάνει χρήση συγκεκριμένων λέξεων αλλά νιώθει την ανάγκη να βάλει την Εκάβη να προτείνει «ένα ποτό» στον Εκτορα για να δώσει την αίσθηση ότι έχει επιστρέψει από «μια δύσκολη μέρα στο γραφείο»; Νιώθει δηλαδή ότι με αυτή τη φράση «λέει την ιστορία καθαρά»;

«Η αγάπη της για τα αρχαία ελληνικά κείμενα δεν εξαντλείται στο ομηρικά έργα, έχει μεταφράσει τραγωδίες του Ευριπίδη [...] έχει τατουάζ με θεότητες και σύμβολα του αρχαίου κόσμου, ενώ η μεσαία κόρη της ακούει στο όνομα Ψυχή (Psyche). Σας μισεί γι’ αυτήν την έμπνευση; “Όταν ήταν στο νηπιαγωγείο και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού τα παιδιά της τραγουδούσαν το “Psycho Killer” των Talking Heads. Τώρα πλέον το έχει αποδεχτεί…”». 

Όπως ίσως θα παρατηρείτε «η σύνδεση με νοήματα» είναι κάτι που διαφέρει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τη χώρα που ζει κανείς. Οι επιλογές της «διακεκριμένης» καθηγήτριας για τα συγκεκριμένα τατουάζ, στην Ελλάδα, θα τη στιγμάτιζαν με εντελώς διαφορετικές συνδηλώσεις από ό,τι εικάζω συμβαίνει στη χώρα της. Παραμένω όμως και πάλι αμφίθυμος. Τα τατουάζ με «θεότητες και σύμβολά του αρχαίου κόσμου», δηλαδή, δεν είμαι διόλου σίγουρος ότι δεν υποδηλώνουν βαθύτερη δυσλειτουργία αισθητικού κριτηρίου. Αφήνω το όνομα της κόρης της ασχολίαστο. 

— Διάβασα τη συνέντευξη «Animal στο ατελιέ του Μόραλη» (Καθημερινή, 1/10/23) που παραχώρησε ο Eric Burdon στη Μάρω Βασιλειάδη. Τώρα, εδώ, το σχόλιο έχει να κάνει με το ότι θα περίμενε κανείς το όνομα «Burdon» να μην μεταγράφεται στα ελληνικά ως «Μπάρτον». Βέβαια, θα μου πείτε, έτσι το λέμε στην Ελλάδα, όπως λέμε και τον Richard Burton, «Μπάρτον». Πώς είναι το ορθό; «Μπέρντον» και «Μπέρτον». Στην ίδια συνέντευξη βέβαια διαβάζουμε και για τον «Αιχμάλωτο της Τζέντα». Ο αιχμάλωτος όμως, πολύ φοβάμαι, δεν έχει να κάνει με τη Σαουδική Αραβία. Ας υποθέσουμε ότι ξέφυγε ένα «Τ» κι ας το προσπεράσουμε. Μια που βρίσκομαι όμως εδώ, ας αναφέρω, αφού μου το επεσήμανε τακτικός αναγνώστης της στήλης: στις «Προθήκες» (Βήμα, 1/10/23), στο σύντομο σημείωμα παρουσίαση για το βιβλίο Μνήμες λουσμένες στο όνειρο. Η τέχνη του πολλαπλού από τη συλλογή του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, που υπογράφει η Λαμπρινή Κουζέλη, διαβάζουμε: «Το πολυπρόσωπο ζωηρόχρωμο τσίρκο του Φερνάντ Λεζέρ». Το όνομα είναι Λεζέ, όπως βέβαια είναι και Φερνάν, αλλά ας μην γίνομαι υπερβολικός, γιατί τότε θα έπρεπε να σας πω ότι και αυτό το ampersand «&», που εμφανίζεται ανάμεσα στο «Βασίλη» και «Ελίζας» του ιδρύματος, συνιστά ατόπημα στη μετάφραση του «B&E Goulandris Foundation». 

— Αλλά επειδή έχω καιρό να αναφέρω και κάτι από τα αρκετά αξιόλογα που εξακολουθεί ακόμη να μπορεί να διαβάσει κανείς στις “μεγάλης κυκλοφορίας” εφημερίδες, ας αναφέρω το αφιέρωμα στο Νομπέλ Λογοτεχνίας «Το Νομπέλ Λογοτεχνίας στον 21ο αιώνα – Ταυτότητα, αμφισβήτηση, αναστοχασμός» στην ενότητα «Νέες Εποχές» (Βήμα, 1/10/23). Παραθέτω δύο παραγράφους. Πρώτα, από το κείμενο της Λίζυς Τσιριμώκου και, στη συνέχεια, από αυτό του Δημήτρη Αγγελή – στο αφιέρωμα συμμετείχε και ο Νίκος Μάντης. 

«Τείνει το Νομπέλ να γίνει ένα βραβείο όπως πολλά άλλα και να διατηρεί απλώς μια ιστορική αξία, παράσημο στο πέτο ενός βετεράνου για το “σύνολο του έργου του”; Χρειάζονται οι λογής “εθνικές” λογοτεχνίες την επικύρωσή του για να μπουν στο παιχνίδι της παγκόσμιας λογοτεχνίας και να αναδειχθούν; Έχει τη δύναμη να αναστατώνει κάθε Οκτώβριο το λογοτεχνικό κατεστημένο και να αναπροσανατολίζει, έστω και λίγο, τον λογοτεχνικό κανόνα δημιουργώντας συζητήσεις, αντεγκλήσεις, διαφωνίες, κοντολογίς έναν ζωηρό διάλογο; Νομίζω πως εξακολουθεί να το κάνει, μολονότι αισθητά πιο άτονα. Παρά ταύτα είναι θεσμός υπολογίσιμος, με παρελθόν και μέλλον και έχει πολλαπλώς αποδείξει το παροιμιώδες fluctuat nec mergitur».    

«Για να το πω αλλιώς: για ορισμένους από εμάς που θεωρούμε τη λογοτεχνία την τελευταία θρησκευτική αίρεση στον κόσμο και επενδύουμε υπαρξιακά σε αυτήν μεσσιανικές προσδοκίες, η κατ’ έτος ανακοίνωση του βραβείου ισοδυναμεί με αιφνίδια αγιοκατάταξη ενός απ’ τους θαυματουργούς ιερείς της». 

Μου αρέσει ιδιαιτέρως αυτή η θέση του κ. Αγγελή, καθώς, «για ορισμένους από εμάς», και η ίδια η έννοια της θρησκείας μόνο ως λογοτεχνία δύναται να προσεγγίζεται.