Skip to main content
Δευτέρα 29 Απριλίου 2024
I know what you did last week (27/6-3/7/23)

Quote της εβδομάδας: «“Δεν ήταν εύκολη υπόθεση αυτά τα αρχαία ελληνικά”», μου λέει γελώντας ο Χάρισον Φορντ στη διαδικτυακή μας συνέντευξη». Από το «Ο “Ίντι” και το τελευταίο franchise» (Καθημερινή, 2/7/23) του Αιμίλιου Χαρμπή.

 

«Ο Μιχάλης Σταυρόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Με πολύχρονη και εκτενή ακαδημαϊκή έρευνα, συγγράφει και δημοσιεύει επιστημονικά δοκίμια και άρθρα σε περιοδικά, σε ελληνικά και διεθνή ακαδημαϊκά φόρουμ με φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και ιστορικοκοινωνικά θέματα. Το μυθιστόρημα «Υπόσχεση» (εκδ. Αρμός) αποτελεί ένα συναρπαστικό κοινωνικό ψυχογράφημα. Ενα μαγικό οδοιπορικό με ιστορίες γεμάτες μυστικά, αποκαλύψεις, έρωτα, πόνο, αλλά και στιγμές λύτρωσης». 

Αυτό είναι το βιογραφικό του συγγραφέα της εβδομάδας που εμφανίζεται στη στήλη «500 Λέξεις» (Καθημερινή, 2/7/23) που επιμελείται η Αλεξάνδρα Σκαράκη. 

Παραθέτω και τις δύο τελευταίες ερωτήσεις της στήλης που συνήθως αναφέρονται σε κάτι που σχετίζεται με το υπό παρουσίαση βιβλίο: 

«[Ερ.] Σε ποιον προβληματισμό οδηγείται ο αναγνώστης αναφορικά με τη ζωή;

[Απ.] Ο οξύς προβληματισμός του έργου, μπροστά στο διπλό σταυροδρόμι της ζωής μας, είναι πoιον δρόμο καλούμαστε τελικά να ακολουθήσουμε; Τον εύκολο δρόμο μια ανήθικης ευημερίας ή τον δύσκολο δρόμο της ηθικής, της καλοσύνης και της αγάπης;

[Ερ.] Τι σημαίνει ο τίτλος, σε ποια υπόσχεση αναφέρεται;

[Απ.] Η «Υπόσχεση» είναι όλη η ζωή μας. Είναι η υπόσχεση στον εαυτόν μας να γίνουμε καλύτεροι και να μεταδώσουμε την αλήθεια με κάθε τίμημα. Υπόσχεση είναι αυτό που πρέπει να διακρίνουμε ως μια πηγή καθαρής ενατένισης της ομορφιάς, δηλαδή αυτό που θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε ως ένα υποφώσκον κάλλος».

Ο κ. Σταυρόπουλος με την «[...] πολύχρονη και εκτενή ακαδημαϊκή έρευνα, συγγράφει και δημοσιεύει επιστημονικά δοκίμια και άρθρα σε περιοδικά, σε ελληνικά και διεθνή ακαδημαϊκά φόρουμ με φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και ιστορικοκοινωνικά θέματα» μας λέει ότι ο «οξύς προβληματισμός του έργου» εντοπίζεται στον «δρόμο «που καλούμαστε να ακολουθήσουμε». Είναι ακριβώς αυτές οι απαντήσεις που γέρνουν την πλάστιγγα ώστε, στην απίθανη περίπτωση που κάποιος αμφιταλαντευόταν, να μην ασχοληθεί με το βιβλίο του κ. Σταυρόπουλου. Απορώ πολλές φορές γιατί δεν βοηθάει κάπως η σύνταξη μήπως και διασωθεί ο άμοιρος συγγραφέας που μόνος του καταφέρνει να υποσκάπτει τον εαυτό του. 

— Διάβασα τη συνέντευξη «Θέατρο είναι η σήψη των σπλάχνων μου» (Καθημερινή, 2/7/23) που παραχώρησε η Ρούλα Πατεράκη στη Γιώτα Μυρτσιώτη. Η συνέντευξη νοσεί σκηνοθετικά. Παραθέτω: «Ακούμπησε τα μαύρα γάντια της στο τραπεζάκι του κυλικείου. Τα δάχτυλά της, συνήθως γαντοφορεμένα χειμώνα - καλοκαίρι, κρατούσαν ένα φλυτζάνι καφέ που απολάμβανε με ηρεμία, σχεδόν με στάση αυτοσυγκέντρωσης λίγο πριν ξεκινήσουν οι πρόβες στο Θέατρο Δάσους. [...] Γέννημα της Θεσσαλονίκης και θρέμμα της στα πρώτα θεατρικά της βήματα πριν ριζώσει στην Αθήνα, κινούμενη στην αβανγκάρντ. Αντιστάρ, απεχθάνεται όσο τίποτα τα σταριλίκια το φαινόμενο της εποχής. “Και το όνομά μου αλλάζω, τα πάντα αλλάζω για να μη με αναγνωρίζουν. Ειδικά τώρα που μεγαλώνω, αυτό που μου έμεινε είναι η ουσία του τίποτα. Του μη εαυτού μου. Αυτό που θέλω είναι να μπορώ μόνο να αναπνέω μέσα από κάποιους ρόλους. Να ξεφεύγω από την καθημερινότητα του εαυτού μου. Όμως σπανίως το καταφέρνω, ίσως πολύ λίγες στιγμές”». 

Η εισαγωγή από μόνη της αναιρεί κάθε κουβέντα για το αντισταριλίκι (sic) που λίγες γραμμές παρακάτω διατυπώνει η κ. Μυρτσιώτη. Κρίμα, γιατί η κ. Πατεράκη λέει ενδιαφέροντα πράγματα με αφορμή τη εμφάνισή της ως Εκάβη στις Τρωάδες του Ευριπίδη (ΚΘΒΕ 6 και 7 Ιουλίου). Φαίνεται όμως ότι το σκηνοθετικό δαιμόνιό της δεν την αφήνει να παρουσιάσει τον εαυτό της εκτός ρόλου ούτε στιγμή.

— «Χρώματα εκρηκτικά, αισιόδοξα, εντυπωσιακά, χρώματα που θυμίζουν το ατέλειωτο ελληνικό καλοκαίρι. Το ΒΗΜΑgazino-Summer Issue είναι εδώ για μια ακόμη χρονιά. Ένα ειδικό τεύχος, πολυσέλιδο, εκθαμβωτικό, γεμάτο μοναδικές φωτογραφίσεις, λάμψη, ωραίους ανθρώπους, αποκλειστικότητες. Ένα τεύχος που σίγουρα είναι διαφορετικό από αυτά που συνηθίζουμε να βγάζουμε στον «αέρα». Το ΒΗΜΑgazino Summer Issue σάς ταξιδεύει μαζί μας. Σας ταξιδεύει σε κόσμους μαγικούς, σας επιτρέπει να ξεναγηθείτε σε πράγματα και καταστάσεις που ίσως δεν γνωρίζετε, σας… φέρνει αντιμέτωπους με ευχάριστες, πολύ ευχάριστες εκπλήξεις. Ένα ατέλειωτο, ολόχρυσο, παρά τα όποια προβλήματα, ελληνικό καλοκαίρι, ξεκινάει. Εμείς έχουμε για εσάς τους καλύτερους νησιωτικούς προορισμούς στην Ελλάδα και τον κόσμο, τα ωραιότερα σπίτια πάνω στο νερό, τα extreme sports σε… όλο τους το μεγαλείο, τα πλέον σύγχρονα σκάφη που σχεδιάζονται αυτή τη στιγμή (αλλά και τα always classic),τα super spa, τα θεαματικότερα rooftops, υψηλή γαστρονομία, προτάσεις για διασκέδαση, τα καλύτερα βιβλία της αγοράς, προτάσεις για σινεμά κ.ά. ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!» (ΒΗΜΑgazino, 2/7/23).

Δεν χρειάζεται να πω καν ποια υπογράφει το συγκεκριμένο κείμενο. Η αλήθεια είναι ότι δεν εκπλήσσεται κανείς ούτε με το τι γράφει η κ. Σφέτσα ούτε με το πώς το γράφει. Εξάλλου, καιρό τώρα έχω πάψει να τη σχολιάζω. Παρέθεσα το συγκεκριμένο editorial ως αντίστιξη στην κριτική «Η θέα από το μπαλκόνι του ελληνικού καλοκαιριού» (Καθημερινή, 2/7/23) της Μαρίας Τοπάλη για την ποιητική συλλογή του Ορφέα Απέργη, Δασκαλόπετρα (Νεφέλη: 2022). Πέρα από το λάθος στα στοιχεία της συλλογής όπου ο τίτλος έχει μεταγραφεί ως «Δασκαλόπτερα», αναφέρω ως αρνητικό για τη διθυραμβική κριτική το ότι η κ Τοπάλη δεν κρύβει τη φιλία της ή τουλάχιστον τη συμπάθειά της προς τον ποιητή. Προσπαθεί να το κρύψει αλλά της ξεφεύγει. Όταν γράφει αυτό το «[σ]το τέλος του βιβλίου, με γνήσια απέργειο τρόπο [...]» δεν μπορεί ο αναγνώστης παρά να αναρωτηθεί πόθεν αλλά και πώς ο κ. Απέργης απέκτησε «απέργεια» γραφή. Σε ποιο βαθμό δηλαδή είναι αναγνωρίσιμη η γραφή του που να αξιώνεται τον συγκεκριμένο προσδιορισμό; Ρητορική η ερώτηση. Αυτά δεν έχουν να κάνουν με τον λόγο που αναφέρω την κριτική. Γράφει η κ. Τοπάλη: «[...] ο Απέργης ευφυώς συνυφαίνει στο έργο αυτό το μοτίβο του πρόσφυγα, με δύο μακροσκελείς ποιητικές συνθέσεις που παρεμβάλλει στον μεθυστικό κυματισμό των πολυάριθμων μικρών ποιημάτων. Οι δύο “πρόσφυγες”, λοιπόν, λειτουργούν πολλαπλώς. Παρηχείται, παραφράζεται ασφαλώς αλλά και χρησιμεύει ως γόνιμη αναφορά ο σολωμικός “Πόρφυρας” με ό,τι αυτό συνεπάγεται. [...] Περαιτέρω, με την πολιτική-επικαιρική διάστασή της η προβληματική του πρόσφυγα χρησιμεύει αφενός για να μετονομάσει σύγχρονες περιπέτειες της ποιητικής ιδιότητας, αφετέρου για να υπονομεύσει το επιφανειακό στερεότυπο της αιγαιοπελαγίτικης ομορφιάς. “Το καλοκαίρι είναι πάντα ένα μπαλκόνι απρόσκοπτο”, γράφει ο Απέργης στον πρώτο στίχο. Έπειτα από αρκετές αναγνώσεις των ποιημάτων που ακολουθούν αρχίζει να αναρωτιέται κανείς πόσα αντέχουμε άραγε να ατενίσουμε από το μπαλκόνι αυτό».  

Αυτό το «Το καλοκαίρι είναι πάντα ένα μπαλκόνι απρόσκοπτο» του Απέργη, διατείνομαι, έτσι όπως το “μεταγράφει” και το σχολιάζει η κ. Τοπάλη, ότι στέκεται αντιστικτικά προς την πρόταση της κ. Σφέτσα «Χρώματα εκρηκτικά, αισιόδοξα, εντυπωσιακά, χρώματα που θυμίζουν το ατέλειωτο ελληνικό καλοκαίρι». «[...] [Π]όσα αντέχουμε άραγε να ατενίσουμε από το μπαλκόνι αυτό»;