Skip to main content
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (28/11-4/12/22)

— Γιορτές έρχονται, παραθέτω την πρώτη και την τελευταία πρόταση από το editorial της κ. Μαργαρίτας Σφέτσα (Το Βήμα - Πολιτισμός, 4/12/22): «Στο Μαϊάμι όλα μοιάζουν καλοκαίρι» και «Το χρήμα κινεί τα πάντα και βέβαια την τέχνη…». Επειδή όμως μετά διάβασα και το editorial της στο ΒΗΜΑGAZINO – Christmas Wishes Special Issue δεν μπορώ να αντισταθώ, κι εδώ, στην πρώτη και την τελευταία πρόταση: «Λίγα μόλις χρόνια πριν, οι περίφημες αδελφές Όλσεν συνδύασαν για τις ανάγκες της παρουσίασης συλλογής τους για το brand The Row λευκούς χαλαζίες και μαύρες τουρμαλίνες, επιθυμώντας να τα χαρίσουν στο φανατικό κοινό τους και να παίξουν ένα αστραφτερό παιχνίδι, που είχε όμως να κάνει με τη φύση, το συναίσθημα, την επιστήμη, το σύμπαν» και «Ένα κρυστάλλινο βραδινό φόρεμα, ένα χειροποίητο κοστούμι από τη Savile Raw (sic) και οι ακριβότερες σαμπάνιες στον κόσμο συμπληρώνουν το παζλ ενός εκθαμβωτικού σκηνικού για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. 

— «– Με τι θυμώνεις;

Με το ότι θα πεθάνω –θα μου πεις και ποιος δεν τον φοβάται τον θάνατο– κάποτε και δεν θα ξαναϋπάρξω ποτέ, τα άλλα είναι βλακείες. Δεν μπορώ να ακούω ανθρώπους να λένε «εγώ είμαι συμφιλιωμένος με τον θάνατο».

Η φοβία θανάτου κάνει την εμφάνισή της με πολλούς και ύπουλους τρόπους. Εκεί που είναι ο θάνατος δεν είμαι εγώ, λέει ο Επίκουρος με έναν στοχασμό που αποπειράται να παρακάμψει το έλλογο, αλλά δεν διαπιστώνω να έχει ξεγελάσει ποτέ κανέναν. Διάβασα τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Κώστας Κουτσολέλος (εφεξής ΚΚ) στον M. Hulot στη (Lifo, 4/12/22) και την προτείνω ανεπιφύλακτα. Όσο κι αν κάποιος θέλει να τη δει ως μέρος του μηχανισμού προώθησης του τελευταίου θεατρικού στο οποίου συμμετέχει ο ηθοποιός δεν μπορεί να προσπεράσει τη στάση του που κυριαρχεί στο κείμενο. Τι στάση όμως είναι αυτή; Καταρχάς, είναι στάση όχι με την έννοια της πόζας, αλλά της παύσης. Ο ΚΚ, κι εδώ αντλώ και από την παρουσία του στο Φέισμπουκ, περιγράφει και συνοψίζει τόσο το αδιέξοδο της κοινωνικής δικτύωσης όσο και των θεατρικών δρώμενων της εποχής.

«Δεν είμαι πια ένα νέο παιδί που έχει ανάγκη να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του, να δει ότι του έγραψαν κάτι καλό, είναι κάτι που έχει τελειώσει. Είμαι πενήντα τριών χρονών, ό,τι ήταν να κάνω το έκανα. Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι μετά τα σαράντα βαριούνται τη ζωή, έκαναν ό,τι ήταν να κάνουν, δεν βλέπουν καμία καινούργια πίστα, έχουν γεράσει και λίγο, έχουν κουραστεί και λίγο, και επιπλέον ο δρόμος που είχαν διαλέξει δεν μπορεί να αλλάξει με τίποτα». 

«Νομίζω ότι οι παραστάσεις, αυτές τουλάχιστον που παίζονται στη θεατρική Αθήνα, δεν είναι φτιαγμένες προς αυτή την κατεύθυνση, να σε συγκλονίσουν, να σε ταράξουν. Είναι φτιαγμένες ώστε να είναι ωραίες, άρτιες και μετά να μπορείς να συζητήσεις γι’ αυτές.

Να πάνε οι κυρίες, οι «κριτικές», αυτές που γράφουν κριτική, και οι άλλες, οι θεατρόφιλες, οι οποίες επιζητούν κι ένα θέατρο μες στη ζωή τους για να μην είναι ρηχές, και να συζητήσουν μετά, να πουν «πολύ ωραία παράσταση», τις απόψεις τους, να εξακολουθήσουν να υπάρχουν όπως και πριν από την παράσταση».

Ο ΚΚ, τον λογαριασμό του οποίου παρακολουθώ τα τελευταία δύο χρόνια, προτάσσει με μεγάλη επιτυχία την εικόνα κάποιου που βαριέται να γράφει αυτά που γράφει. «[...] γράφω τα ίδια και τα ίδια πια και οι άλλοι που γράφουν είναι τόσο βαρετοί. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αυτό το μέτριο που κάνω ξεχωρίζει από τις άλλες υπερβαρεμάρες». Ποσώς ενδιαφέρει αν η εικόνα αυτή έχει κάποια σχέση με την πραγματικότητα. Στάθηκα στο εισαγωγικό σχόλιο του M Hulot: «Η περσόνα του στο Facebook είναι από τις πιο δημοφιλείς, και από τις πιο αγαπητές, ίσως επειδή γράφει σύγχρονα χαϊκού με τα οποία όλοι μπορούν να ταυτιστούν». Το να παρακολουθείς τον ΚΚ στο Fb και να τον φαντάζεσαι να σκαρώνει χαϊκού, συνιστά άσκηση ειρωνείας και εξάσκηση στο χαμόγελο. Τα τηλεγραφικά ποστ του, με πλήρη απουσία τονισμού και στίξης, βγάζουν προς τον κόσμο όχι απλώς την επίφαση της προχειρότητας του μηνύματος –το οποίο ουκ ολίγες φορές δεν είναι καθόλου επιφανειακό– αλλά κυρίως την προχειρότητα νοητικής στοίχισης του συντάκτη τους. Ως αποτέλεσμα, ο ΚΚ, εμπλέκει το κοινό σε μια διάδραση/καθρέφτισμα που ενσωματώνει υποψίες κατάθλιψης, ειρωνείας, αυτοσαρκασμού, και αυτοκαταστροφής μέσω ενός δρώμενου που φαντάζει σαν να υποβάλλει συντάκτη και κοινό σε ένα αμοιβαίο μαρτύριο που αμφότεροι θα ήθελαν να απαλλαγούν από τον βρόχο του –μια καθόλα δόκιμη αίσθηση– που όμως, εικάζω, αποκτά μεγαλύτερη δυναμική όσο πιο έντονη γίνεται η αίσθηση του επίπλαστου αδιεξόδου του. Παράλληλα, ο ΚΚ, επιδεικνύει και συμπτώματα μιας αίσθησης ευθύνης απέναντι σε ένα κοινό, μικρό ή μεγάλο, που αναμένει μια σανίδα σωτηρίας από ένα στιγμιαίο γέλιο. «Κι αυτό το προφίλ πρέπει να το συντηρείς καθημερινά, δεν γίνεται να γράφεις όποτε σου ’ρχεται. Και πόση έμπνευση να υπάρχει να γράψεις κάτι; Οπότε παίρνεις το θέμα της ημέρας που γράφουν όλοι, περιμένουν πώς και πώς να γίνει ένα κακό στον κόσμο για να το καυτηριάσουν. Και βλέπεις το ίδιο ποστ χίλιες φορές».

Ο ΚΚ, χαρακτηριστικά αντιφατικός, εμφανίζεται ως ο σεξουαλικά ντεφορμέ στρέιτ που όμως ως κατακλείδα της συνέντευξης του επιλέγει να δηλώσει ότι τουλάχιστον επιθυμεί «[...] να κάν[ει] σεξ με όσο πιο πολλές γυναίκες μπορ[εί]…». Δήλωση, αν μη τι άλλο, αφοπλιστικής ειλικρίνειας που ελάχιστοι παραδέχονται. Ο ΚΚ πείθει όμως ότι δεν περιμένει να ζήσει μέσω της σεξουαλικής επαιτείας που αναμφίβολα προάγει η κοινωνική δικτύωση. Πιστός στη μανιέρα του αντικομφορμιστή, ο οποίος όσο κρατιέται μακριά από τα κέντρα εξουσίας/θεάματος εμφανίζεται αιχμηρός, δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να έχει λάιβ εκπομπή για να αποκαθηλωθεί μέσα από ένα blaze of glory, αφού θα έκαιγε κάθε γέφυρα προς το σύστημα το οποίο τον τροφοδοτεί με δουλειά. Η φοβία θανάτου, επαναλαμβάνω, κάνει την εμφάνισή της με πολλούς και ύπουλους τρόπους.   

— Διάβασα ένα άρθρο που μου είχε ξεφύγει στο αγαπητό Bookpress: «“Γράφε για όσα ξέρεις”: Δεκατέσσερις Έλληνες λογοτέχνες αποτιμούν την πιο διάσημη συγγραφική συμβουλή». 

Θα σχολιάσω μερικές απαντήσεις, που, όπως και την προηγούμενη εβδομάδα, όπως και όλες τις εβδομάδες που έχουν προηγηθεί δεν έχουν ποτέ ως σκοπό να υπαγορεύσουν σε κάποιον τι θα ήταν σωστό να πει. Μου φαίνεται εξωφρενικό ότι εξηγώ, 27 εβδομάδες τώρα, το σκεπτικό της στήλης αλλά πάντα κάποιος νομίζει ότι βάλλεται προσωπικά. Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι διαβάζω τις απαντήσεις αυτές, καθώς προέρχονται από καταξιωμένους συγγραφείς, και τις αξιολογώ και ως κράχτες του έργου τους. 

Έτσι, παραθέτω μέρος της απάντησης του Θοδωρή Γρηγοριάδη: 

«Αν έπρεπε να συμβουλεύσω κάποιον νεότερο, που θα ήθελε να ανοιχτεί στο γράψιμο, θα του έλεγα να αφουγκράζεται τον εαυτό του όπως είναι και όπως θα τον φανταζόταν· επίσης θα του έλεγα να γράψει αληθινά όχι με την έννοια τη ρεαλιστικότητας αλλά της πειστικότητας. Χρειαζόμαστε αυθεντικές και μοναδικές φωνές και όχι απομιμήσεις» λέει ο συγγραφέας και πραγματικά με προβληματίζει με την κοινοτοπία της σκέψης, ενώ απλώς θα μπορούσε να πει αυτό που κλείνει την απάντησή του: «[...] πάνω απ’ όλα διάβασε όσο μπορείς, κλασικούς και νεότερους, διάβαζε πάντως. Κι ας γράψεις για όσα διαβάζεις».

Όπως διεκπεραιωτική είναι και η απάντηση της Λένας Διβάνη. Παραθέτω και πάλι απόσπασμα: «Να γράφεις όχι αυτό που ξέρεις αλλά αυτό που σε καίει και σε τσουρουφλίζει. Αυτή η εσωτερική φλόγα, αν έχεις ταλέντο και υπομονή, θα μεταφερθεί και στους ανθρώπους που θα σε διαβάσουν. Στοιχηματίζω ότι αυτή η φλόγα είναι που κάνει τόσα πολλά πρώτα μυθιστορήματα καταπληκτικά. Γιατί ο συγγραφέας έχει σωρεύσει εκ γενετής τόσο πυρ εντός του που όταν επιτέλους τολμήσει ν’ ανοίξει την πόρτα για να βγουν οι πρώτες λέξεις ανεβαίνει αυτομάτως η θερμοκρασία και στις ψυχές των αναγνωστών». Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά είθισται να λέει ο θυμόσοφος λαός αλλά στην περίπτωση της συγγραφής η κατάσταση τείνει να περιπλέκεται κάπως καθώς ελάχιστες φορές η κάπνα ακολουθείται από κάποιου είδους φλόγα.

Η Δήμητρα Κολλιάκου όμως αναφέρει κάτι πολύ ουσιαστικό: «Πρέπει να εκμηδενίσεις την απόσταση που σε χωρίζει από τα πρόσωπα και τα πράγματα για τα οποία γράφεις, και ταυτόχρονα να βάλεις μια απόσταση, για να μπορέσεις να δώσεις υπόσταση στη γραφή. Είναι μια δύσκολη ισορροπία, που δεν κατακτιέται άπαξ δια παντός. Το να μένει κανείς προσκολλημένος στα ίδια, είτε ως συγγραφέας είτε ως άνθρωπος, είναι ένδειξη παρακμής».

Ας εξηγήσω γιατί πιστεύω ότι αυτή είναι πολύ σοβαρή απάντηση: ο συγγραφέας είναι μια καλοκουρδισμένη, καλολαδωμένη αφηγηματική μηχανή που γνωρίζει καλά πού θέλει να πάει έστω κι αν δεν έχει υπόψη του όλες τις λεπτομέρειες για το πώς θα φτάσει εκεί. Το «πού» το γνωρίζει, το «πώς» το βγάζει στο φτερό. Και το «φτερό» αυτό δεν είναι άλλο από το κενό ανάμεσα στον εαυτό του και στον παραμυθά που του επιτρέπει να βλέπει με άλλο μάτι τα δικά του κατασκευάσματα, σχεδόν ταυτοχρόνως με την κατασκευή τους. Αν υπάρχει ταλέντο, αυτό συνίσταται στη μεγάλη χωρικά, και πρόωρη χρονικά, δημιουργία του κενού. Το κενό, η απόσταση που δίνει υπόσταση –που υπαινίσσεται η κ. Κολλιάκου– είναι ο χώρος που επιτρέπει στον συγγραφέα, πάνω στη συγγραφή, να κοντοστέκεται και να αναζητά ακριβώς τη λέξη ή την έκφραση που θέλει. Στο κενό αυτό ισορροπεί· εκεί πατάει και ψάχνει το σωστό βάσει του κριτηρίου που έχει σμιλέψει. Το κριτήριο εδράζεται στο κενό, που τελικά μόνο κενό δεν είναι. Φυσικά και θα προμηθευτώ το τελευταίο βιβλίο της κ. Κολλιάκου.

«Έτσι κι αλλιώς ο προικισμένος αφηγητής δεν ανακαλεί ποτέ αυτούσια τα προσωπικά συμβάντα· στην ουσία τα εφευρίσκει εκ νέου», λέει πολύ σωστά ο Νίκος Μάντης, το τελευταίο μυθιστόρημα του οποίου αναμένει ήδη τη σειρά του προς αξιολόγηση. 

«Η αλήθεια της πραγματικότητας είναι άλλη από την αλήθεια της λογοτεχνίας», υπογραμμίζει ορθά ο Μιχάλης Μοδινός.

Την κορυφαία απάντηση του άρθρου θα την είχε δώσει ο Αχιλλέας Κυριακίδης αν είχε παραμείνει πιστός στις δύο πηγαίες προτάσεις που ανοίγουν την απάντησή του:

«Αποκλείεται αυτή η ηλίθια συμβουλή προς συγγραφείς να προέρχεται από έναν εξόχως ευφυή άνθρωπο όπως ο Μαρκ Τουέιν.

Πιθανόν να την εξέφρασε ο Χέμινγουεϊ, μετά από οκτώ ντάκιρι». 

Μετά όμως, φευ, ενέδωσε στους κανόνες του άρθρου, και αλλοίωσε την αναπόδραστη αλήθεια.