Skip to main content
Σάββατο 27 Ιουλίου 2024
I know what you did last week (28/5-3/6/24)

— Παραθέτω αποσπάσματα από δύο συνεντεύξεις:

«– Στους δικούς σας στίχους έχετε περιγράψει μια Ελλάδα που με έναν τρόπο θέλει τρέλα για να την αγαπάει κανείς αλλά το κάνει. Σήμερα αυτές οι αντίρροπες δυνάμεις του τόπου σας πού βρίσκονται;

– Θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα βγει από την Ελλάδα, ήμουν 20 χρονών και πήγα για σπουδές στις Βρυξέλλες. Οταν γύριζα στην Αθήνα, την έβλεπα από ψηλά στο αεροπλάνο και έλεγα «Ναι, είναι λίγο χάλια η Αθήνα, αλλά είναι η πόλη μου, την αγαπάω». Τη μάνα σου δεν την αγαπάς επειδή είναι όμορφη. Την αγαπάς επειδή είναι μάνα σου. Πήγα πρόσφατα στη Νέα Υόρκη. Γύρισα με μεγάλο ενθουσιασμό στην Αθήνα. Όσο περνάνε τα χρόνια, αισθάνομαι και πιο τυχερός που ζω στην Ελλάδα. Παρ’ όλα τα στραβά και τα ανάποδα που μας ταλαιπωρούν. Στη ζυγαριά υπερισχύουν σαφώς τα πράγματα που αγαπάω». (Νίκος Πορτοκάλογλου, «Όσο περνάνε τα χρόνια, αισθάνομαι και πιο τυχερός που ζω στην Ελλάδα», Καθημερινή, 2/6/24, στην Ελένη Τζαννάτου).

«Ποια ήταν η καλύτερη δεκαετία της Αθήνας; Γιατί;

Αυτή που διανύουμε γιατί νομίζω ότι είναι στο peak της η ζωή της πόλης. Η Αθήνα έχει γίνει μια μητρόπολη. Βλέπεις στο δρόμο «ντόπιους» ξένους, πολύ ωραίο κόσμο που έχει εγκατασταθεί εδώ» (Στεφανία Γουλιώτη, Athens Voice, 2/6/24, στην Ιωάννα Γκομούζα).

Χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω ότι αμφότεροι απαντούν με ειλικρίνεια, στο πλαίσιο βέβαια μιας συνέντευξης σε μεγάλο μέσο, νομίζω ότι θα θέλαμε να δούμε ανθρώπους, που έχουν καταφέρει όσα ο Πορτοκάλογλου και η Γουλιώτη, να μιλούν περισσότερο για τα αρνητικά της χώρας και, αντιστρόφως, ανθρώπους που δεν έχουν καταφέρει πράγματα να μιλούν για τα θετικά: για το πόσο τυχεροί αισθάνονται που ζουν στην Ελλάδα, ή για το ότι ζούμε στο «peak» της Αθήνας. Σας ξενίζει άραγε κάτι τέτοιο; Φαίνεται παράταιρο να ζητάει κανείς να στηλιτεύει ο επιτυχημένος και να εξαίρει ο "αποτυχημένος"; Είναι τελικά εντελώς βαρετό να διαβάζει κανείς τις απαντήσεις τόσο του κ. Πορτοκάλογλου όσο και της κ. Γουλιώτη, γιατί λένε το αναμενόμενο. Γιατί είναι μόνο εύλογο κάποιος που βρίσκεται στη θέση τους να νιώθει τυχερός που ζει στην Ελλάδα αλλά και να βλέπει την Αθήνα στο «peak» της. Δεν ξέρω. Η απάντηση της κ. Γουλιώτη με προβλημάτισε. Θα ήθελα δηλαδή να μπορούσε να απαντήσει την ίδια ερώτηση και μια γυναίκα από την Αθήνα του Περικλή.    

 

— Διάβασα το «Ο Χριστός του Παζολίνι» (Καθημερινή, 2/6/24) του Σταύρου Ζουμπουλάκη. «Κλείνουν φέτος εξήντα χρόνια από την πρώτη προβολή της ταινίας του Παζολίνι “Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο”». Ο κ. Ζουμπουλάκης θα δώσει επιχειρήματα, γιατί η ταινία δεν είναι μαρξιστική. Εάν κάποιος δεν είναι ούτε πιστός ούτε μαρξιστής, τα σημεία αυτά παρουσιάζουν λίγο ενδιαφέρον. Αντιθέτως, η συνέχεια, το ότι ο Παζολίνι είχε αποφασίσει να γυρίσει μια ταινία «[...] που θα παρακολουθεί πιστά το ευαγγέλιο, αλλά δεν θα είναι έργο θρησκευτικό ούτε ιδεολογικό, αλλά έργο ποίησης» παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Κάποιος βέβαια που δεν είναι ούτε πιστός ούτε μαρξιστής, δυσκολεύεται να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα στο «θρησκευτικό» και στο «ιδεολογικό», αλλά ας πούμε, χάριν συζήτησης, ότι διαισθητικά μπορούμε να αντιληφθούμε τη διάκριση. Η ουσία εξάλλου εντοπίζεται σε αυτό το «έργο ποίησης». 

Γράφει ο κ. Ζουμπουλάκης:       

«Ο Παζολίνι δεν γύρισε καμία μαρξιστική ταινία, αλλά ένα αριστουργηματικό ποίημα, στο οποίο διάβασε την προσωπική του ιστορία μέσα στην ευαγγελική ιστορία του Χριστού. Ο Χριστός του Παζολίνι είναι οπωσδήποτε ο Χριστός του Ματθαίου, μα είναι και ο δικός του, ο Χριστός που τον σαγηνεύει και με τον οποίο ταυτίζεται. Μικρό τεκμήριο αυτής της ταύτισης αποτελεί και το γεγονός ότι τον ρόλο της Παναγίας τον καιρό του Πάθους τον ανέθεσε στη μάνα του. Ο Χριστός της ταινίας [...] πορεύεται ακατάπαυστα, ακαταπόνητα, σε διαρκή υπερένταση. Μόνο όταν βλέπει μικρά παιδιά ιλαρύνεται το αδρό πρόσωπό του και χαμογελάει. Έρχεται να μεταφέρει ένα ριζικά ανατρεπτικό μήνυμα, το οποίο ουσιαστικά δεν το καταλαβαίνει κανείς. [...] Μπορεί έδώ ο Παζολίνι να ταυτίζεται με τον Χριστό, με την έννοια ότι και εκείνος αισθάνεται πως κανείς δεν κατανοεί τον λόγο που κομίζει, δεν παύει όμως να μένει ευαγγελικά ακριβής: ούτε καν οι μαθητές δεν κατανοούν ποιος ήταν ο Ιησούς. [...] Ο Παζολίνι διαβάζει, όπως είπαμε, τη δική του ιστορία στον Ιησού του Ματθαίου: Νιώθει και αυτός ένας προφήτης μόνος, ακατανόητος, που συγκεντρώνει πάνω του το θανάσιμο μίσος της εξουσίας και της κοινωνίας, με σπαραχτική αγάπη για τους φτωχούς και τους απόβλητούς. Αυτή ωστόσο η υποκειμενική ταύτιση του Παζολίνι με το πρόσωπο του Χριστού δεν υπερκαλύπτει την αντικειμενικότητα της αφήγησης του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου αλλά υποτάσσεται σε αυτήν, δεν επικυριαρχεί αλλά υπόκειται σχεδόν αδιόρατη. Διαφορετικά θα ήταν υπερφίαλη και αλαζονική, ενώ τώρα αποτελεί πηγή της ομορφιάς της ταινίας και της συγκίνησης που προκαλεί για δεκαετίες σε πιστούς και άπιστους».      

Ο κ. Ζουμπουλάκης σκιαγραφεί ένα πολύ ενδιαφέρον επιχείρημα: η αισθητική αξία της ταινίας του Παζολίνι είναι τέτοια που όχι μόνο ξεπερνά τα στενά όρια του τι άπτεται του μεταφυσικού και άρα του Θεού και της θρησκείας, αλλά ξεπερνάει και τον σκόπελο της ελλοχεύουσας βλασφημίας στον υπαινιγμό ότι ο Παζολίνι ταυτίζεται με τον Ιησού, που παραμένει ακόμη και από τους μαθητές του ακατανόητος. Με άλλα λόγια, εδώ, το αισθητικό καθίσταται κορωνίδα στην αξιακή κλίμακα της αντίληψης. Η ποίηση, ενίοτε, υποκαθιστά την πίστη και –γιατί όχι;– την ευαγγελίζεται. Υπάρχει βέβαια μια ειρωνεία στο ότι ο μαρξιστής Παζολίνι θα μπορούσε ποτέ να ευαγγελίζεται πίστη, αλλά η ειρωνεία λειτουργεί υποστηρικτικά σε αυτό που ανέφερα: ότι η διαφορά ανάμεσα στο «θρησκευτικό» και στο «ιδεολογικό» δεν είναι ακριβώς απτή.  

Ας μην πλατειάζω όμως. Το κρίσιμο και το πιο ενδιαφέρον σημείο είναι αυτό το «Διαφορετικά θα ήταν υπερφίαλη και αλαζονική, ενώ τώρα αποτελεί πηγή της ομορφιάς [...]», γιατί η κρίση για το αν είναι υπερφίαλη ή όχι η «υποκειμενική ταύτιση» του Παζολίνι με τον Ιησού, εδράζεται στην αισθητική του έργου. Είναι οι λεπτομέρειες που κερδίζουν τον κ. Ζουμπουλάκη και η πλάστιγγα γέρνει από την άλλη πλευρά του υπερφίαλου και του αλαζονικού: στο ποιητικό. Όπως λοιπόν ένας πιστός σαν τον Σταύρο Ζουμπουλάκη μπορεί να βρει το ποιητικό στο μαρξιστικό, έτσι και ένας μαρξιστής σαν τον Παζολίνι μπορεί να διακρίνει το ποιητικό σε ένα ιερό κείμενο και να το καθυποτάξει στις ανάγκες του. Για να το θέσω και πιο απλά: ακόμα και η ιδεολογία –είτε χριστιανισμός είτε μαρξισμός– δύναται να σερβίρεται ποιητικά και να προκαλεί συγκίνηση «για δεκαετίες σε πιστούς και άπιστους».

 

— Διάβασα το «Υπέροχο υφαντό από ανθρώπινες ιστορίες» (Καθημερινή, 2/6/24) του Κυριάκου Αθανασιάδη. Μια παρουσίαση για το βιβλίο του Andres Montero, Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή (μτφρ.: Μαρία Παλαιολόγου, Διόπτρα: 2024).

Παραθέτω: 

«Να ένα βιβλίο που μας μίλησε με τόση δύναμη –μια δύναμη χθόνια, αρχαία– και τόση θέρμη που μας άφησε άφωνους. [...] εδώ είναι που ο αναγνώστης θα ριγήσει με έναν πρωτόγονο τρόπο και θα αρχίσει να κοιτά πίσω από την πλάτη του. “Επειδή δεν ήξερε πως οι λέξεις μπορούσαν να γίνουν μαχαίρια” (σ. 83). Συγκλονιστική αφήγηση. [...] Είναι –το καταλαβαίνουμε με ένα τσίμπημα στο στήθος– τα κεφάλαια ενός παράδοξου μυθιστορήματος που, σαν μαγική εικόνα, άρχισε να υλοποιείται, να γράφεται μπροστά στα μάτια μας. [...] Θα γίνουμε μάρτυρες μιας κατάβασης στην κόλαση. [...] Και είναι εδώ που, σε μια σκηνή νεκροταφείου, όλα ενώνονται και δένουν, κι εμείς μένουμε να κρατάμε το βιβλίο και να κοιτάμε πέρα μακριά. Και μέσα μας».     

Δεν έχει νόημα να επισημάνω ότι ο κ. Αθανασιάδης έχει εκδώσει το τελευταίο μυθιστόρημά του στον ίδιο εκδοτικό οίκο που έχει βγάλει το μυθιστόρημα που παρουσιάζει. Η αλήθεια είναι ότι αυτός είναι και ο λόγος που παρουσιάζει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Την αμετροέπεια μπορείτε να τη διακρίνετε. Η παρουσίαση, πάντως, παρότι ο συντάκτης δεν κάνει κάτι διαφορετικό απ' ό,τι κάνει συνήθως, μου φάνηκε, για πρώτη φορά, ότι θα μπορούσε να είναι “σκηνοθετημένη” από τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη.