Skip to main content
Κυριακή 28 Απριλίου 2024
I know what you did last week (31/10-6/11/23)

— Quote της εβδομάδας: «Ο άνθρωπος είναι πλασμένος, κατασκευασμένος για μεγάλα πράγματα. Αλλά επειδή έχει χάσει τον προσανατολισμό του προς την ύψωση, αναζητά τη μεγαλοσύνη στις ηδονές, οι οποίες θα του προσφέρουν προσωρινή ανάταση και ύστερα θα τον γκρεμίσουν».

Από τη συνέντευξη «Ο χειρότερος εχθρός είναι ο εαυτός μου» (ΒΗΜΑgazino, 5/11/23), που παραχώρησε ο Άρης Σερβετάλης στην Έρη Βαρδάκη.    

— Κατά παρέκκλιση, μια αναφορά στο κείμενο του Δημοσθένη Κούρτοβικ «Μάρτυρες του αμαρτύρητου. Μια νέα ευαισθησία;» που δημοσιεύτηκε στην Εφ.Συν. στις 29/10/23. Μερικές φορές αργεί κανείς να συναρμολογήσει το παζλ – ζητώ συγγνώμη. Το κείμενο αναφέρει ως εκπροσώπους της «νέας ευαισθησίας» τους Μεσορράχη, Κατσουλάρη, Οικονόμου, Κ* και Πάσχο. Εδώ, δυστυχώς, το πρόβλημα είναι ότι ο κ. Κούρτοβικ με τον κ. Κατσουλάρη, λίαν προσφάτως, συνέγραψαν ένα κριτικό κείμενο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Το πιο χαριτωμένο είναι ότι ο κ. Κούρτοβικ ήθελε τόσο πολύ να συμπεριλάβει τον κ Κατσουλάρη –εκδότη του BookPress– στη «νέα ευαισθησία» που τον αναφέρει με βιβλίο του που εκδόθηκε το 2018. Το πρόβλημα με αυτά τα ηθικά φάουλ είναι ότι νερώνουν το όποιο κύρος δύναται να έχει η θέση του κριτικού, γενικά. Δηλαδή, θέλεις να πάρεις στα σοβαρά αυτά που διατυπώνει αλλά κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι εκείνος κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να τον αντιμετωπίζεις διαφορετικά. Το ηθικό φάουλ, εδώ, και πάλι δυστυχώς, έγκειται όμως και στο ότι ο κ. Κούρτοβικ, η κ. Κατσαρού (Κ*) και ο κ. Κατσουλάρης (στο κριτικό κείμενο που συνυπογράφει με τον κ. Κούρτοβικ) είναι και ομόσταυλοι – στις εκδόσεις Πατάκη. Περιττό βέβαια να πω ότι το κριτικό κείμενο φιλοξενείται στην Εφ.Συν. με τις ευλογίες του Μισέλ Φάις που, όλως τυχαίως, εκδίδεται από τον ίδιο οίκο. Πολύ κακό πράγμα οι συμπτώσεις στη λογοτεχνία.  

— Η πορεία κάποιου προς το στάτους της διασημότητας/αυθεντίας σηματοδοτείται και από σταδιακή έκπτωση στην ποιότητα των σκέψεων που εκφράζει. Στο απόγειο της δόξας, ο λόγος του, αξιακά, τείνει προς το μηδέν. Η πορεία αυτή ουδόλως διαφέρει από την ανάλογη, πολλά υποσχόμενων προσώπων στον χώρο της πολιτικής όπου οι «ρηξικέλευθες» και «ριζοσπαστικές θέσεις» –που συνήθως συνίστανται σε εκφάνσεις κοινής λογικής– δίνουν σταδιακά τη θέση τους στον «ξύλινο λόγο» και τα «ευχολόγια» ώστε να προστατευτεί πάση θυσία το Άγιο Δισκοπότηρο: τα συμφέροντα συντεχνιών και ημετέρων.  

Διάβασα τη συνέντευξη «Τι απέμεινε από τον πατέρα σήμερα;» (Καθημερινή, 5/11/23) που παραχώρησε ο Μάσιμο Ρεκαλκάτι στον Αθανάσιο Κατσικίδη. «Λίγες ημέρες πριν από την πολυαναμενόμενη ομιλία του στην Αθήνα (11 Νοεμβρίου), τα εισιτήρια της οποίας εξαντλήθηκαν τις πρώτες ημέρες κυκλοφορίας». Το παραθέτω αυτό ως ένδειξη της δημοτικότητας που απολαμβάνει ο Ρεκαλκάτι στην Ελλάδα. Δεν έχω διαβάσει τίποτα δικό του και άρα δεν εκφέρω γνώμη ούτε καν σαν απλός αναγνώστης. Παραθέτω όμως μερικές ερωταπαντήσεις για να δείτε ίσως κι εσείς ότι ο Ρεκαλκάτι έρχεται στην Αθήνα με καθρεφτάκια και καρφιά για τους ιθαγενείς.   

–«[Ερ.] Γνωρίζοντας πως έχετε αναλάβει εκατοντάδες ασθενείς, υπήρξε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση ή κλινική εμπειρία που σας δημιούργησε βαθύ αντίκτυπο στην κατανόηση της ψυχανάλυσης;

–[Απ.] Κάθε ασθενής υποχρεώνει τον ψυχαναλυτή να ανακαλύψει εκ νέου την ψυχανάλυση. Κάθε ασθενής μάς οδηγεί εκεί που η καθορισμένη θεωρία δεν είναι πια ικανή να μας υποστηρίξει, οπότε ο κάθε ασθενής είναι μια εξαίρεση».

«[Ερ.] [...] πολλοί αναφέρουν πως η ψηφιακή ζωή αντικαθιστά την πραγματική και πως η αλληλεπίδραση των παιδιών με τα social media τα ανεξαρτητοποιεί σε βαθμό να αποδέχονται τις προτροπές – συμβουλές των ψηφιακών «φίλων» τους και όχι των γονέων τους. Πιστεύετε πως πλέον σχηματίζεται ένας νέος τύπος «υιού», αυτού που έχει τον βιολογικό πατέρα στο σπίτι και τον «ψηφιακό» στη ζωή του;

–[Απ.] Το τεχνολογικό αντικείμενο είναι σαν ένα μεγάλο «στήθος». Εγκαθιστά μια παλίνδρομη σχέση εξάρτησης, που έχει τη δύναμη να θρέφει έναν φανταστικό κόσμο παράλληλο προς τον πραγματικό. Είναι επομένως ένα «στήθος» που ταΐζει την ψευδαίσθησή σου ότι θα βρεις κάθε φορά αυτό που ψάχνεις με την ελάχιστη προσπάθεια. Όμως, η υπερσύνδεση αυτή δεν αφορά μόνο τον κόσμο των παιδιών μας αλλά και τον δικό μας. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η υπερσύνδεση είναι μια μορφή αποσύνδεσης. Πλέον αποσυνδεόμαστε από τον πραγματικό κόσμο προσκολλώμενοι σε ένα «εικονικό στήθος». 

Παραθέτω και το αγαπημένο μου σημείο από τη συνέντευξη:

«Αυτή είναι μία από τις βασικές παρανοήσεις της ψυχανάλυσης, η οποία, αντίθετα με την ψυχιατρική, δείχνει ότι οι λέξεις είναι όπως οι σφαίρες, δηλαδή μπορούν να σε πληγώσουν, να σε τραυματίσουν, ακόμη και να σε σκοτώσουν, αλλά επίσης μπορούν να σε ξανασηκώσουν στη ζωή μετά την πτώση, να ξαναδώσουν νόημα στη ζωή σου και να την ξαναθέσουν σε κίνηση».

— Διάβασα τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Πάτρικ Χέμινγουεϊ –δισέγγονος του Έρνεστ– στον Σπήλιο Λαμπρόπουλο. Παραθέτω: «Ο Ερνεστ, ξέρετε, είχε μία αποστολή σε αυτή τη ζωή που πολλοί παραβλέπουν. Μία αποστολή που υπηρέτησε με συνέπεια: κατανοούσε και εκτιμούσε με πάθος την έννοια της διαδικασίας. Καταλάβαινε ότι τίποτα δεν προκύπτει τυχαία ή μέσω πρόχειρων ενεργειών. Οτιδήποτε ουσιαστικό απαιτεί αφοσίωση, πρέπει να δίνεις σημασία σε κάθε λεπτομέρεια. Αυτό έκανε και ο ίδιος: στο πώς έγραφε, πώς κρατούσε το μολύβι, πώς πρόσεχε τη συντήρηση της γραφομηχανής του. Πίστευε ότι μόνον μέσω μιας προσεγμένης διαδικασίας μπορούσες να εξασφαλίσεις ένα σωστό προϊόν».

Πώς ακριβώς να το πω; Ο Πάτρικ Χέμινγουεϊ εκπροσωπεί επάξια την κατηγορία που ο Πάνος Κουτρουμπούσης αποκαλούσε «ΚΔΟΑ» – στην αυθεντική του μορφή γράφεται «ΚΔΩΑ». «Κτηνώδης Δύναμη Ογκώδης Άγνοια». Η «διαδικασία» στο πλαίσιο της λογοτεχνίας ουδεμία σχέση έχει με τη διαδικασία στον χώρο του εμπορίου. Η «διαδικασία» της λογοτεχνίας, που ο αδαής δισέγγονος συγχέει με το «πώς κρατούσε το μολύβι του, πώς πρόσεχε τη συντήρηση της γραφομηχανής του» είναι μια διαδικασία των σημείων και του φαίνεσθαι – όλα αυτά πολύ σωστά για να πουλάει κανείς ποτά και ρολόγια. Η «διαδικασία» της λογοτεχνίας δεν είναι ποτέ διαδικασία, με την ίδια έννοια που η αγάπη προς ένα πρόσωπο ή μια ενασχόληση δεν είναι ποτέ διαδικασία. Μπορείς να μάθεις να γράφεις –υποθέτω και να αγαπάς– μέσω μαθημάτων, βημάτων και διαδικασιών αλλά αυτό που θα παραγάγεις δεν θα είναι λογοτεχνία. Θα είναι «ένα σωστό προϊόν» όπως χαρακτηριστικά λέει ο Πάτρικ Χέμινγουεϊ. Η λογοτεχνία δεν είναι προϊόν – κι ας εφαρμόζεται στυγνό μάρκετινγκ για την προώθηση των βιβλίων. 

«[Ερ.]– Πέντε μέλη της οικογένειας Χέμινγουεϊ αυτοκτόνησαν. Πρώτος ήταν ο πατέρας του Ερνεστ, Κλάρενς το 1928 και τελευταία η εγγονή του, το διάσημο μοντέλο Μάργκο, το 1996. Ο Ερνεστ, πέρα από αυτόχειρας, υπήρξε γυναικάς, καβγατζής, αλκοολικός… Υπάρχουν στιγμές που αυτό το όνομα ρίχνει βαριά σκιά πάνω σε όσους το κουβαλάτε;

[Απ.]– Προσωπικά νιώθω ότι έχω πολλά κοινά – πέρα από τη φυσιογνωμική ομοιότητα, και εγώ έγινα δημοσιογράφος, κάτι που με βοήθησε να κατανοήσω τον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα. Διαβάζω πολύ. Μου αρέσει και μένα το κυνήγι και το ψάρεμα – αν και δεν είμαι τόσο καλός στο τελευταίο. Καπνίζω πούρα. Και δεν θα έλεγα ότι δεν μου αρέσει το αλκοόλ. Αν έχω μέσα μου και την πιο σκοτεινή πλευρά του; Δεν το ξέρω, αλλά προσπαθώ να διαφυλάξω την κληρονομιά του, όπως φαντάζομαι θα ήθελε και ο ίδιος. Και, παράλληλα, θεωρώ ότι είχα την τύχη να πάρω τα μαθήματα της ζωής που πήρε και εκείνος, αλλά με λιγότερο σκληρό τρόπο. Θέλω να ελπίζω ότι ακριβώς γι’ αυτό είμαι σε θέση να διαχειριστώ τη ζωή χωρίς να έλθω αντιμέτωπος με ό,τι ήταν αυτό που τον καταδίωκε. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι, παρόλο που κάθε γιός έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα του, ο Ερνεστ ήθελε να φύγει μακριά από τον δικό του, τόσο που προτίμησε την εμπόλεμη Ευρώπη – κάτι που δεν ισχύει στη δική μου περίπτωση».

Παρατηρήστε ότι στα πολλά κοινά που πιστεύει ότι έχει ο δισεγγονος με τον προπάππου του συμπεριλαμβάνει και το ότι «καπνίζει πούρα». 

«Τον ρωτάω πώς αισθανόταν μικρός, όταν διάβαζε έργα που έχει γράψει ένας τόσο διάσημος συγγραφέας που τυχαίνει να είναι και πρόγονός του. Θα μπορούσε να διαλέξει ένα αγαπημένο;

“Ο Ερνεστ έχει ένα τεράστιο χάρισμα: απευθύνεται σε κάθε στάδιο της ζωής σου, με κάποιο διαφορετικό έργο του. Οι νέοι άνδρες σίγουρα γοητεύονται από τα έργα του, γεγονός όμως είναι ότι στις γυναίκες διαχρονικά είχε μεγαλύτερη απήχηση. Λειτουργεί πολλές φορές σαν μια πατρική φιγούρα, έστω και ελαφρώς δυσλειτουργική. Ακόμα και 120 χρόνια μετά τη γέννησή του, το εκτόπισμά του παραμένει εντυπωσιακό. Όταν ήμουν μικρός, μου άρεσαν τα διηγήματά του – θεωρώ ότι ένα από τα σημαντικά πλεονεκτήματα της γραφής του ήταν η οικονομία λόγου. Ο γέρος και η θάλασσα είναι μόλις 160 σελίδες, τα διηγήματα σαφώς μικρότερα. Τώρα που έχω μεγαλώσει και κυρίως από τότε που απέκτησα και εγώ την εμπειρία του σαφάρι στην Αφρική, όπως ο προπάππους μου αλλά και ο παππούς μου που ήταν επαγγελματίας κυνηγός στην Τανζανία, θα διάλεγα το Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής”».

Παρατηρήστε εδώ ότι από το Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής, ο Πάτρικ Χέμινγουεϊ, ξεχωρίζει «την εμπειρία του σαφάρι στην Αφρική». Το βιβλίο, παρότι εκτυλίσσεται στην Αφρική, συνιστά αυτομυθοπλασία του Χέμινγουεϊ που μάλιστα αναφέρεται και στο γιατί η συγγραφή δεν είναι ακριβώς «προϊόν». Παραθέτω σύντομο απόσπασμα, από το βιβλίο του 1935, όπου ο «Χέμινγουεϊ» μιλάει για τους συμπατριώτες του συγγραφείς: 

“We destroy them in many ways. First, economically. They make money. It is only by hazard that a writer makes money although good books always make money eventually. Then our writers when they have made some money increase their standard of living and they are caught. They have to write to keep up their establishments, their wives, and so on, and they write slop. It is slop not on purpose but because it is hurried. Because they write when there is nothing to say or no water in the well. Because they are ambitious. Then, once they have betrayed themselves, they justify it and you get more slop”.   

Η συνέντευξη θα μπορούσε κάλλιστα να βρει τη θέση της στις σομόν σελίδες της Οικονομικής Καθημερινής και ασφαλώς ο αρχισυντάκτης του πολιτιστικού ένθετου, Ηλίας Μαγκλίνης, θα το διέκρινε αυτό.