Skip to main content
Σάββατο 27 Απριλίου 2024
I know what you did last week (5-11/12/22)

— Έχω μεγάλη αδυναμία στους χριστιανούς συγγραφείς, και ειδικά σε εκείνους που δεν ήταν αρχικά χριστιανοί. Τα λέω αυτά με αφορμή τις δύο συνεντεύξεις που διάβασα του Γιον Φόσε: «Γιον Φόσε: “Η λογοτεχνία είναι ο μόνος άγνωστος Θεός” (Lifo, 6/12/22) στην Τίνα Μανδηλαρά και “Jon Fosse’s Search for Peace” (The New Yorker, 13/11/22) στη Merve Emre.

Δηλώνω ότι δεν έχω διαβάσει ακόμη τα πεζά του, και, σαν αδαής περί τα θεατρικά, δεν έχω παρακολουθήσει κάποιο θεατρικό του. Ο Φόσε όμως μου φέρνει στον νου τον Ζορίς-Καρλ Ουισμάνς (1848 -1907)· όχι γιατί έχουν κάποια συνάφεια στη γραφή, δεν είμαι σε θέση, προφανώς, να το γνωρίζω αυτό, αλλά επειδή μοιράζονται αυτή τη μεταστροφή του άπιστου σε πιστό. Η μεταστροφή αυτή, η «μεταμόρφωση», –είναι χαρακτηριστικό πώς χρησιμοποιεί ο Φόσε τη λέξη «μεταμόρφωση» στη συνέντευξη– όπως είναι και χαρακτηριστικό στη συνέντευξη στο New Yorker πώς υπαινίσσεται σε σημεία μια εξωκοσμική προέλευση της συγγραφικής έμπνευσής του. Για παράδειγμα: «I was an atheist, but I couldn’t explain what happened when I wrote, what made it happen. Where does it come from? I couldn’t answer it. You can always explain the brain in a scientific way, but you can’t catch the light, or the spirit, of it. It’s something else. Literature in itself knows more than the theory of literature knows». Μια κουβέντα πάνω σε αυτά τα λόγια: η γραμμή που διαχωρίζει τον απατεώνα από την ιδιοφυΐα είναι πολλές φορές εξαιρετικά λεπτή. Ο συγγραφέας όμως, ιδωμένος ως άνθρωπος με πολύ συγκεκριμένες δεξιότητες, συνιστά ιδανική περίπτωση κάποιου που θα θέλαμε να έχει εκτεθεί σε αυτή τη διαδικασία –τη μεταστροφή– για να μας μεταφέρει τις εντυπώσεις του καθώς βιώνει αυτή την αλλαγή παραδείγματος στον κόσμο του. Η πορεία του Ουισμάνς όπως αποτυπώνεται στα βιβλία του είναι εξαιρετικά διαφωτιστική – προτείνω, έτσι, για να πάρει κάποιος μια ιδέα, τον εκτενή πρόλογο του συγγραφέα στο Ανάστροφα (μτφρ. Ρ. Κολαΐτη, Στερέωμα: 2019). Για να προγκίξω κάπως τη φαντασία σας με πιο ποπ εικόνες, το πέρασμα μέσα από μια μαύρη τρύπα, ιδανικά, θα έπρεπε να το υποστεί και ένας συγγραφέας έτσι ώστε σε περίπτωση που κάτι θα γλίτωνε από εκεί, να μπορούσαμε να έχουμε τουλάχιστον κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία πέρα από την ορθολογικότητα που θα συνόδευε ένα τέτοιο (νοητικό) πείραμα. Θυμίζω εδώ τη φράση του Έντγκαρ Άλαν Πόε από το κλασικό Η Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ (1838): «Sensations are the great things, after all. Should you ever be drowned or hung, be sure and make a note of your sensations; they will be worth to you ten guineas a sheet». Αναλογιστείτε ότι το πέρασμα του άπιστου προς την πίστη συνεπάγεται, όταν είναι αληθινό, τον “θάνατο” του πρώτου, άρα, ο πνιγμός ή η κρεμάλα του αποσπάσματος δύνανται, στο συγκείμενο που με ενδιαφέρει, να διαβαστούν και συμβολικά.  

Παρεκτρέπομαι όμως· επιστρέφω στη συνέντευξη του Φόσε στην Τίνα Μανδηλαρά γιατί εντυπωσιάζομαι από τις δηλώσεις του που φαντάζουν τόσο εκτός καθημερινότητας – και αυτό δεν το λέω ουδόλως ειρωνικά. «Το πρώτο πράγμα που έκανα τώρα που πήγα στη Νέα Υόρκη ήταν να δω τους πίνακες του Ρόθκο ‒ και έμεινα, και πάλι, να τους κοιτάω για ώρες. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά οι πίνακές του μου μιλάνε πολύ, έχουν ένα βαθύ νόημα που σχετίζεται με αυτό που έχω ως έκφραση στο μυαλό μου, έχουν τη δική μου γλώσσα. Οπότε σίγουρα υπάρχει σύνδεση». Ο Φόσε δίνει αυτή την απάντηση όταν η κ. Μανδηλαρά τον ρωτάει για το «λαμπερό σκοτάδι» που αναφέρει ο ήρωας από το Άλλο Όνομα, (Gutenberg: 2022), και λέει ότι της θύμισε τους «μαύρους» πίνακες του Ρόθκο (βλ. φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο).

Συνιστά μεγάλη δοκιμασία αν τελικά τα λόγια κάποιου συγγραφέα συνάδουν με το έργο του, όχι γιατί πρέπει απαραιτήτως να υπάρχει αυτή η αντιστοιχία, αλλά γιατί είναι εξαιρετικά διδακτικό όταν μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει εκλεκτικές συγγένειες ή αποτυπώσεις της καθημερινότητας, έτσι όπως φιλτράρονται και εμπλουτίζονται ως λογοτεχνία στο έργο του συγγραφέα. Συνιστά τεράστιο επίτευγμα να μπορεί ο συγγραφέας να υποστηρίζει δύο τουλάχιστον περσόνες με σοβαρότητα, σύνεση, και αξιοπιστία: μία ως άνθρωπος που δίνει συνεντεύξεις και μια ως συγγραφέας. Γιατί φυσικά, ακόμη και στη συνέντευξη, ο συγγραφέας, όπως και ο καθένας μας, ακόμη και όταν μιλάει σε καθρέφτη, κατασκευάζει τον εαυτό του, όχι μόνο για τον συνεντευξιάζοντα και για το κοινό, αλλά πρωτίστως για να τον ακούει ο ίδιος.

«Υπάρχει μια έκφραση που λέει ότι ο συναισθηματισμός έρχεται επειδή ακόμα και οι δαίμονες του δράματος έχουν ανάγκη από διακοπές. Ο τρόπος που καταλαβαίνω το συναίσθημα είναι μάλλον αυτός του Χάιντεγκερ, ο οποίος, αναιρώντας το, μιλούσε για ψυχικό γεγονός ή, καλύτερα, για τη διάθεση (Stimmung) του Είναι στα πράγματα».

Παρατηρήστε εδώ ότι ο Φόσε, αφορμάται από την αναιρετική θέση του Χάιντεγκερ απέναντι στο συναίσθημα, ο οποίος το βλέπει ως «ψυχικό γεγονός», και ουσιαστικά μεταμορφώνει με τη σειρά του «τη διάθεση του Είναι στα πράγματα», τη χαϊντεγκεριανή ορολογία, σε λογοτεχνία: «οι δαίμονες του δράματος έχουν ανάγκη από διακοπές». Γιατί τελικά είναι ο συγγραφέας, και κατ’ επέκταση το έλλογο, που ενδύει τη «μεταμόρφωση» με τη σημασία του συμβάντος, και της προσδίδει τον χαρακτήρα δυνητικής μετάβασης προς την πίστη. Είναι το έλλογο που ξεγυμνώνει τη μεταμόρφωση από τον διεκπεραιωτικό τακτικισμό της βιολογίας, και την ενδύει με τη σημασία του νοήματος που της προσδίδει ένας Κάφκα ή ένας Ουισμάνς ή (πιθανώς) ένας Φόσε. Και αν διαβάζουμε λογοτεχνία είναι και επειδή αποζητάμε κι εμείς, οι άπιστοι, όχι βέβαια τον Θεό, αλλά την ειδική βαρύτητα της εμπειρίας –του συμβάντος– που μεταμορφώνει το απλό ερέθισμα των αισθήσεων σε καταστατικό γεγονός που υποκινεί διεργασίες πέρα από τον κοινότοπο ορίζοντα της καθημερινότητας. Γιατί, συγγραφέας και αναγνώστης, επιθυμούν πάντοτε να ανακαλύψουν, να ρίξουν μια κλεφτή ματιά, κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, στις πιθανές διόδους που επιτρέπουν την επι-κοινωνία ανάμεσα στο εξαιρετικό και το καθημερινό. Γράφει ο Σολ Μπέλοου στο Herzog (1964): «Dear Doktor Professor Heidegger, I should like to know what you mean by the expression “the fall into the quotidian” When did this fall occur? Where were we standing when it happened?» Αυτό το «quotidian» δεν είναι άλλο από το «καθημερινό», και ο ήρωας του Μπέλοου, με χαρακτηριστική ειρωνεία (ένας Εβραίος απευθύνεται στον Χάιντεγκερ) και χιούμορ, ψάχνει απαντήσεις για την πτώση.  

Σας διαβεβαιώ ότι ο Χάιντεγκερ, τουλάχιστον στις αγγλικές μεταφράσεις του, δεν φαίνεται καλός συγγραφέας, παρά την αιχμή και τον εκμαυλιστικό χαρακτήρα των στοχασμών του, είναι χαρακτηριστικά αντιλογοτεχνικός.

«Για μένα η Επταλογία είναι πολύ κοντά στο Dasein (Εν-τω-κόσμω-Είναι) του Χάιντεγκερ, ο οποίος με έχει επηρεάσει περισσότερο απ’ όλους θα έλεγα, αφού άρχισα να τον διαβάζω πολύ μικρός, όταν ακόμα δεν ήξερα καλά γερμανικά. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερα να τελειώσω το Είναι και ο Χρόνος, το οποίο άσκησε μεγάλη επίδραση στο έργο μου. Με είχε πραγματικά ενθουσιάσει το ότι ο Χάιντεγκερ είχε φτιάξει δική του γλώσσα και τον δικό το κόσμο».

Ο Φόσε, που κατά δήλωσή του διαβάζει τον Χάιντεγκερ σε πολύ νεαρή ηλικία διατείνεται ότι έχει επηρεαστεί από τη γλώσσα του. Μια γλώσσα, που στο πρωτότυπο κατασκευάζεται για να φέρει τον κόσμο στα μέτρα των επιχειρημάτων τού Χάιντεγκερ και όχι το αντίστροφο. Ο Χάιντεγκερ στο Είναι και Χρόνος δεν δομεί απλώς λέξεις, αλλά έννοιες. Είναι «[...] ένας στυλίστας υπέρμετρης δύναμης. Τα λογοπαίγνιά του – αν και η λέξη “λογοπαίγνιο” είναι πολύ αδύναμη για να χαρακτηρίσει την αλλόκοτη δεκτικότητα στα πεδία της αντήχησης, της συνήχησης, και της κρυμμένης ηχούς σε φωνητικές και εννοιακές μονάδες – έχουν θρέψει, και μάλιστα σε βαθμό παρωδίας, τον σύγχρονο μετα-δομισμό και τη θεωρία της αποδόμησης» (σ. 18), γράφει ο Τζόρτζ Στάινερ (Χάιντεγκερ, μτφρ. Ασ. Καραβαντά, Πατάκης: 2009). Ένα παιδί λοιπόν που διατείνεται ότι διαβάζει σε νεαρή ηλικία το Είναι και Χρόνος, αφήνει, τουλάχιστον για μένα, σκανδαλιστικές προσδοκίες για το έργο του. Ανυπομονώ να τον διαβάσω, έτσι όπως τον ξετρύπωσε από το λαγούμι του, στη συνέντευξη, η κ. Μανδηλαρά. Συνέντευξη, που, ομολογουμένως, είναι όσο ενδιαφέρουσα είναι και η συνέντευξη που διάβασα στο New Yorker.

— Οι εφημερίδες μπαίνουν σιγά σιγά σε ρυθμούς εορτών όπότε, ήδη, η ΕφΣυν φιλοξενούσε το Σάββατο (10/12/22) το πρώτο αφιέρωμα του είδους με τίτλο «Τα βιβλία της χρονιάς». Σκοπεύει μάλιστα «για τρία συνεχόμενα Σάββατα [...] [ν]α επιχειρήσει την επισκόπηση σχεδόν όλου του φάσματος των βιβλίων που εκδόθηκαν το 2022». Δεν θα σχολιάσω κάτι πέρα από το ότι αυτά τα αφιερώματα, συνήθως, συνιστούν περισκόπιο για να διακρίνει κανείς, μέσω των απουσιών, ποια βιβλία ενδιαφέρουν περισσότερο τους εκδότες. 

— Ένα από τα πιο εντυπωσιακά θέματα που πέρασαν κάπως στα ψιλά γράμματα ήταν μια ομιλία του Υφυπουργού Νικόλα Γιατρομανωλάκη που αφορά το Πρόγραμμα Πολιτιστικής Συνταγογράφησης. Παραθέτω από τη Ναυτεμπορική (8/12/22):  

[...] [Ο] Υφυπουργός περιέγραψε τα βήματα τα οποία απαιτούνται προκειμένου να διαμορφωθεί το απαραίτητο νομικό, οργανωτικό, τεχνολογικό και επιστημονικό πλαίσιο που θα επιτρέψει την ένταξη πολιτιστικών δράσεων στο σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης της ΗΔΙΚΑ, καθώς και την ανάγκη για τη δημιουργία μητρώων προμηθευτών, δικαιούχων και συνταγογράφων αυτών των υπηρεσιών και σχετικών προδιαγραφών και κριτηρίων.  Ο Υφυπουργός περιέγραψε επίσης το ερευνητικό πρόγραμμα αλλά και το πρόγραμμα συλλογής δεδομένων, ελέγχου και επαλήθευσης της αποτελεσματικότητας του προγράμματος». 

«Στην πιλοτική φάση, πολιτιστικοί φορείς μεταξύ των οποίων το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, η Εθνική Λυρική Σκηνή, το Εθνικό Θέατρο κ.α., συνεργαζόμενοι με φορείς υγείας θα αναπτύξουν και θα παρέχουν σχετικές υπηρεσίες, οι οποίες θα αξιολογηθούν τόσο από επαγγελματίες υγείας όσο και από τους ίδιους τους ασθενείς».  

«Σχεδόν καμία άλλη χώρα στον κόσμο δεν σχεδιάζει ένα πρόγραμμα πολιτιστικής συνταγογράφησης τόσο εκτεταμένο, πανελλαδικής εμβέλειας και πλήρους ενσωμάτωσης στο σύστημα υγείας», τόνισε ο Υφυπουργός. «Είναι ένα πρόγραμμα που μπορεί να λειτουργήσει επωφελώς τόσο για το ίδιο το σύστημα υγείας το οποίο θα ανακουφιστεί εν μέρει, όσο και για τους πολιτιστικούς φορείς που θα μπορέσουν να επεκτείνουν το πεδίο δραστηριότητάς τους, αλλά, πρωτίστως, για τους ίδιους τους ασθενείς, οι οποίοι θα αποκτήσουν πρόσβαση σε συμπληρωματικούς τρόπους θεραπείας».

Υπάρχει ένας άτυπος κανόνας που λέει ότι όταν πιστεύεις ότι έχεις σκεφτεί κάτι που δεν το έχει σκεφτεί κανείς άλλος, «[σ]χεδόν καμία άλλη χώρα στον κόσμο δεν σχεδιάζει ένα πρόγραμμα πολιτιστικής συνταγογράφησης τόσο εκτεταμένο [...]», συμβαίνουν δύο τινά: είτε έχεις ανακαλύψει τον τροχό είτε κάτι σημαντικά υποδεέστερο. Δεν νομίζω όμως ότι αξίζει να προτρέχει κάποιος και να χαρακτηρίζεται καντρεχής, αν και ομολογουμένως, η φαντασία ακκίζεται, στη σκέψη και μόνο των υπέροχων ευτράπελων που ενδέχεται να προσφέρει η συγκεκριμένη πρωτοβουλία, αν και εφόσον φτάσει στο στάδιο της υλοποίησης. Κρασάρισμα του συστήματος υγείας από πιθανή υπερσυνταγογράφηση αβάν γκαρντ παραστάσεων και δρώμενων σε ανύποπτους ασθενείς; Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι.   

— Διάβασα στο Βιβλιοδρόμιο (Τα Νέα 10-11/12/22) τον Νίκο Κουρμουλή που ως τακτικός «[...] συνεργάτης του Βιβλιοδρομίου [...] «αυτοσυστήνεται και συστήνει την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Άπνοια, που κυκλοφορεί από τις εκδ. Κείμενα». Δεν διευκρινίζεται αν αυτό το «συστήνει» σημαίνει «παρουσιάζει» ή «συμβουλεύει/προτείνει ότι το βιβλίο του είναι καλό». Υποθέτω όμως ότι δεν αξίζει καν να ειρωνεύομαι την εφημερίδα και τον συντάκτη/κριτικό/συγγραφέα. Επειδή όμως παρατηρώ ότι το συγκεκριμένο άρθρο φέρει υπέρτιτλο «Σε α’ πρόσωπο», δεν γνωρίζω αν αυτό σημαίνει ότι ξεκινάει κάποια νέα στήλη που συγγραφείς θα παρουσιάζουν τα βιβλία τους. Σημειώνω ότι το Βιβλιοδρόμιο διαθέτει γι’ αυτό τον σκοπό τη στήλη «Συστάσεις» όπου συγγραφείς απαντούν σε ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο. Αν λοιπόν το συγκεκριμένο «Σε α’ πρόσωπο» συνιστά την αφετηρία νέας στήλης θα έλεγα ότι, και πάλι, ο συντάκτης/τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας δεν θα ήταν πρέπον να παρουσιάζει το βιβλίο του.

— Κλείνω με κάτι πιο ανάλαφρο. Η κ. Βασιλική Πέτσα απαντάει «το ερωτηματολόγιο των Νέων Εποχών» (Το Βήμα 11/12/22). Παραθέτω αποσπάσματα: «Ποιο βιβλίο σχετικά με την πολιτική θα συστήνατε ανεπιφύλακτα; [Απ.] Το Κεφάλαιο του Μαρξ. [...] Ποια συμβουλή ζωής θα δίνατε στον έφηβο εαυτό σας; [Απ.] Να διαβάσει το Κεφάλαιο του Μαρξ. Θα μειωνόταν ίσως, κάπως, ο οργισμένος εγωκεντρισμός ή θα διοχετευόταν η οργή σε λιγότερο προσωπικά, αν όχι και ιδιωτικά, και άρα σε πιο παραγωγικά, πεδία. Και διότι θα καταλάβαινα λίγο καλύτερα τον κόσμο σε μια ηλικία που πίστευα ότι μπορώ να τον αλλάξω. Και ποιο ανάγνωσμα θα συστήνατε σε έναν έφηβο σήμερα; [Απ.] Το Κεφάλαιο του Μαρξ».