Skip to main content
Σάββατο 27 Απριλίου 2024
I know what you did last week (6-12/2/24)

— Quote της εβδομάδας: «Υπάρχουν βιβλία για τα οποία να νιώθετε ενοχές που σας άρεσαν;

Ο “Ζορμπάς”. Είναι καλογραμμένο και το λατρεύω, αλλά ο Καζαντζάκης γράφει για τον εσωτερικό κόσμο των γυναικών δίχως να έχει ιδέα γι’ αυτόν». 

Ενδιαφέρουσα άποψη. Έφτασε, άραγε, η στιγμή να συνειδητοποιήσουμε ότι ο συγγραφέας δεν δύναται να γράφει γυναικείους χαρακτήρες αν δεν είναι η συγγραφέας; (Καθημερινή, 11/2/24) Από το «500 Λέξεις» με τη Νεκταρία Αναστασιάδου σε επιμέλεια Αλεξάνδρας Σκαράκη.

— «Μεγάλη σαπίλα έχει ενσκήψει στην πνευματική μας ζωή. Περισσότερη νομίζω από ποτέ. Η συναλλαγή πάει γόνα και η αποφυγή θέσης πάνω στα ζωτικά ζητήματα έχει γίνει κανόνας. "Μη θίγετε τα κακώς κείμενα!", αυτό είναι το δόγμα που επικρατεί. Τα νερά δεν τα θολώνει μονάχα η κάποια οικονομική ωφέλεια, που άρχισε να υπάρχει πια και στον τόπο μας από τα βιβλία και το γράψιμο, και που κινητοποιεί τους ενδιαφερόμενους προς διάφορες κατευθύνσεις, αλλά τα θολώνουν και τα "βουλώνουν" και οι πολιτικές διασυνδέσεις, που είναι για πολλούς πολυποίκιλες. Πιέζεσαι ισχυρότατα από τα συμφέροντα. Βάλε από πάνω και τις εφημερίδες, βάλε και τους εκδότες, βάλε και τις πανεπιστημιακές θέσεις, βάλε και τις προσκλήσεις για παρουσίασή σου στο κοινό, βάλε και τις προοπτικές να σε διδάξουν στο πανεπιστήμιό τους, βάλε και τις πιθανότητες να σε μεταφράσουν, να σε προσκαλέσουν έξω, να σε εκλέξουν στην εταιρεία τους, στην ακαδημία τους, στην κλίκα τους, να σε ανεβάσουν στο θέατρό τους, να σε κάνουν σήριαλ, να σε αναφέρουν στη συνέντευξή τους εγκωμιαστικά, να σου γράψουν καλή κριτική, να μη σου επιτεθούν, να μη σε ξεχάσουν, να σε περιλάβουν στην ανθολογία τους και χίλια δυο άλλα - βάλτα όλα αυτά και βρες αν είναι εύκολο να στέκει κανείς, που θέλει να γίνει και να κάνει κάτι, στα πόδια του και έξω από κλίκες. [...] Γι' αυτά ξεκινήσαμε όμως; Για να βουτηχτούμε σ' αυτές τις βρωμιές, για να έχουμε αυτήν την κατάληξη, απαρνηθήκαμε τη ζωή μας;»

– Γιώργος Ιωάννου, «Θύσανοι», Φυλλάδιο, τχ. 5-6 (1982), σ. 34

Αλίευσα το απόσπασμα από τον τοίχο της Σπυριδούλας Αποστόλου, διαδικτυακής φίλης. Η νοηματική συνάφειά του είναι, νομίζω, προφανής με τη θεματική του σημερινού κειμένου. 

— Διάβασα το «Πολεμική αντί κριτικής» (Βήμα, 11/2/24) «Μια απάντηση στην κριτική του μυθιστορήματος “Περεγρίνος” από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου» το οποίο υπογράφει ο Αντώνης Νικολής, συγγραφέας του μυθιστορήματος.

Παραθέτω: «Σε τρεις όλες κι όλες παραγράφους ο συντάκτης τους περιέλαβε: α) Αρκετές κατά βάση ασύντακτες τάχα μακρές και περισπούδαστες περιόδους που καταλήγουν σε ακυριολεξίες [...]. β) Κάμποσες ασαφείς ή ακατανόητες συνάψεις-φράσεις, του τύπου: [...]. γ) Πληροφορίες που δεν μπορεί να αντλήθηκαν ούτε έξω απ’ το μυθιστόρημα (στις όποιες ιστορικές πηγές) ούτε από το μυθιστόρημα το ίδιο. Μερικές από αυτές: “Πρόσωπο που αμφισβητήθηκε κατά κόρον στον καιρό του, καθώς χλευάστηκε και κατηγορήθηκε ως κοινός απατεώνας”, “...Όντας εξαρχής κυνικός, αλλά και χριστιανός, δίδασκε πως ο φόβος του θανάτου αποτελούσε εμπόδιο για την ελευθερία των ανθρώπων”, “...Εκείνο που ενδιαφέρει πρωτίστως τον Νικολή είναι να προβάλει τον ήρωά του πάνω στο σοφιστικό αρχέτυπο του Σωκράτη” (οι έντονοι χαρακτήρες δικοί μου). Για τις “πληροφορίες” αυτού του είδους, εικάζω ότι ο κομιστής τους είτε γενικώς δυσκολεύεται να κυριολεκτήσει (αλλά εννοεί και άλλα περίπου διατυπώνει), είτε περιέτρεξε το μυθιστόρημα, έπειτα και εκ του προχείρου γκουγκλάροντας συνέλεξε όσες συνέλεξε, και πάντως με εντυπωσιακή ευκολία τις αράδιασε στις… εκτυφλωτικές τρεις παραγράφους του – και πόσο στραφταλιστή η παραπομπή του στο “κυνικό τρίπτυχο του Φουκό! Κι ενώ προφανέστατα μόνο φυλλομέτρησε τον Περεγρίνο, στην κατακλείδα της τρίτης παραγράφου, με την οίηση χιλίων τουλάχιστον Κατσιμπαλήδων, σχολιάζει αρνητικά την οικονομία του μυθιστορήματος, που είναι –και αυτό το πιθανότερο το γνωρίζει– το κρισιμότερο στοιχείο αξιολόγησης σε κείμενα εκτενούς αφήγησης: “Μικρότερη ανάπτυξη, πάντως του μυθιστορήματος θα διευκόλυνε τον Νικολή να αναδείξει πυκνότερα τόσο τις λεπτομέρειες όσο και το κεντρικό του σχήμα”. Μ’ άλλα λόγια, όταν τόσο στο ποδάρι απορρίπτει κανείς το έκτο και σαφώς έργο ζωής ενός δόκιμου συγγραφέα, η πρόθεσή του δεν είναι να γράψει κριτική, αρνητική εν προκειμένω, αλλά να κάνει πολεμική, και δη την πιο δηλητηριώδη, την “πολεμική των χαμηλών τόνων”». 

Θα σταθώ στο κρισιμότερο ίσως στοιχείο της απάντησης του κ. Νικολή, ότι πιστεύει πως ο κ. Χατζηβασιλείου δεν διάβασε καν το μυθιστόρημα πριν συντάξει την κρίση του. Είμαι της άποψης ότι ειδικά ο συγγραφέας μπορεί πολύ εύκολα να αντιληφθεί πότε ο κριτικός έχει διαβάσει ένα βιβλίο και πότε όχι. Μπορούν και άλλοι, πέραν του συγγραφέα, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία, όταν ο ίδιος ο συγγραφέας νιώθει ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ένα άλλο στοιχείο που θίγει ο κ. Νικολής είναι η έκταση της “κριτικής”. «Σε τρεις όλες κι όλες παραγράφους [...]»,  «στις… εκτυφλωτικές τρεις παραγράφους του», γράφει χαρακτηριστικά. Η έκταση των “κριτικών” κειμένων στις εφημερίδες δεν ξεπερνά τις 500-600 λέξεις. Τα κείμενα αυτά, επαναλαμβάνω, είναι μόνο κατ’ επίφαση κριτικά. Σκοπός τους είναι να προωθήσουν βιβλία. Η ειρωνεία, εδώ, είναι ότι ο κ. Χατζηβασιλείου, στα ήδη σύντομα κείμενά του εντάσσει πάντοτε και μια σύντομη ανασκόπηση του έργου του συγγραφέα πριν από το βιβλίο που κρίνει κάθε φορά. Ο χώρος που απομένει για να γράψει κάτι ουσιαστικό είναι, επομένως, ακόμα λιγότερος. Περαιτέρω ειρωνεία, ότι ο κ. Χατζηβασιλείου εξαιρετικά σπάνια θα γράψει κάτι αρνητικό για κάποιο βιβλίο, κι αν το κάνει θα έχει φροντίσει να το σερβίρει με εξαιρετικά μειλίχιους τόνους, όπως, καλή ώρα, έπραξε εδώ. Πολύ καλά κάνει και διαμαρτύρεται ο κ. Νικολής. Πολύ καλά κάνει και δημοσιεύει το Βήμα την απάντησή του στη κριτική του κ. Χατζηβασιλείου. 

— Αφού έπιασα το κεφάλαιο κριτική, δεν γίνεται να μην αναφέρω το άρθρο που επανανάρτησε χθες (12/2/24) η Lifo με τίτλο «Πώς η κριτική έμεινε στην Ελλάδα ταπί και ψύχραιμη» που φέρει ημερομηνία δημοσίευσης 12/1/15. Ο συντάκτης του, Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, αποδελτιώνει λίγο πολύ το βασικό πρόβλημα της κριτικής στην Ελλάδα, ήδη από την προηγούμενη δεκαετία.   

Παραθέτω μόνο την εισαγωγική παράγραφο: 

«Πολλές φορές, σε συζητήσεις, τυχαίνει να βρεθώ μπροστά σε κάποιον που σχεδόν παραληρεί από αγανάκτηση για την κακότητα ενός έργου τέχνης. «Γιατί δεν το γράφεις;», του λέω. «Είμαι διατεθειμένος να το δημοσιεύσω».

– Α, δεν μπορώ. Τον ξέρω (τον δημιουργό) χρόνια… Ποιος αντέχει τη μίρλα του… κ.λπ.

Δεν περνάνε λίγες μέρες και ο αγανακτισμένος δημοσιεύει στη στήλη του έναν δειλό διθύραμβο για το έργο τέχνης που τον αγανάκτησε.

Πιστεύω ότι η κριτική έχει χρεοκοπήσει στην Ελλάδα, σχεδόν σε όλους τους τομείς –πολιτική, Τέχνες, εστίαση– για μια σειρά λόγων. Και δεν μιλώ για την ανεπαρκή κριτική που δεν ξέρει να αναγνωρίζει το πρώτο από το δεύτερο – τέτοια πάντα υπήρξε, είναι δείγμα αμορφωσιάς, όχι ανηθικότητας. Ούτε μιλώ για όσους μέσα στα χρόνια απέκτησαν εμμονικά γούστα και πάθη, που όσο να 'ναι τους στερούν την διαύγεια της ματιάς. Μιλάμε για όσους βλέπουν το κακό και το αποσιωπούν».

Δεν δύναμαι να γνωρίζω γιατί δημοσιεύτηκε ξανά το άρθρο. Ο κ. Τσαγκαρουσιάνος, πιθανώς, να ήθελε να αναστοχαστεί πάνω στο κατά πόσο εκείνος συνέτεινε στη βελτίωση της κριτικής και κατά πόσο την επιδείνωσε. Οφείλω να αναγνωρίσω ότι η Λάιφο δημοσιεύει ακόμη κριτική, για παράδειγμα, στο θέατρο, από τη Λουίζα Αρκουμανέα, αλλά και μέσα από το ρεπορτάζ, από τη Βασιλική Σιούτη, που χρηματοδοτεί ο κ. Τσαγκαρουσιάνος σε πολλά θέματα της επικαιρότητας που δεν δύνανται να "διευθετηθούν" μόνο με «απόψεις», όπως είθισται πια. Υπάρχει, βέβαια, και το εμπορικό κομμάτι της Λάιφο, με τις “κριτικές” εστιατορίων, μπαρ και λογοτεχνίας, όπου δυσκολεύεται ιδιαιτέρως να πιστέψει κανείς τις κριτικές προθέσεις των συντακτών. Το άρθρο όμως ενέχει και μια βαθύτερη ειρωνεία. Θα μπορούσε κάλλιστα να συνοδεύεται από το κλασικό «ο συντάκτης του άρθρου εκφράζει την άποψή του που δεν συμπίπτει με αυτή του σάιτ». Το ότι συντάκτης και εκδότης τυγχάνει να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, πιθανώς, στον «μέτα» κόσμο που διαβιούμε να μην συνιστά πλέον σύγκρουση συμφερόντων. Είπα εξάλλου ότι το άρθρο μπορεί να δημοσιεύτηκε, ξανά, ως πράξη δημόσιου αναστοχασμού του εκδότη.