Skip to main content
Τρίτη 23 Απριλίου 2024
I know what you did last week (6-12/3/23)

— Διάβασα τη συνέντευξη που παραχώρησε η Έρση Σωτηροπούλου στον Γρηγόρη Μπέκο (Βήμα, 12/3/23) με τίτλο «Η ερωτική επιθυμία έχει διαμελιστεί». Παραθέτω: 

«Το ζήτημα είναι ότι σήμερα το σεξ δεν είναι πια ταμπού, ταμπού είναι το συναίσθημα, ταμπού είναι να πεις “σ’ αγαπώ”. Πολύ πάθος ξοδεύεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πολλή ενέργεια χάνεται εκ του ασφαλούς. Εκτονώνεσαι, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχεις σ’ ένα ζωντανό γίγνεσθαι, το όποιο λίγο αργότερα εξαφανίζεται κάτω από το επόμενο γίγνεσθαι – το αποτύπωμα που αφήνεις είναι αβέβαιο, συχνά μηδενικό, το ποστ κάποιου άλλου έρχεται να σε καταβροχθίσει – και στην ουσία όλο αυτό το αλισβερίσι, αυτό το αράδιασμα προσωπικών στιγμών, συμπαθειών και εχθροτήτων, αποτελεί πηγή κέρδους για τις εταιρείες που έχουν τις πλατφόρμες. Η ερωτική επιθυμία έχει διαμελιστεί, είναι κολοβωμένη. Σαν να έχει συμβεί μια ρήξη στο επίπεδο της αντίληψης, στον τρόπο που προσλαμβάνουμε τον εαυτό μας και το σώμα μας. Ένα σώμα που παύει να είναι φυσικό πια, γίνεται ένα προϊόν πολιτιστικό σαν όλα τα άλλα. Χωρίς επιθυμία δεν υπάρχει ζωή. Πιστεύω ότι και έναν βλάκα, έναν εντελώς χάλια να ερωτευτείς, αξίζει επίσης. Κάποτε είχα ερωτευτεί σφόδρα έναν μεγαλύτερό μου άντρα. Τα βράδια πηγαίναμε  μ’ έναν φίλο μου κάτω από το σπίτι του κι αράζαμε. Το σπίτι ήταν σ’ ένα ύψωμα, έξω από την πόλη. Τρώγαμε πίτσα ή σουβλάκια και μετά εγώ άρχιζα να γαβγίζω. Είχα εξασκηθεί τρομερά στο γάβγισμα, σ’ όλη την γκάμα από τη σκυλίσια χαρά, στο παράπονο του πονεμένου σκυλιού, στο αλύχτισμα. Την άλλη μέρα ο άλλος με τιμωρούσε: “Δεν θα συναντηθούμε για μια εβδομάδα επειδή γάβγισες”». 

Η κ. Σωτηροπούλου, με αυτή την αφήγησή της, μόλις κέρδισε την επίσπευση ανάγνωσης του νέου βιβλίου της: Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα. (Πατάκης: 2022).          

— Διάβασα το «Ο Καζαντζάκης μιας νέας εποχής» του Ηλία Μαγκλίνη που προλογίζει ένα δισέλιδο στην Καθημερινή (12/3/23) με τη συμμετοχή τριών συντακτών: της Κατερίνας Σχινά, του Δημοσθένη Κούρτοβικ, και του Γιώργου Περαντωνάκη. Το ενδιαφέρον και κατάτι διαφοροποιημένο σε σχέση με τους διθυράμβους που διαβάζουμε τους τελευταίους μήνες εντοπίζεται στο ότι το συγκεκριμένο αφιέρωμα ενσταλάζει αρκετές αμφιβολίες για το μέγεθος και τη λάμψη του Νίκου Καζαντζάκη (ΝΚ) για να καταλήξει όμως στο αναμενόμενο: ο Καζαντζάκης αντέχει ακόμη. Σημειώνω το κείμενο της Κατερίνας Σχινά, γιατί πέρα από τις καίριες παρατηρήσεις που καταφέρνει σε πλειάδα θεμάτων που ταλανίζουν τα κείμενα του ΝΚ αναφέρεται και στον αντίκτυπο που είχε ο συγγραφέας στον εφηβικό εαυτό της. Και το σημειώνω αυτό γιατί ο Καζαντζάκης με είχε γοητεύσει κι εμένα ως νεόκοπο αναγνώστη. 

Και οι τρεις συντάκτες λοιπόν, αφού διατυπώνουν τις αντιρρήσεις τους για το έργο του ΝΚ οδηγούνται σε ένα ομιχλώδες συμπέρασμα για την αξία του ΝΚ ως μυθιστοριογράφου. Μπορεί και οι τρεις να βρίσκουν τις ιδέες του και το γενικότερο φιλοσοφικό (και όχι μόνο) υπόβαθρό του σαθρό, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει από το να εντοπίσουν κρυφές αρετές. Η ουσία όμως είναι ότι δεν υφίσταται μυθιστόρημα χωρίς φιλοσοφικό υπόβαθρο. Το μυθιστόρημα όσο κι αν βαυκαλιζομαστε στην ιδέα ότι δύναται να εξαντλείται σε μια μεστή, καλογραμμένη ιστορία, η αλήθεια είναι ότι αυτό συνιστά υπεκφυγή ολκής. Το να διατείνεται κάποιος, όπως διατείνεται ο κ. Περαντωνάκης, ότι ο ΝΚ «λέει ωραία παραμύθια» και «[...] δίνει στην αφήγηση μια αύρα, που της στέρησε ο μοντερνισμός, κάνει την ιστορία να καλπάζει, χωρίς να χάνει το εμβόλιμο σχόλιο, και προσφέρει στον αναγνώστη έναν πλατύ διάδρομο για να τρέξει» κάνει κάποιον σαν κι εμένα, που παρακολουθώ τον κ. Περαντωνάκη, να απορεί. Ο ΝΚ «προσφέρει στον αναγνώστη έναν πλατύ διάδρομο για να τρέξει» αν ο αναγνώστης βρίσκεται στην εφηβική και μετεφηβική ηλικία (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) και ζει, το πολύ, μέχρι το τέλος του περασμένου αιώνα. Για να είμαι δίκαιος η θέση του κ. Περαντωνάκη ενέχει ακόμη δύο παραμέτρους που δυστυχώς δεν δύναμαι λόγω ορίου λέξεων να συζητήσω εδώ. Θα ξεχωρίσω όμως, στο αφιέρωμα, ως πιο ευφάνταστο το επιχείρημα που προτάσσει ο κ. Κούρτοβικ: «Μπορείς να τον εκτιμήσεις καλύτερα σε μετάφραση, γιατί η μετάφραση τον “καθαρίζει” από το εξεζητημένα τεχνητό ιδίωμά του, που ευτυχώς δεν μπορεί να αποδοθεί σε μια ξένη γλώσσα». Τακτικός αναγνώστης της στήλης μού έστειλε το ακόλουθο: «A French enthusiast once informed James Thurber that his stories read even better in French than in English. “Yes,” Thurber replied, “I tend to lose something in the original"». Φτάσαμε δηλαδή στο σημείο να διατείνονται κάποιοι ότι είναι προτιμότερο να διαβάζεται ο ΝΚ σε μετάφραση αντί να ομολογήσουν το προφανές: δεν χάθηκε ο κόσμος να μην διαβάζεται άλλο ο Καζαντζάκης. Ναι, ναι… Όλοι γνωρίζουμε γιατί διαβάζουμε διαρκώς δημοσιεύματα στον τύπο για τον συγκεκριμένο και γιατί κάθε εβδομάδα πρέπει να σκαρφίζονται οι συντάκτες κάτι νέο για να λάμψει η αξία του Νίκου Καζαντζάκη.         

— Στον αντίποδα της συζήτησης για τον Νίκο Καζαντζάκη στέκει το «”Ας είμαστε βάλσαμο για πολλές πληγές”» (Καθημερινή, 12/3/23). Μια εξαιρετική παρουσίαση του Θοδωρή Τσομίδη για το βιβλίο της Έτι Χίλεσουν, Ζωή γεμάτη νόημα, ναι, γεμάτη νόημα - Ημερολόγια 1941-1943 (μτφρ. Π. Γεωργίου, Πατάκης: 2022). «Τα “Ημερολόγια” της Έτι Χίλεσουν μας εισάγουν σε έναν ιδιαίτερο τόπο της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, εκείνων όσων επέλεξαν συνειδητά να παραδοθούν στον χαμό προσπαθώντας ταυτόχρονα να προσδώσουν νόημα σε τούτη την απόφασή τους. Η περίπτωση της Χίλεσουμ απασχολεί τους μελετητές για δεκαετίες. Γεννημένη το 1915 η 27χρονη Ολλανδοεβραία αρνείται πεισματικά να κρυφτεί ή να διαφύγει στην Αμερική. Επιλέγει να δουλέψει εθελοντικά στο στρατόπεδο Βέστερμπορκ, προσφέροντας υλική βοήθεια και συναισθηματική στήριξη στους χιλιάδες Εβραίους που αναμένουν τη μεταφορά τους στο Άουσβιτς. Μια θρησκευτική πίστη πολύ βαθιά και προσωπική εμψυχώνει το τόλμημά της. Πράγματι, το “Ημερολόγιο” της Χίλεσουμ διαβάζεται και ως μια εκτενής προσευχή προς κάποιον ιδιωτικό θεό. Λίγους μήνες αργότερα θα θανατωθεί και η ίδια στους θαλάμους αερίων».   

Εγώ, που δεν είμαι πιστός και δεν διαβάζω τη σημασία της θρησκευτικής διάστασης σε αυτό, θα σχολιάσω κάτι πεζό που θέλω να σταθεί αντιστικτικά προς τη λογοτεχνία που έχει παραγάγει ο Νίκος Καζαντζάκης. Αναλογιστείτε τον δημιουργικό οίστρο που απαιτείται για να μεταγράψει ένας συγγραφέας κάτι τέτοιο, με αξιώσεις, σε λογοτεχνικό κείμενο. Γιατί πάντα ο στόχος στη λογοτεχνία είναι να καταφέρει ο συγγραφέας να αναδείξει το εξαιρετικό με τρόπο ελλειπτικό και ανάλαφρο και διασκεδαστικό – ναι, διασκεδαστικό ακόμη και απέναντι στη φρικωδία. Μόνο μέσα από τέτοια ακραία παραδείγματα εξάλλου καθίσταται προσβάσιμη η περίφημη φράση του Μπωντλαίρ: «Μια όαση φρίκης εν μέσω μιας ερήμου ανίας». Όποιος διατηρεί αμφιβολίες για το αν και κατά πόσο η φρίκη δύναται να προσφέρει οάσεις στον αναγνώστη βρίσκεται ακόμη στο εφηβικό ή μετεφηβικό στάδιο που μόνο ένας Καζαντζάκης μπορεί να τον συγκινήσει.  

— Διάβασα τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Βασίλης Μπισμπίκης στη Λουίζα Αρκουμανέα «Έτσι θα συνεχίσω και δεν με νοιάζει» (Lifo, 11/3/23).«Ο Βασίλης Μπισμπίκης είναι χειμαρρώδης», γράφει, ουδόλως τυχαία, η κ. Αρκουμανέα στην αρχή του κειμένου. Σε αρκετά σημεία ένιωσα ότι προσπαθούσε να οριοθετήσει τη συζήτηση: «Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι επειδή ένας καλλιτέχνης έχει ζήσει κάτι θα καταφέρει να το αποδώσει πειστικά ή γοητευτικά μέσα από την τέχνη του, έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον κ. Μπισμπίκη για να λάβει την απάντηση:

«Ναι, μπορεί τελικά το έργο να μην έχει επίδραση. Το σημαντικό είναι να έχεις πάθος γι’ αυτό που κάνεις, να πονέσεις, να ταλαιπωρηθείς, να κοπιάσεις, όχι μόνο ψυχικά αλλά και πρακτικά. Και τέλος, είναι πολύ σημαντικό να αφορά τον κόσμο, δεν το κάνεις μόνο για σένα. Και, ναι, μπορεί να μη συμβεί αυτό. Είναι σαν ένα αεροπλάνο που πάει να απογειωθεί, αλλά μπορεί και να μην απογειωθεί. Αυτό δεν το ξέρεις ποτέ. Κι αν πάλι κάνεις συνέχεια επιτυχίες, κι αυτό θέμα είναι.

Ακόμη και τώρα, στον έρωτα, στο ποτό, στη δουλειά παθιάζομαι∙ όλα τα κάνω υπέρμετρα, δεν έχω κανένα όριο».

Αυτή η απουσία ορίων είναι χαρακτηριστικό του γνωστού ηθοποιού/σκηνοθέτη. Σταχυολογώ μερικά αποσπάσματα:

«[...] δεν με ενδιαφέρει πλέον να έχω την αποδοχή κανενός. Γι’ αυτό και συμβαίνουν όλα αυτά που συμβαίνουν.

— Κανενός;

Μόνον των φίλων και των δικών μου, όχι του συστήματος. Κατανόησα και ψυχικά, όχι μόνο εγκεφαλικά, ότι αν θες να είσαι ελεύθερος άνθρωπος, δεν γίνεται να έχεις αποδοχή. Ή θα είσαι ελεύθερος και θα έρθεις σε συγκρούσεις ή θα υποταχθείς. [...] Από μικρός ήμουν δαχτυλοδειχτούμενος, ήμουν πανκ, καμιά οικογένεια δεν ήθελε να κάνει το παιδί τους παρέα μαζί μου, πάντα ήμουν έτσι, και τώρα είμαι –αλλά τότε αυτό περιείχε αγωνία και αντίδραση. Τώρα συμβαίνει το ίδιο γιατί χορεύω ή δεν ξέρω τι άλλο, αλλά δεν υπάρχει η αγωνία να αποδείξω κάτι ή να αντιδράσω. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου.

— Δηλαδή δεν σας αρέσει η αναγνωρισιμότητα;

Όχι, μου δημιουργεί πρόβλημα. Ένα ζεϊμπέκικο χόρεψα κι έγινε θέμα. Εγώ πάντα πήγαινα στα μπουζούκια και χόρευα, αλλά τώρα είναι μια τρέλα. Σε ξεφτιλίζουν και ακούς τα πιο πουριτανικά σχόλια, για το πάχος μου ή δεν ξέρω τι. [...]

— Υπάρχει κάποιο γεγονός ή κάποια σχέση της ζωής σας όπου επιστρέφετε ξανά και ξανά μέσα από την τέχνη σας;

Εντάξει, δεν έχω καμιά τεράστια πορεία. Η φιλία είναι σίγουρα ένα κομμάτι που με απασχολεί πολύ. Έχω πρόβλημα. Σοβαρό. Είμαι άνθρωπος που για τον φίλο μου σκοτώνω. Και περιμένω να κάνει κι ο άλλος το ίδιο. Όταν καταλάβω ότι δεν το κάνει, νιώθω προδομένος.

Έχω θέμα και δεν το έχω λύσει ακόμη. Γι’ αυτό έχω κολλήσει με την Κρήτη. Οι φίλοι μου οι βοσκοί κάτω στην Κρήτη, οκτώ χρόνια τώρα που κάνουμε παρέα, νιώθω ότι θα έβαζαν για μένα το χέρι τους στη φωτιά. Έτσι την έχω εγώ τη φιλία στο μυαλό μου. Γιατί από μικρό παιδί ήμουν έτσι με τους φίλους μου».

Πεποίθησή μου είναι ότι έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για μια παραγωγή της Στέγης όπου θα παρουσιαστεί, γιατί όχι από τον Βασίλη Μπισμπίκη, και μια αποδομητική μεταγραφή ενός queer Ζορμπά.