Skip to main content
Δευτέρα 29 Απριλίου 2024
I know what you did last week (8-14/8/23)

— Quote της εβδομάδας: «Αν μου ζητούσαν να ζωγραφίσω έναν ηθοποιό του θεάτρου, θα έφτιαχνα κάτι ανάμεσα σε μικροσκόπιο και ακορντεόν. Ένα πλάσμα που αποκαλύπτει τα αόρατα και τους χαρίζει τη μουσική του. Αλλόκοτο. Θεσπέσιο» (Χρήστος Χωμενίδης, «Σημαίνει φως…», Τα Νέα, 12-13/8/23). 

Η λογοτεχνία σήμερα δεν αντέχει την αργή ανάγνωση που θα έπρεπε να συνιστά χαρακτηριστικό της διαδικασίας πρόσληψής της. Η συνταγή λειτουργεί μόνο όταν το κείμενο «ρέει» ή όταν διαβάζεται σε μία ή το πολύ δύο «καθισιές». Βλέπετε, στον ωκεανό του χαμένου χρόνου που υπαγορεύει το blitzkrieg πληροφοριών που δεχόμαστε καθημερινά, δεν μένει καθόλου χρόνος για την αναζήτησή του. Ο χρόνος όμως παραμένει το απόλυτο ζητούμενο – το Άγιο Δισκοπότηρο. Η κατάσταση μοιάζει κάπως σαν να κοιτάζουμε διαρκώς μέσα από ένα τηλεσκόπιο, αλλά από την ανάποδη· όλα στέκουν μακρύτερα όσο κι αν προσπαθούμε να τα φέρουμε πιο κοντά και να χωρέσουμε περισσότερα μέσα στην ημέρα. Σχολίασα περιπαικτικά μέσα στην εβδομάδα που πέρασε τη νέα πρακτική να αναγράφεται δίπλα στους τίτλους των άρθρων των εφημερίδων –ευτυχώς μόνο στην ηλεκτρονική μορφή τους– και ο χρόνος ανάγνωσής τους. Και ο λόγος βέβαια καθίσταται προφανής: να μπορεί ο αναγνώστης μέσα σε αυτή την τροχάδην περιήγηση από τα σάιτ που επισκέπτεται καθημερινά να φτιάξει στο φτερό ένα μίκρο-πρόγραμμα για το ποια άρθρα θα διαβάσει – να γνωρίζει δηλαδή εκ των προτέρων πόσο χρόνο θα αφιερώσει. Η ανάγνωση έχει εγκλωβιστεί πλέον σε μια μηχανική εναλλαγή ερεθισμάτων που δεν επιτρέπουν τη δυνατότητα σκέψης και, όπως είπα με το παράδειγμα της λογοτεχνίας, δεν την αντέχουν κιόλας. Και αν δεν αντέχει η λογοτεχνία την αργή ανάγνωση θα την αντέχει ο τύπος; 

Κι όμως αυτό που αναζητά κανείς ειδικά στις ενότητες πολιτισμού είναι έστω κάτι που θα καταφέρει να φρενάρει για λίγο τον αναγνώστη. 

— Δεν περίμενα να το γράψω αυτό αλλά ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα που διάβασα αυτή την εβδομάδα είχε να κάνει με τον Νίκο Καζαντζάκη. Υπάρχει βέβαια εξήγηση για αυτή την ασυνέπεια απέναντι στον εαυτό μου καθώς το άρθρο της Λαμπρινής Κουζέλη «Νίκος Καζαντζάκης - Ατζέντης του εαυτού του» (Το Βήμα, 13/8/23) δεν σχολιάζει το έργο του γνωστού συγγραφέα αλλά τις προσπάθειές του να βιοποριστεί από αυτό. «Μια σταθερή εργασία, όμως, παρότι φαίνεται να την επιθυμεί και ζητεί από φίλους να μεσολαβήσουν για διορισμούς, δεν του ταιριάζει. [...] Όπως εύστοχα σημειώνει η νεοελληνίστρια Βασιλική Κοαβού σε μια επισκόπηση των βιοποριστικών ασχολιών του Καζαντζάκη, “του δόθηκαν ευκαιρίες να διοριστεί σε έμμισθες (αν όχι μόνιμες) θέσεις και να λύσει έτσι το βιοποριστικό πρόβλημα. Αυτές τις ευκαιρίες όμως ή τις αρνήθηκε ή, όσες φορές δέχτηκε τον διορισμό, παραιτήθηκε σύντομα αδυνατώντας να συνδυάσει την εργασία αυτού του είδους με την ανεξάρτητη και μοναχική ζωή που ήταν το ιδανικό του ως δημιουργού και διανοούμενου”». 

Παραθέτω επίσης την εντυπωσιακή δήλωσή του σε μια επιστολή προς τον Πρεβελάκη: «Σ’ ένα μήνα μπορώ να γράφω άνετα 5 βιβλία από 100 δακτυλογραφημένες σελίδες. Μα δεν το λέω στους εκδότες, να μη νομίσουν πως η εργασία είναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται». Σημειώνω εδώ ότι ο Καζαντζάκης αναφερόταν σε βιβλία ιστορίας για τις τάξεις του Δημοτικού. Στη δεκαετία του ‘30 ο Καζαντζάκης «[...] ετοιμάζει σειρά βοηθημάτων για τους δασκάλους και τους μαθητές του δημοτικού σχολείου» και, όπως γράφει η κ. Κουζέλη για μια επιστολή-πρόταση επιχειρηματικής συνεργασίας που λαμβάνει από τον Χιώτη δημοτικιστή παιδαγωγό Μιχάλη Παπαμαύρο, που του ζητάει να βρει από έναν «κεφαλαιούχο» 250 χιλιάδες δραχμές, «[...] τεκμηριώνοντας αφενός την κεντρική θέση του Καζαντζάκη στο εκδοτικό τοπίο της εποχής και αφετέρου τη διαχρονική λειτουργία του παιδικού και του εκπαιδευτικού βιβλίου ως οικονομικών πυλώνων της εκδοτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα».    

— Το πιο ενδιαφέρον και κυρίως ταιριαστό με το πνεύμα των ημερών άρθρο της εβδομάδας ανήκει δικαιωματικά στον Θεόδωρο Παπαγγελή. «Ο εκδημοκρατισμός της σχόλης» (Βήμα, 13/8/23) από το αφιέρωμα «Η κοινωνία του Αυγούστου». 

Παραθέτω εκτενώς προς δική σας τέρψη: «Σύμφωνα με αδιάσειστα τεκμήρια αλλά και κατά τις επιταγές ελληνοπρεπών φαντασιώσεων, η ελληνική αρχαιότητα έχει κατοχυρώσει πατέντα για ένα σωρό πράγματα, από την ατομική θεωρία και τα υψίπεδα του φιλοσοφικού στοχασμού μέχρι τα μυστήρια της φυλομετάβασης και τα διαστρικά ταξίδια αλλά, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν επεξεργάστηκε ποτέ σοβαρά την ιδέα των καλοκαιρινών διακοπών. [...] Για το αν ο Περικλής είχε εξοχικό στο παραλιακό μέτωπο της Αττικής ή αν η Λούτσα φιλοξενούσε τα μπάνια του αθηναϊκού λαού, δεν έχουμε ούτε επίσημη ούτε ανεπίσημη πληροφόρηση. Ξέρουμε, όμως, ότι για τον Σωκράτη η απόδραση από τον καύσωνα έφτανε ως τις δροσερές όχθες του Ιλισού (ας πούμε κάπου στο Παγκράτι) και το πρόβλημα, όπως αποκαλύπτει ο Πλάτωνας, δεν ήταν η γκρίνια της Ξανθίππης αλλά η άρνησή του να το κουνήσει από τα στέκια της Αθήνας. Από την άλλη μεριά ξέρουμε ότι όταν τον Ιούλιο του 64 μ.Χ. ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά στη Ρώμη, ο Νέρων λιαζόταν στο Antium beach (σημερινό Άντσιο), όπου διατηρούσε θερινό ανάκτορο παρά θίν’ αλός. Αντίθετα με τον Γκρέγκορι Πεκ και τη δική μας Αλίκη, η ρωμαϊκή αριστοκρατία δεν λαχτάρησε ποτέ “διακοπές στη Ρώμη” και, φροντίζοντας να σπείρει βίλες σε βουνό και θάλασσα για την καλοκαιρινή αναψυχή της, έκανε τα ιστορικά θυρανοίξια της περιόδου των καλοκαιρινών διακοπών, Ρωμαϊκή είναι και η πρώτη «Μύκονος»  στον κόλπο της Νάπολης, το όνομά της ήταν Βάιες, εκεί ξεκουραζόταν ο Ιούλιος Καίσαρ όταν δεν κυνηγούσε Γαλάτες, εκεί συνυπέγραφαν συμβόλαιο ηδονοθηρικής κραιπάλης οι μποέμ , τα golden boys και κάποιοι ληξιπρόθεσμοι μπερμπάντηδες της ρωμαϊκής ελίτ, εκεί πήγε κάποια “Πηνελόπη” και γύρισε “Ελένη”, εκεί ήταν το must θέρετρο, εκεί, καταπώς το βλέπαν κάποιοι φιλοσοφούντες παιδονόμοι, και το φέρετρο της ρωμαϊκής ευπρέπειας».   

— Συνεχίστε απρόσκοπτα τα μπάνια σας. Περισσότερα δεινά από την επόμενη εβδομάδα.