Skip to main content
Παρασκευή 26 Απριλίου 2024
I know what you did last weekend (15-16/10/22)

— Θα σταθώ στην ενότητα «Ανοιχτό Βιβλίο» (ΕφΣυν, 15-16/10/22) που επιμελείται ο Μισέλ Φάις. Το αφιέρωμα εδώ τιτλοφορείται «Φθινοπωρινό πεζογραφικό ψηφιδωτό» και όπως γράφει ο επιμελητής στο εισαγωγικό σημείωμα «το φετινό φθινοπωρινό ψηφιδωτό απαρτίζουν 23 συγγραφείς (εκ των οποίων τέσσερις πρωτοεμφανιζόμενοι) που παρουσιάζουν οι ίδιοι τα βιβλία τους. [...] Είκοσι τρία πρόσωπα της γραφής [...] μας δίνουν μια ευσύνοπτη αλλά μεστή πρόγευση από το νέο βιβλίο τους πριν αυτό εκτεθεί στα βιβλιοπωλεία, στους κριτικούς, στους αναγνώστες. Καταρχάς, τι τραβάει ο τακτικός συνεργάτης μεγάλης εφημερίδας που πρέπει να συμμορφώνεται και με το εμπορικό τμήμα της και να λιβανίζει «[...] το σημαντικό εκδοτικό συμβάν. Την κυκλοφορία στις 26 Οκτωβρίου του μοναδικού ανέκδοτου μυθιστορήματος τον Νίκου Καζαντζάκη [...]». Τυχερός όμως ο Καζαντζάκης καθότι γλίτωσε από την αγγαρεία να μιλήσει για το ανέκδοτο βιβλίο του. Στη συνέχεια και επί της ουσίας, το συγκεκριμένο αφιέρωμα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί φέρνει τον συγγραφέα σε δύσκολη θέση· μια θέση που θα έπρεπε πάση θυσία να αποφεύγει. Ο συγγραφέας δεν έχει καμιά δουλειά να μιλάει για το βιβλίο του καθώς το βιβλίο μιλάει για λογαριασμό του αλλά και για τον ίδιο. Όταν ο συγγραφέας διατυπώνει στο δυνητικό αναγνωστικό κοινό του για τι ακριβώς μιλάει (πόσο ωραία θα ήταν, για αλλαγή, να μας έλεγε γιατί μιλάει!), άθελά του, στενεύει τον ερμηνευτικό ορίζοντα του έργου του. Δεν πειράζει όμως, τα ευσύνοπτα αυτά σημειώματα των συγγραφέων είναι λίαν αποκαλυπτικά και ενδέχεται πάντα «να χρησιμοποιηθούν και εναντίον τους». Ξεχωρίζω το σημείωμα του Φίλιππου Δρακονταειδή που δείχνει μάλλον να ψυχανεμίζεται την παγίδα και εμφανίζεται κατάτι πιο λογοτεχνικός και κρυπτικός στα λόγια του. Εντυπωσιάζομαι με τον Θωμά Κοροβίνη που εμφανίζεται τόσο αναλυτικός. Σημειώνω ότι ο Νίκος Μάντης και η Αμάντα Μιχαλοπούλου παίζουν το χαρτί του ταυτοτικού/έμφυλου. Συναισθάνομαι τους πρωτοεμφανιζόμενους που βρέθηκαν σε αυτή την άβολη θέση. Θα προτιμήσω να διαβάσω τα βιβλία τους παρά να σχολιάσω τα λόγια τους γι’ αυτά.  

— Γράφει η κ. Μαργαρίτα Σφέτσα: «Το κοριτσάκι που μέσα από την τραγική προσωπική του ιστορία συγκλονίζει το πανελλήνιο έπαψε πολύ γρήγορα να ονειρεύεται όπως οι συνομήλικές της ότι κάποια μέρα θα φορέσει ένα ροζ τούλινο φόρεμα. Ένα κορίτσι που θα γίνει μια “σύγχρονη Σταχτοπούτα” καθώς ένας ωραίος πρίγκιπας θα έρθει να την πάρει με το λευκό του άλογο. Έτσι όπως πλησιάζουμε προς τα Χριστούγεννα, τα κοριτσάκι και οι νεαρές δεσποινιδούλες αναζητούν όλο και περισσότερο, σύμφωνα με τις μετρήσεις, “πριγκιπικά” αστραφτερά βιβλία με παραμύθια. Για τη μικρή από τον Κολωνό τα όνειρα έγιναν εφιάλτης. Δεν υπάρχουν ροζ χρώματα. Μόνο μαύρα, θλιβερά. Μια μικρή πρωταγωνίστρια σε μια ιστορία ανατριχιαστική, που δυστυχώς δεν θα ξεχάσει ποτέ!» (ΒΗΜΑgazino, τ. 270, 16/10/22). 

Λοιπόν, ας το κάνω σωστά αυτό: το απόσπασμα που διαβάσατε είναι από το editorial με τίτλο «Χαμένη αθωότητα» του περιοδικού που η κ. Σφέτσα τυγχάνει και διευθύντρια. Αρχικά, σκέφτηκα να το παραθέσω ως έχει, έτσι ώστε να προσθέσει, νοερά, ο αναγνώστης τον σχολιασμό. Μετά, άλλαξα γνώμη, θεώρησα ότι κάτι τέτοιο φαντάζει φθηνό και υπεροπτικό, και είπα να πω ακριβώς γιατί αυτό το απόσπασμα είναι τόσο προβληματικό και κάθε άλλο παρά συνεισφέρει κάτι προς τη σωστή κατεύθυνση. Το να σκέφτεται ένα νέο κορίτσι με όρους «Σταχτοπούτας» και «ωραίου πρίγκιπα», διαιωνίζει εκφάνσεις των προβλημάτων που οδήγησαν σε αυτό που συνέβη. Γιατί; Γιατί είναι ακριβώς αυτή η καταστατική ταύτιση με την υποτέλεια της «Σταχτοπούτας» που καθηλώνει το υποκείμενο και γεννά μέσα από την ιστορία την ανάγκη τής διάσωσής του από τον «ωραίο πρίγκιπα». Θα περίμενε κάποιος να μπορεί η κ. Σφέτσα να δει πέρα από μια λογική «Φίνος Φιλμ» όπου «νεαρές δεσποινιδούλες αναζητούν όλο και περισσότερο, σύμφωνα με τις μετρήσεις, “πριγκιπικά” αστραφτερά βιβλία με παραμύθια». Και αν πραγματικά αυτό υπαγορεύουν «οι μετρήσεις», ας επισημάνει η κ. Σφέτσα το λάθος. Αλλά, και αυτό είναι μεγάλο «αλλά», το να γράφει η διευθύντρια του περιοδικού, μετά από αυτό που έχει συμβεί και τη δημοσιότητα που έχει λάβει η υπόθεση αυτό το «μια μικρή πρωταγωνίστρια» –έστω κι αν κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει συναίσθηση τι γράφει–, είναι λίαν προβληματικό, γιατί προτάσσει μια καταγραφή του δράματος σε όρους θεάματος. Το «Μια μικρή πρωταγωνίστρια σε μια ιστορία ανατριχιαστική, που δυστυχώς δεν θα ξεχάσει ποτέ!» είναι γραμμή από τρέιλερ κάποιου θρίλερ και όχι η καταληκτική πρόταση editorial που καταπιάνεται με ένα τόσο λεπτό θέμα που απαιτεί χειρουργική ακρίβεια. Τελικά όμως, τώρα που το σκέφτομαι, ούτε αυτή η δεύτερη αντίδρασή μου είναι η ενδεδειγμένη. 

Ως εκ τούτου, δυο λόγια για την κ. Σφέτσα· από καρδιάς, όπως το βλέπω από την απόσταση του απλού αναγνώστη της εφημερίδας. Πώς καταλαβαίνει κάποιος με στοιχειώδεις ικανότητες παρατήρησης ότι ένας άνθρωπος σε διευθυντική θέση δεν είναι, για πολλούς και διάφορους λόγους, και τόσο αρεστός, πρωτίστως, στους ανθρώπους τού άμεσου κύκλου του; Απαντώ. Όταν βλέπει, αυτός με τις στοιχειώδεις ικανότητες παρατήρησης, να αφήνουν αυτόν τον άνθρωπο, εν προκειμένω την κ. Σφέτσα, να γράφει πράγματα που δεν τιμούν ούτε την ίδια αλλά και ούτε το έντυπο στο οποίο εργάζεται. Θα μου πείτε «μα είναι η διευθύντρια, ποιος θα τη σταματήσει;». Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά μου, και εδώ ανακύπτει και η εύλογη απορία: δεν έχει η κ. Σφέτσα έναν δικό της άνθρωπο –έναν αληθινό φίλο– να της πει, για παράδειγμα, αυτή την εβδομάδα, ότι η δωδεκάχρονη και η «χαμένη αθωότητα» στην οποία αναφέρεται, μάλλον δεν έχουν να κάνουν με «παιδικές χαρές ή τα μαγαζιά γεμάτα με κούκλες ντυμένες πριγκίπισσες, τυλιγμένες σε ροζ και ασημένια χρώματα [...]». Ή ότι τόσο το κοριτσάκι ή οι συνομήλικές του στον Κολωνό δεν ονειρεύονται ακριβώς «ότι κάποια μέρα θα φορέσ[ουν] ένα ροζ τούλινο φόρεμα» ή ότι βλέπουν τον εαυτό τους ως «[έ]να κορίτσι που θα γίνει μια “σύγχρονη Σταχτοπούτα” καθώς ένας ωραίος πρίγκιπας θα έρθει να την πάρει με το λευκό του άλογο»; Δεν τα γράφω ουδόλως ειρωνικά όλα αυτά. Είναι κρίμα, και προφανώς δεν είμαι ο μόνος που το βλέπει, να μην υπάρχει ένας άνθρωπος να σου πει «στάσου, ρε συ! Τι είναι αυτά που γράφεις;». Το πιο δυσάρεστο σε αυτή την υπόθεση είναι ότι ο άνθρωπος στον οποίο η κ. Σφέτσα, ενδέχεται, ακόμη και υποσυνείδητα, να στηρίζεται για να της πει μια κουβέντα, όχι μόνο κάνει ότι δεν καταλαβαίνει και την επαινεί για να φουσκώνει το εγώ της και να διασφαλίζει τη θέση του στον επαγγελματικό ή φιλικό κύκλο της, αλλά πιθανώς μειδιά και πίσω από την πλάτη της. 

Αυτό λοιπόν είναι το βαθύτερο πρόβλημα, και αυτή είναι η πιο τίμια αντίδραση απέναντι σε αυτά που γράφει η κ. Σφέτσα.