Skip to main content
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
I know what you did last weekend (27-28/8/22)

— Διάβασα το άρθρο της Αλεξάνδρας Σκαράκη «Σκοτεινή αλήθεια της μυθοπλασίας» (Καθημερινή, 28/8/22) στο οποίο «διαβάζει» μια συνέντευξη που παραχώρησε ο Vince Gilligan στο The New Yorker (λινκ) με αφορμή το τέλος της δεκαπεντάχρονης πορείας των δύο σίριαλ που δημιούργησε (Breaking Bad - Better Call Saul). Θα σταθώ λίγο σε αυτό το κείμενο και στη σχέση του με τη συνέντευξη πάνω στην οποία βασίστηκε γιατί έτυχε να τη διαβάσω και ήθελα να γράψω κάποιες σκέψεις, αλλά, φευ, η συνονόματη με πρόλαβε. Ο Gilligan εκφράζει μερικές ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σε αυτή τη συνέντευξη· παρατηρήσεις που έχουν να κάνουν με τη φύση της μυθοπλασίας γενικά και που θα ταίριαζαν κάπως με τον τίτλο του άρθρου της κ. Σκαράκη αλλά όχι με αυτά που γράφει σε αυτό. Ο Gilligan, στο τέλος αυτής της συνέντευξης, λέει κάτι πολύ απλό και πολύ μεστό: αναφέρει ένα περιστατικό από το παρελθόν του όταν τον είχε προσλάβει ο Michael Mann για να του κάνει κάποιες αλλαγές σε ένα σενάριο. Ο Gilligan, κάπως αδαής και αφελής, με τη φρεσκάδα τού νέου ταλέντου που μόλις αρχίζουν να του εμφανίζονται κάποιες καλές δουλειές, είχε ρωτήσει τον Mann: «Ωραία. Ποιο ακριβώς είναι το νόημα; Θεματικά, τι ακριβώς κάνουμε;» Ομολογεί δηλαδή ότι τον είχε ρωτήσει «Τι ακριβώς προσπαθούμε να πούμε εδώ;». Ο Mann τον είχε ακούσει προσεκτικά και του είχε πει: «Η δουλειά σου είναι να γράψεις μια διασκεδαστική ιστορία. Η δουλειά σου είναι να επινοήσεις ένα σενάριο που θα εμπνεύσει ηθοποιούς και σκηνοθέτη. Και, μετά, καλώς εχόντων των πραγμάτων, οι θεατές θα δουν τη δουλειά σου και θα πουν “Ω! Καταπληκτικό, αυτό ήταν πολύ ενδιαφέρον! Δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ αυτό. Μου αρέσουν οι ανατροπές. Μου αρέσουν οι χαρακτήρες”». Ο Mann είχε τελειώσει την κουβέντα με το πιο σημαντικό: «Αυτή είναι η δουλειά, τελεία. Τα θεματικά φρου-φρού (the froufrou thematic stuff) είναι δουλειά άλλων. Των καθηγητών πανεπιστημίου. Εσύ, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πεις μια ιστορία που θα συνεπάρει τον θεατή». 

Επιμένω σε αυτό, και αφιερώνω τόσο χρόνο όχι γιατί θέλω να γράψω το άρθρο της κ. Σκαράκη στη θέση της αλλά γιατί η συνέντευξη του Gilligan αναφέρει πράγματα που πολύ σπάνια συναντάει ο αναγνώστης, για τον πολύ απλό λόγο ότι είναι πράγματα που στερούνται αυτό το «froufrou thematic stuff» που αναφέρει ο Mann. Ο Gilligan, μέσα από τη μεγάλη επιτυχία που απολαμβάνει αυτό τον καιρό, έχει την πολυτέλεια, έστω για λίγο, να απεκδύεται το θέατρο, τη δηθενιά τού ανθρώπου που προσπαθεί να αναδειχθεί με μεγάλα λόγια, και έτσι προσφέρει στο κοινό μια σπάνια ευκαιρία να ακούσει το πιο απλό και ταυτόχρονα το πιο δύσκολο πράγμα: γιατί όταν ο Mann του λέει  «Η δουλειά σου είναι να γράψεις μια διασκεδαστική ιστορία» έχει πλήρη συναίσθηση του τι σημαίνει μια «διασκεδαστική ιστορία» με «ανατροπές στην πλοκή» και «ενδιαφέροντες χαρακτήρες». Και τελικά αυτό είναι και το πιο σημαντικό στη συνέντευξη του Gilligan, που δεν μένει μόνο σε αυτές τις κουβέντες αλλά αναφέρεται και σε λεπτομέρειες της δημιουργικής διαδικασίας, που, για να μπορεί να αξιώνεται τον όρο «δημιουργική», δεν είναι ποτέ ακριβώς ξεκάθαρη, προβλέψιμη, και προγραμματισμένη εκ των προτέρων. Η δημιουργία, λέει ο Gilligan, λαμβάνει χώρα, στις παρατάσεις χρόνου, στο τελευταίο λεπτό («at the eleventh hour»), εκεί δηλαδή που νομίζεις ότι δεν θα τα καταφέρεις. Να το πω κι εγώ με άλλα λόγια: μόνο όταν αμφιβάλλεις αν θα τα καταφέρεις, κάθε φορά –παρά το γεγονός ότι τα καταφέρνεις– μόνο τότε βγαίνει κάτι που δεν συνιστά μηρυκασμό και δεν είναι κίβδηλο. Τα αναφέρω αυτά γιατί αφενός η κ. Σκαράκη με πρόλαβε και έγραψε για τη συνέντευξη, και αφετέρου από τη μία επέλεξε να γράψει στο κείμενο της «Ο Γουάιτ μεταμορφώνεται «οβιδιακά» από νομιμόφρων, καταπιεσμένος οικογενειάρχης και καθηγητής λυκείου σε κανονικό εγκληματία», επέλεξε δηλαδή να δώσει στους αναγνώστες της τον προσδιορισμό «οβιδιακά» (ένα θεματικό/λεκτικό φρου-φρού), και μετά, επέλεξε, από αυτή την εξαιρετική συνέντευξη του Gilligan να μιλήσει για το ότι ο δημιουργός δεν συμπαθεί πλέον τόσο τον Ουόλτερ Γουάιτ, επειδή ήταν πάντα «ένας ψευδοηθικολόγος με υπερτροφικό εγώ» και ότι οι δύο σειρές αναδεικνύουν ότι τα όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό είναι δυσδιάκριτα. Δεν παρανόησε κάτι από τη συνέντευξη, απλώς, αξιολόγησε λανθασμένα ποιο ήταν το δυνατό σημείο της. Και το παρανόησε βέβαια γιατί το δυνατό σημείο τής συνέντευξης φάνταζε απλοϊκό και τετριμμένο. Το πιο δύσκολο πράγμα λοιπόν επιβεβαιώνεται: πώς θα πεις μια ιστορία χωρίς «θεματικά φρου-φρού», ακόμη κι όταν στην προσφέρουν στο πιάτο. 

— Επίσης στην Καθημερινή, διάβασα το άρθρο του Γιάννη Μουγγολιά «Τα σάουντρακ των διακοπών» (28/8/22). Ο κ. Μουγγολιάς σχολιάζει μερικά άλμπουμ «με φόντο καλοκαιρινά τοπία». Πάντα διαβάζω μουσικοκριτικές, όχι για να κρίνω τις γνώσεις ή τις προτιμήσεις του αρθρογράφου αλλά γιατί με ενδιαφέρουν οι τρόποι (οι μανιέρες, οι επιθετικοί προσδιορισμοί, το ύφος) στους οποίους καταφεύγει ο συντάκτης για να περιγράψει και να χρωματίσει λεκτικά κάτι που αντιστέκεται στις λέξεις: τη μουσική. Το άρθρο του κ. Μουγγολιά ενώ ξεκινάει με εύστοχες παρατηρήσεις για το soundtrack από το «Κορίτσια στον ήλιο» του Σταύρου Ξαρχάκου: «Εκπληκτικά ορχηστρικά θέματα και εξαιρετικά τραγούδια [...] ενσωματώνουν υποδειγματικά ψυχεδελικά ποπ, library, progressive αλά Pink Floyd, τζαζ, έντεχνα στοιχεία μέσω μελαγχολικού λυρισμού», γρήγορα περνάει σε ένα κρεσέντο που οδηγεί σε χαρακτηριστικά φορτωμένες περιγραφές που εισέρχονται στην επικράτεια του άβολα κωμικού/soft porn, όπου όμως δεν είσαι και σίγουρος ότι δεν θα ξεπροβάλλει από τα βραχάκια και ο αείμνηστος Κώστας Γκουσγκούνης. Έτσι, για το σάουντρακ του «Η κυρία και ο ναύτης» (Λίνα Βερτμίλερ, 1974) του Πιέρο Πιτσιόνι διαβάζουμε «[...] μεγαλουργεί με συγκινητική, φινετσάτη, ρομαντική, ερωτική μουσική. Στη γαλάζια θάλασσα του Αυγούστου, στη λευκή άμμο, στο «μεγάλο πουθενα» της κωμικής περιπέτειας, κοινωνικής σάτιρας που μετατρέπεται σε σπαρακτικό, πικρό μελόδραμα στο τέλος, τζαζ μπαλάντες, μπόσα νόβα, «χαϊδεύουν» νωχελικά τον εξωτισμό της εικόνας κινητοποιώντας πρωτόγνωρα συναισθήματα». Για το «Μαχαίρι στο νερό» του Πολάνσκι διαβάζουμε για τη μουσική του Κριστόφ Κομέντα «[...] που συνδιάστηκε αρμονικά με την ασπρόμαυρη, εκτεθειμένη στο αδηφάγο φως του ήλιου και στη διαβρωτική θαλασσινή αλμύρα εικόνα για να σχολιάσει τη γεμάτη σασπένς ιστορία ανταγωνισμού και σεξουαλικής έξαρσης». Συνεχίζω: «Σε εξωτικά καλοκαιρινά τοπία, με τη θάλασσα να θωπεύει τα γυμνά κορμιά των πρωταγωνιστών, μουσική και τραγούδια ξεπερνούν δραστικά ένα σέξι σάουντρακ χαμηλού προϋπολογισμού», γράφει ο συντάκτης για «την παγκόσμια επανέκδοση το 2022 του σπανιότατου σάουντρακ Xavana, Uma Ilha do Amor του χαρισματικού Βραζιλιάνου Χάρετον Σαλβανίνι για την τολμηρή, σκοτεινή, ερωτική ταινία (1981) του Πολωνού Ζίγκμουντ Σουλιστροβόσκι (Sulistrowski)». Λίγο πιο κάτω, εκεί που ο συντάκτης σχολιάζει την «επανέκδοση το 2019 του βινυλίου “A trip around the world”» του Αλεσάντρο Αλεσαντρόνι, διαβάζουμε: «Η ορχηστρική μουσική σκιαγραφεί μαγευτικές εικόνες σαν αυτή του κοριτσιού στη θάλασσα που ποζάρει στον φακό και «γεννά» ταξίδια, αισθήσεις και συναισθήματα. Με τα συστατικά της σπουδαίας κινηματογραφικής μουσικής του (πάνω από 40 σάουντρακ) και της συνεργασίας με τον παιδικό του φίλο Μορικόνε (υπεύθυνος για το χαρακτηριστικό σφύριγμα στα σπαγγέτι γουέστερν)». Πέρα από τα προφανή, θα σχολιάσω μόνο ότι η εικόνα του κοριτσιού στη θάλασσα δεν γίνεται να «”γεννά” ταξίδια, αισθήσεις και συναισθήματα» αν έχουμε βγει από την εφηβεία ή δεν είμαστε o Thor Heyerdahl πριν την αποστολή του Kon-Tiki. Αυτό όμως που ξεφεύγει από τον σχολιασμό που αρκείται στο σκώμμα είναι ότι συντάκτης μουσικοκριτικής αναφέρει τον Μορικόνε ως «υπεύθυνος για το χαρακτηριστικό σφύριγμα στα σπαγγέτι γουέστερν»; Το άρθρο κλείνει με ένα non sequitur (μια ανακολουθία, όπως λένε οι φιλόσοφοι): ενώ ο συντάκτης μιλάει για σάουντρακ διακοπών προτείνει «για όσους δεν πάνε διακοπές» την κωμωδία του Ζακ Τατί «Οι διακοπές του κ. Ιλό», χωρίς να κάνει όμως κάποια αναφορά σε κάτι που να σχετίζεται με τη μουσική. Τώρα που το σκέφτομαι, αν ο κ. Μουγγολιάς, σκοπίμως έχει υιοθετήσει αυτό το ύφος, έτσι ώστε να συνάδει η φόρμα του με το ύφος των σάουντρακ που έχει επιλέξει (πράγμα που σίγουρα ισχύει στην περίπτωση της ταινίας του Sulistrowski), του ζητάω ταπεινά συγγνώμη. Όπως συγγνώμη θα πρέπει να του ζητήσω και αν υπήρχε κάποιος Μορικόνε, άλλος από τον Ένιο, που έκανε παραγωγή σε ηχητικά εφέ σε σπαγγέτι ουέστερν.    

— Για να μην κλείσω με την αναπόδραστη γκρίνια μου, αναφέρω το άρθρο της Λαμπρινής Κουζέλη, «Στράτης Μυριβήλης - Ποδηλατοκένταυροι, ποδηλατοαμαζόνες και… ροδάκινα» (Το Βήμα, 28/8/22) μέρος του αφιερώματος «Η Γενιά του 1930 σ’ αεροπλάνα και βαπόρια…». Το άρθρο της κ. Κουζέλη, εκτός των άλλων, περιέχει και μια πολύ ωραία αναφορά για τον νεολογισμό «ποδήλατο». Αποδίδεται στον Βλάση Γαβριηλίδη (1848-1920) δημοσιογράφο και ιδρυτή της “Ακροπόλεως”. Γράφει ο Μυριβήλης: «Όταν ήρθε το μηχάνημα για πρώτη φορά, μεγάλη συζήτησις έγινε στις εφημερίδες. Πώς να το λέμε; Πολλές γνώμες διατυπώθηκαν. Ακόμα έφτασε κάποιος αστείος να προτείνη τη λέξι “ροδάκινον”. Να το λέμε, είπε, “ροδάκινον” διότι κινείται με την… ρόδα! Το “ποδήλατο” έγραψε ο Γαβριηλίδης. Τόγραψε και το ξανάγραψε, και η εφημερίδα του διαβαζόντανε, και οι άλλοι δημοσιογράφοι το βρήκανε βολικό και το ξανάπανε. Έμεινε το ποδήλατο».