Skip to main content
Πέμπτη 25 Απριλίου 2024
Ο Μπέκος

Το 1958 μετακομίσαμε οικογενειακως από το σπίτι της Σαμολαδούς στην οδό Αθανασίου Τσαμαλδούπη, στον όροφο του σπιτιού της οικογένειας Σαρμπάνη, στα  Γιαννιτσά.Μείναμε τέσσερα χρόνια.Η οικογένεια που μας νοίκιασε τον΄οροφο με ένα ταρατσάκι ήταν πολυμελής και ο πάτερ φαμίλιας, ο Λεονταρής Σαρμπάνης, που διατηρούσε στην άσφαλτο της κωμόπολης το καφενείο «Νέα Ρέμβη», ήταν ο μοναδικός άρρην της οικογένειάς του. Πράγματι, αυτός και η γυναίκα του, η Κυρα Δέσποινα, γελαστή και ψαρομάλλα, είχαν έξι κόρες (Κούλα, Ζαφείρω, Φυλλίτσα, Λέλα, Αρτεμισία και Βαγγελίτσα) και μια  γιαγιά, την Άμια Κυριακιώ, που δούλευε χωρις σταματημό, όπως μόνον οι γιαγιάδες της εποχής κατάφερναν.

Το σπίτι ήταν βολικό και η οικογένεια Σαρμπάνη εγκάρδια. Η Αθανασίου Τσαμαλδούπη ξεκινούσε από το σπίτι της κυρίας Μαριάνθης που ήταν η μοδίστρα της γειτονιάς, γώνιαζε με το σπίτι της Πασχαλίνας που έβγαινε με παράδρομο στο τρίτο Δημοτικό, αφήνοντας αριστερά την κατοικία των Καλογερόπουλων, ενώ την αλλη φωνία κατείχαν οι Περιμένηδες και οι Κοντσίνηδες.Απέναντι απο εμάς έμεναν οι Πυτιλάκηδες, ενώ τον όροφο νοίκιαζε ο επιθεωρητης Μπέντας με τις δύο κόρες, την Καίτη, συνομήλικη της Φυλλίτσας και την Αθηνούλα. Στην γωνιά αυτού του διώροφου ένα παράθυρο συνήθως ανοιχτό ,όπου μια κοπέλα μαντάριζε κάλτσες με ξύλινο αυγό.

Στον δρόμο σπανίως περνούσε αυτοκίνητο, αλλά πρωί κι απομεσήμερο κατέβαινε μια αγέλη αγελάδες που γνώριζε την διαδρομή. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος του αδελφού μου Γιαννάκη, τότε τρίχρονου, φόβος που είχε επεκταθεί σε κάθε ζωντανό της περιοχής, ακόμη κι αν απείχε αρκετά-εννοώ γάτες και κοκκορια.Το βασίλειό του ήταν το ταρατσάκι ,όπου έπαιζε στην χτιστή βραγιά και τον συνέδραμα με χημικό πόλεμο-ήταν ένα σωληνάριο Πιπεραζίνη, φάρμακο για νεφροπάθειες, κάτι λευκά σκουλικάκια, που τα κλείναμε σε ένα μισοάδειο σωληνάριο βάζοντας μαύρα μυρμήγκια μέσα με λίγο νερό και δημιουργούνταν έκρηξη που ξετάπωνε το σωληνάριο και  για εμάς ήταν αναπαράσταση του πυραυλικού  ανταγωνισμου Σοβιετικης Ένωσης και ΗΠΑ οι οποίες ξαμολούσαν πυραύλους.¨Ηξερα από ακρωτήριο Κανάβεραλ επειδή τραύλιζα και οι τιμωρημένοι του διαλείμματος μου έσκαζαν αποκριάτικες καψούλες στο κεφάλι, θυμωμένοι για τα τεσσάρια που τους έβαζαν  οι δάσκαλοι.

Ήταν άνοιξη και είχαμε δάσκαλο τον κύριο Νικολαϊδη που μας πήγαινε στην αυλή του να μας δείξει τα μελίσσια του, ενώ ήρχονταν στο σχολείο ο κύριος Αβράμης για να κλαδέψει τις τριανταφυλλιές της σχολικής αυλής.

Η «Νέα Ρέμβη» ήταν ξακουστή επειδή είχαν έρθει οι βασιλείς να μοιράσουν βιβλιάρια προικοδοτήσεως απόρων κορασίδων και η Φρειδερίκα με τις κυρίες επί των τιμών πόθησε καφέ και ο θρύλος ήθελε τον Λεονταρή να της τον ψήσει και η άνασσα, επειδή το χέρι του έτρεμε από το τρακ ρώτησε «κόκκαλα έχει αυτός ο καφές;» και ο κοσμος θαύμαζε που ήταν απλή και κατεχε τα ελλένικος.

Το 1958,τοΠάσχα έπεφτε 13 Απριλίου και κάθε άνοιξη ο Λεονταρής έφερνε στην αυλή ένα κατσικάκι, που είχε μονίμως το όνομα «Μπέκος». Τα κορτσούδια τον λάτρευαν και τον στόλιζαν έως το Μέγα Σάββατο.

Το τραπέζι στρώνονταν ανήμερα της Πασχαλιάς και η οικογένεια έτρωγαν μαζί, με τον Λεονταρή στην κεφαλή του τραπεζιού.Και ξεκινούσε θρήνος και οδυρμός για τον Μπέκο που εσφάγη και ήταν όμορφο κατσικάκι. Μέ τις πρώτες μπουκιές, η αυλή  γέμιζε επαίνους για την νοστιμιά του σφαγίου και άντε πάλι δάκρυα για τον Μπέκο.

Ήταν εμπράγματη εφαρμογή του όρου «κλασίγελως».

Με αυτά και με άλλη φτάσαμε μέσα Μαϊου και στες 15 ήρθαν οι εκλογές.Το Κέντρο τότε δεν ήταν ενωμένο, Παπανδρέου και Σοφοκλής Βενιζέλος ήταν στα μαχαίρια, στην ΕΔΑ ήσαν ,κατά το ραδιόφωνο, όλοι συνοδοιπόροι και κομμουνισταί, ο Καραμανλής σοφίστηκε ένα εκλογικό σύστημα όπου θα ψηφίζονταν η ΕΡΕ και το Κέντρο, βυθίζοντας την ΕΔΑ στην Τρίτη θέση, αλλά τότε δεν κάτεχαν καλά το σύστημα και η ΕΔΑ βγήκε δεύτερο κόμμα με 79 βουλευτες και 24% και έπεσε μουγκα και θρήνος που θα ήρχονταν οι κόκκινοι να μας απωλέσουν αύτανδρους.

Εμεις ως παιδιά περιμέναμε να αλλάξει ο καιρός και ο Μπέκος να μη ξανασφαγεί, αλλά από ένα σπίτι της Τσαμαλδούπη, γλυκό βραδάκι του Μάη, είδαμε όλοι στην γειτονιά που μπούκαραν  σε γωνιακό σπίτι και πήραν τον πάτερ φαμίλια για την εξορία. Δεύτερο ξεδεύτερο κομμα η ΕΔΑ, αλλά ο μηχανισμός δεν ήταν αλειτούργητος και ακολούθησαν χρόνια όπως το 1961 με την νοθεία και ο Μπέκος συνέχιζε να θυσιάζεται. Ακομη συνεχίζει.