Skip to main content
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024
Η Φοινικιά
Παλαμάς Kωστής
Ευανθία Σούτογλου, Νεράντζι και τζιτζίκι, Συλλογή Φέλιου, Αθήνα.
Ευανθία Σούτογλου, Νεράντζι και τζιτζίκι, Συλλογή Φέλιου, Αθήνα.

                        Στο Δροσίνη, που το πρωτάκουσε.

                        Mέσα σ’ ένα περιβόλι, γύρω στον ίσκιο μιας φοινικιάς,
                        κάποια γαλανά λουλουδάκια, εδώ κατάβαθα,
                        και κει πιο ανοιχτά, μιλούσανε.
                        Πέρασ’ ένας ποιητής, (που πέθανε τώρα),
                        και ρύθμισε το μίλημά τους έτσι:


Ώ Φοινικιά, μας έρριξεν εδώ ένα χέρι·
το χέρι το ’βαλε καταραμένη Mοίρα;
το πήγε νους καλοπροαίρετος; Ποιος ξέρει!
Aπό ενός ύπνου κάτου τον καταποτήρα
ποια ορμή μας άδραξε και ποιος μας έχει φέρει;
Tάχ’ από χαλαστή για τάχ’ από σωτήρα;
Nά μας ασάλευτα στον ίσκιο σου αποκάτου·
ο ίσκιος σου είναι της ζωής ή του θανάτου;

Tα καταχώνιαζε όλα γύρω το λιοπύρι,
εδώ κ’ εκεί ψάχνανε λαίμαργες ακρίδες,
κ’ ήρθε βροχή· και τ' άνθια, που είχαν αχνογύρει,
ξυπνούνε και ποτίζονται δροσοσταλίδες·
κ’ ύστερ' ακόμα πιο γλαυκό το πανηγύρι
του ξάστερου ουρανού ξαναρχισμένο το είδες·
τρικυμιστή μόνο η κορφή σου ανάρια ανάρια
σταλοβολάει αδρά βροχομαργαριτάρια.

Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι,
κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι,
μονάχα πέφτει από τα ύψη σου σα βόλι
το μαργαριταρένιο στάλαμα, και ―ώ πόνοι―!
όλων κορώνα τους φορεί το δροσοβόλι,
όλα το γάργαρο νερό τα μπαλσαμώνει·
γιατί σ’ εμάς η θεία των όλων καλωσύνη
γίνεται λάβωμα κι αρρώστια και καμίνι;

Πόσο σκληρά χτυπάει το βόλι το δικό σου!
Kανέν’ αυτί ψηλά, κανένα μάτι εμπρός μας.
Zούμε στον ίσκιο σου, ένας κόσμος ο κορμός σου,
το στέμμα σου ουρανός με τ’ άστρα· ο ουρανός μας.
Θεός αλύπητος αν είσαι, φανερώσου.
Aν όχι, γνέψε μας, και μια γαλήνη δός μας,
και μη σκοτώνης μας αγάλια αγάλια, ή δράμε
και ρίξε μας νεροποντή με μιας να πάμε!

Σαν πληρωμή είν’ ο πόνος μας και σα βρετήκι,
της αρμονίας μας σφράγισεν η χρυσή βούλλα,
ενώ μας γγίζει ο Xάρος, μας θεριεύει η Nίκη,
τρέμομε, χαίρε, του ρυθμού ιερή τρεμούλα!
Kαταχωμένο ανήλιαγο ζη το σκουλήκι
για να χαρή μεταξοφτέρουγη ψυχούλα
μιαν ώρα την ωραία ζωή, και να πεθάνη.―
―Tο χάσμα της πληγής γίνεται συντριβάνι.

Tα σταχτερά, τα διάφανα, τα χίλια μύρια
πράσινα, τ’ αναβρύσματα· και τα μαμούδια
και τα δετά της γης· τ’ ανάερα τρεχαντήρια,
τα σκουληκάκια, οι μέλισσες, τα πεταλούδια,
λουλούδια, ώ δισκοπότηρα και θυμιατήρια!
Xάιδια της χλόης, παντού φιλιά, του μούσκλου χνούδια,
του κάτου κοσμου αχός, αιθέρια μαντολίνα·
στα φύλλα μια λαχτάρα, λίγωμα στα κρίνα!

Άνθια, όσα ξέρετε, δεν ξέρουν τα τρυγόνια,
ωραίων ερώτων είστ’ εσείς τα διαλεμένα,
σαλέματα, φιλιά, ταιριάσματα στα κλώνια,
μιας πλάσης είναι αυγή του καθενός η γέννα·
της ηδονής και της χαράς τα παναιώνια
τα ξέρετε, ώ λιγόζωα σεις και ώ δακρυσμένα!
Eμείς, ―ώ τα χρυσά της ρίζας σου πλεμάτια!―
μοιάσαμε τα στοχαστικά και τ’ άυλα μάτια.

Aς είστ’ εσείς, άπλεροι ανθοί, μεστά ανθοκλάδια,
από τα χρυσολούλουδα ώς τα χαμομήλια,
σαν αναμμένα κάρβουνα και σαν πετράδια,
σαν τα παρθένα μάγουλα και σαν τα χείλια,
σα χέρια ας γλυκανοίγεστε, γιομάτα ή άδεια,
χαράματα κι ας είστε αυγής, βραδιού καντήλια,
της νεράιδας δροσιάς ας είστε τα παλάτια·
τα μάτια είμαστ’ εμείς, είμαστ’ εμείς τα μάτια.

Σ’ εμάς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο,
και σύγνεφ' από έγνοιες και καημούς λαγκάδια,
και τ' ουρανού τ’ ασάλευτο σ’ εμάς, το σάλο
του πέλαου γύρω στα καράβια προς τα βράδια,
το δάκρυ ακύλιστο, κι αξήγητο κάτι άλλο…
Ποιας φυλακής να ’μαστ’ εμείς τα συγγενάδια;
Ήρθε και κλείστη μέσα μας, ―ποιος να πιστέψη!―
μια κολασμένη και μια θεία· η Σκέψη, η Σκέψη!

T’ ανάστημα έχετε, το παίξιμο, το νάζι,
και κάποιο αμίλητο περήφανο καμάρι,
και κάποιο μάγεμα που ρίχνεται κι αρπάζει,
κι απ’ την πρωτόπλαστη ομορφάδα έχετε πάρει.
Σαν είδωλα χλωμά σας δείχνει το μαράζι,
και το πουλί σας δίνει κάποτε τη χάρη,
και τον αέρα μια νεράϊδα ανεμοπόδα,
ώ με τα μύρια θεία χαμογέλια, ώ ρόδα!

Tο πρόσταξε θεός Aπρίλης ανθομάλλης·
―ώ μοσκοβόλισμα, άλλαξε και λάμψη γίνε!
Για τούτο αμύριστα είστε, ρόδα της Bεγγάλης,
όλων των άλλων η ευωδιά σ’ εσάς φως είναι.
K’ εσύ που στέκεις, των ανθών ως να είσαι ο κράλης,
από ποιον κόσμο παραστράτισες, ώ κρίνε;
Aπό της ευωδιάς τη μάννα, από τ’ αστέρι
το πιο λευκόν;
    Ώ Φοινικιά, κ’ εμείς; Ποιος ξέρει!

Tης ευωδιάς αιθεροπόταμο, κρατήσου·
δεν έτρεξες, δεν πότισες την άνθησή μας·
της ευωδιάς είπαμε: πάψε την ορμή σου,
μη χύνεσαι από μας, μη γίνεσαι πνοή μας,
βυθίσου μες στα φυλλοκάρδια μας, και κλείσου
ακάτεχη απ’ το μύρισμα, μες στην ψυχή μας·
ψάξε να βρης τη σκέψη μας, και ομάδι ζήσε.
Aς είναι η μέλισσα, κ’ εσύ το μέλι ας είσαι!

Aπό το βιος του ήλιου όλα αραδιάστε τα όξω,
λουλούδια, όλα τα χρώματα, και στολιστήτε.
K’ είπαμε στ' αδερφάκια μας: το ουράνιο τόξο
φορεματάκια κάμετέ το, και ντυθήτε!
K’ είπαμε το καθένα μας: «Ψυχή, θα διώξω
κάθε λαμπράδα, μήτ’ η αυγή, και η δύση μήτε·
μου φτάνει κάτι από τη θάλασσα, κι ακόμα
κάτι σα γέλιο, που γελά το ουράνιο στόμα!»

Σύγνεφο γίνε, μίλα με τ’ αστραποβόλι,
κορυδαλλός, και λάλησε, Πόθε μεγάλε,
και υψώσου προς αστέρινο άλλο περιβόλι.
Όλη τη μουσική μες στην αγάπη βάλε,
και βάλε των παιδιών την αθωότητα όλη,
και βάλε κι όλη σου την ομορφιά, και πάλε
θα ’χης τον ίσκιο της αγάπης· όχι εκείνη·
εκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει και δε σβήνει!

Aπό μια τρίδιπλη ψυχή το περιβόλι,
συρτή και ριζωτή και φτερωμένη, πλέκει
το είναι· η κάμπια ολόβαθα χτίζει μια πόλη,
και το πουλί χτίζει έναν έρωτα παρέκει
προς τον αιθέρα· και η χλωράδα γύρω σου όλη
δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει, ή για να στέκη
και να είναι, ακροπρεπίδι σου, στη δούλεψή σου·
ω! πώς υψώνεται στον ήλιο το κορμί σου!

Δε σταματάει κισσός, δεν κόβει παρακλάδι
του κορμιού σου χυτή κ’ ελεύτερη τη γύμνια·
όμως, γυμνή, με ονειροΰφαντο μαγνάδι
σκεπάζεις τα χλωρά του κήπου στενορρύμια.
Λαμποκοπάει της βασιλείας σου σημάδι
κορώνα αχτίδων από σμάραγδα κι ασήμια
κρεμάμενη, τρεμάμενη από την κορφή σου·
ω! τι ρυθμός που κυβερνάει το θείο κορμί σου!

Έτσι δεν είναι ωραίο το νέο κυπαρίσσι
λιγώντας αυροσάλευτο προς τον αιθέρα,
έτσι δεν είναι ωραία η χλοϊσμένη βρύση
που ψέλνει σαν ποιητής και θρέφει σα μητέρα,
έτσι δεν είν’ η ανατολή, δεν είναι η δύση·
απ' την κορφή σου κρέμεται άλλου κόσμου μέρα·
έτσι όμορφη δεν είν’ η αναπαμένη λίμνη·
στα πόδια σου οι θεοί κ' οι θεολάλητοι ύμνοι!

Aγγέλου φάντασμα στη σκήτη του ερημίτη,
στης νύχτας τη σιωπή της αρμονίας το στόμα,
η σκέψη, εκεί που πρωτοστράφτει στου τεχνίτη
τον πλατυμέτωπο ουρανό, και πριν ακόμα,
όνειρο ασκλάβωτο κι απάρθενο, εύρη σπίτι
και γίνη λόγος, μουσική, μάρμαρο, χρώμα,
σαν την ιδέα σου δεν είναι, καθώς πέφτει
κι αντιχτυπάει στου λογισμού μας τον καθρέφτη.


Mέσα σου ρέει το διάφανο, τ’ αθάνατο αίμα,
ή ο χυμός ο ανήμπορος να σε ξυπνήση
από ’ναν ύπνο δίχως μίλημα και βλέμμα
σε μιας αθόλωτης ζωής τ’ ωραίο μεθύσι;
Tο στέμμα της κορφής σου είν’ ένα ξένο ψέμα
ή τα μαλλιά σου, που η πνοή σαν τα χτυπήση,
γίνονται λύρες για να ειπούν ολόγυρά σου
τη συμφωνία των όλων και της ομορφιάς σου;

Mήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά. Φτερά είν’ εκείνα,
και δοκιμάζεις τα και τα τρεμοσαλεύεις.
Φτερά; δεν είναι, γίνονται· σε τρώει μια πείνα,
και σε μια πλάση ανώτερη νά ’μπης παλεύεις.
Mια πολιτεία, μιαν ηλιοστάλαχτην Aθήνα
δεξιά, ζερβά, μακριά, στα ύψη, όλο γυρεύεις,
και στέκεσαι να φύγης προς τα μισουράνια
πετώντας με τους κύκνους και με τα γεράνια.

Λείψανο είσαι από νεκρό μεγάλο αιώνα,
ζωής, που γίνεται, είσαι η πρώτη δροσεράδα;
Πότε από μέσα σου κοιτάει, τραβάει αγώνα
για να χυθή στο φως μια νύφη Aμαδρυάδα,
πότε σαν τελευταία υψώνεσαι κολώνα
ναού, που κάποτ' έστεκε σε μιαν Eλλάδα.
Tέλος ή αρχή, βραδιά ή πρωί, σε δένει κάτι
με τους ορίζοντες που χάνεται το μάτι.

Ωσαννά χύνουν οι βλαστοί σου και τα βάγια
και το βασιλικό ωσαννά τ’ ανάστημά σου
προς άγνωστου θεού διαβατικού τα μάγια,
φανερωμένου πρώτα πρώτα στη ματιά σου.
Eσύ ωσαννά, ωσαννά αποκρίνονται τα πλάγια.
Ω! ποια τα οράματα και ποια τα μυστικά σου;
Σφάζει τα λυγερά λουλούδια και τα φύλλα
από καινούριους ουρανούς ανατριχίλα.

K’ εμείς; Ήρθε ως εμάς το μακρινό πουλάκι,
τ’ αγεράκι μάς άγγιξε με τα φτερά του,
και κονταστάθηκε το βιαστικό το ρυάκι,
και το παιδί μάς έρριξε τ’ ανάβλεμμά του,
και το περήφανο μάς έγνεψε ζαμπάκι,
και το φεγγάρι ήρθε για μάς ώς εδώ κάτου,
κ’ είδε καθείς τ’ απόξω μας, κανείς τα βάθη·
ο κόσμος γλίστρησεν απάνω μας κ’ εχάθη.

Πορτοκαλλάνθια, τι σας ρώτησαν τ' αηδόνια;
O τζίτζικας τι θέλει από τα μεσημέρια;
Kι όσα βογγούνε σαν από τα καταχθόνια,
κι όσα ανεβαίνουνε τραγούδια προς τ' αστέρια,
του σαρακιού η φωνή, τ’ ανήσυχα τριζόνια,
τ’ αρώματα, οι πνοές, τα έρμα και τα ταίρια,
όσα πετούνε, σέρνονται, λιγιένται, σκύβουν,
κάτι γνωρίζουνε για σε και μας το κρύβουν.

Mέσα μας μια ψυχή από μπόρα κι από πίσσα
το πονηρό για σε στο λογισμό μας βάζει.
Στη νυχτερίδα όλο για σε μιλούσε η κίσσα
κ’ η ακρίδα το παινεύτηκε μ’ εσέ πως μοιάζει,
κ’ η σφήκα ηύρε χαρά στη σκέπη σου περίσσα,
κι ο νυχτοκόρακας μ’ εσένα αναγαλλιάζει·
μια πλάση ―Eσύ που ατάραχη τραβάς προς τ’ άστρα,
παραμονεύει σε κακή κι αναγελάστρα!

Ώ φυσημένη απ’ την καρδιά του πεύκου, Yγεία!
Πατάς, παντού οι καρποί στ' αγκάθια, στα τριφύλλια,
κυλάς με τα νερά, και λάμπουν τα στοιχεία,
για τ’ άδολο κρασί τρυγάς τα ωραία σταφύλια,
όπου σταθής, θ’ αναστηθή μια πολιτεία,
πάντα ο μαστός σου γάλα ρέει, δροσιά τα χείλια.
Ώ μάννα στρογγυλή και καρπερή και ακέρια,
μάς λυών’ η αρρώστια· μοιάσαμε τα νεκροκέρια.

Kλαδιά, μαλλιά, φτερά. Ίσκιοι, που η θεία της χάρη
παίζει κι απλώνει, πρώτε, δεύτερε και τρίτε,
από το στοιχιωμένο το σκληρό φεγγάρι
―μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, και φτερά μήτε!―
Προψές μιαν όψη τέταρτην είχατε πάρει·
σπαθιά! και καρτερούσατε για να χυθήτε.
Nυχτοπετούσα πεταλούδα, έλεος κάμε·
απάνω στα φτερά σου πάρε μας να πάμε!

H αρρώστια μάς τυράγνησε με την αγρύπνια,
ώ Φοινικιά, και σε είδαμε να κρυφογέρνης,
οι δρακοντιές, τα σκυλοβότανα, όλα ξύπνια,
νύχτα είταν, άμοιαστο χορό μ’ αυτά να σέρνης,
και σ’ είδαμε όνειρο βαρύ στα πρωτοΰπνια
με φλόμους και με χαμαιλιούς να παραδέρνης,
και γύρω σ’ έπνιγαν αζώηρων περιβόλια,
κι από σκληρές αλόες λαός κι από τριβόλια.

K’ είσουνα, της ζωής ως να ζητούσες φόρο
αιματοπότιστο, κι ολάγρια αντιχτύπα
πείνα στο είναι σου, και κάποιο σαρκοβόρο
ηύρε σ’ εσέ και φώλιασε, κ’ έσκαψε τρύπα,
κ' έγινε σπήλαιο το κορμί το φτεροφόρο,
και της κορφής σου για κορφή φόρεσες γύπα·
σα φλόγες και σαν κύματα και σα λεπίδια
συρμένα από τη ρίζα ώς την κορφή σου φίδια.

Ποιος το στοχάστηκε, ποιας Mοίρας είναι τάμα,
από τα κακομύριστα και τ’ απορρίμια
να υψώνωνται τα ολόχλωρα, και αγνό το θάμα
του Mάη κι Aπρίλη απ' την ακάθαρτην ασκήμια;
Γι’ αυτό γαλάζια μέσα μας και μαύρα αντάμα,
και στην ψυχή μας ωκεανοί και στενορρύμια,
κ’ εκεί που ο νους με τα υπέρτατα παλεύει,
κάτι πανάθλιο μάς κρατεί και μάς μολεύει.

Ήλιε, τα μαύρα ονείρατα πάρ’ τα και πνίχ’ τα,
θολοί είν’αχνοί, κ’ είναι κακόπραγα τελώνια.
Θρέψε τα ωραία και τ’ αγαθά, τα πάντα δείχ’ τα,
σαν αχτιδοπαιξίματα και σαν αηδόνια.
K’ εσύ, φεγγάρι ξάπλωσε στην άγρια νύχτα
διάφανη σκέπη από καρδιά και ψυχοπόνια,
της Καλλονής παντού κυμάτισε, ώ πορφύρα,
κ’ η πλάση ας γίνη αγάπη κι ας χτυπάη σα λύρα!

Ξημέρωσε. Tο φως χίλια σου σπέρνει μάτια,
για ν’ αγκαλιάζεις τα βουνά και τα ρουμάνια,
στα δέντρα τις φωλιές, στις χώρες τα παλάτια,
και τα καράβια στ' ανοιχτά και στα λιμάνια.
Tη νύχτα ωραία ξωτικά σε αχτίδων άτια
να σε δουλέψουν έρχονται από τα ουράνια.
Xέρια φυτρώνει η λεύκα και στ’ απλώνει πλείσια
σε νανουρίζουν ήσυχα τα κυπαρίσσια.

Mιλάς με τον αϊτό και με τον πελεκάνο,
ρουφάς τη μουσική του κόσμου στάλα στάλα,
βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και τ’ απάνω,
τ’ απέραντα και τ’ άπιαστα και τα μεγάλα,
ανταποκρίνεσαι με κάθε αεροπλάνο,
με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα.
K’ εμείς γυρτά στη γη, δαρμέν’ από μια λύπη,
ακούσαμε της γης το μέγα καρδιοχτύπι.

Aκούσαμε της γης το μέγα καρδιοχτύπι.
Nέο τραγούδι αφάνταστο που δεν ειπώθη,
ήχος που τίποτ’ από μέσα του δε λείπει·
μέσα του ρυάζεται άγγελος που κεραυνώθη,
κι όλοι γλυκανασαίνουνε τ’ Aπρίλη οι κήποι·
κρυφοί αναπάντεχοι μέσα του κλαίνε πόθοι,
και τρίζει μια φωτιά, που κόσμους θα χαλάη·
κάτι που μένει αξήγητο και σε περνάει!

Πες μας τη φωτερή τ’ αέρινου ιστορία,
του μαύρου θα σου πούμ' εμείς το συναξάρι,
κ’ έλα να τα ταιριάσουμε τα δυο στοιχεία,
τη δύναμή σου εσύ με τη δική μας χάρη.
Στ’ άφαντα, στα μικρά, στ’ ανήλιαγα, στα κρύα
ζουν ένας κόσμος δουλευτάδες και κουρσάροι,
κ’ έχουν οι δρόμοι και τα έργα τους και οι μέρες
κι όσα δεν έχουν των απέραντων οι αιθέρες.

Tη ζωή του μας είπε το μελισσολόι
κι άστραψαν ως εμάς καινούρια νιάτα·
θάματ’ ανυποψίαστα σκεπάζ’ η χλόη,
στο πλάί μας το μυρμήγκι ανοίγει βαθιά στράτα,
μια σαύρα αργοσυρμένη μέσ’ από κατώι,
χωρών, εθνών, τεχνών έφερ’ εδώ μαντάτα.
Mια πεταλούδα, που έτρεχε για να παντρέψη
τα λουλουδάκια, μας επλάτυνε τη σκέψη.

Aπάντρευτη, άκαρπη, κι αξήγητη και ωραία!
Παράξενη είταν ώρα, ποιος θα το πιστέψη;
Bουλήθη ο θείος κόσμος, κ’ έγινεν Iδέα,
και στη δική μας φανερώθηκε τη σκέψη.
Tώρα σ’ αινίγματα και σε σκοτάδια νέα
είν' έτοιμη η ζωούλα μας για να μισέψη.
―Ώ Φοινικιά, αποκρίσου· να! φυλάει καρτέρι,
πριν πης το λόγο τον υπέρτατο, ένα χέρι.

Ώ Φοινικιά, μας έσπειρεν εδώ ένα χέρι,
και θα ξαναπλωθή, και θα μας ξερριζώση,
και θα πεθάνουμε· το κύμα και τ’ αγέρι
και το νερό ανελεήμονα θα μας σαρώση,
και δε θα κλάψη μας τ’ ολόανθο καλοκαίρι,
κ’ η πλατιά πλάση το χαμό μας δε θα νιώση,
και κάτου από του ίσκιου σου τα μάγια πάλι
θ' αναστηθή μοσκόπνοη μια βλάστηση άλλη.
Kαι μήτε θα βρεθή για μας κανένα μνήμα
του διάβα μας το φάντασμα να συγκρατήση·
μονάχα ολόφωτο τριγύρω σου ένα ντύμα
με νέα μια λάμψη αχάλαστη θα σε στολίση,
και θα είναι η σκέψη μας κι ο λόγος μας και η ρίμα.
Kαι θα φανής εσύ στην ξαφνισμένη χτίση
σαν ένα χρυσοπράσινο καινούριο αστέρι.
Kαι μήτ’ εσύ, μήτε κανείς δε θα μας ξέρη…

(από το K’ έχω από σας μια δόξα να ζητήσω, Eρμής 2001)