στροφή α΄.
Ας μη βρέξη ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίση
το χώμα το μακάριον
’πού σας σκεπάζει.
β΄.
Ας το δροσίση πάντοτε
με’ τ’ αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη·
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ’ άνθη.
γ΄.
Ω γνήσια της Eλλάδος
τέκνα· ψυχαί ’πού επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Hρώων,
καύχημα νέον·
δ΄.
Σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιάν σάς έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.
ε΄.
Αλλ’ αν τις απεθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον,
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.
ς΄.
Αφ’ ου εις του πρώτου ανθρώπου
τους οφθαλμούς, η πρόνοος
φύσις τον φόβον έχυσε,
και τας χρυσάς ελπίδας,
και την ημέραν·
ζ΄.
Eπί το μέγα πρόσωπον
της γης πολυβοτάνου,
ευθύς το ουράνιον βλέμμα
βαθυσκαφή εφανέρωσε
μνήματα μύρια.
η΄.
Πολλά μεν σκοτεινά·
φέγγει επ’ ολίγα τ’ άστρον
το της αθανασίας·
την εκλογήν ελεύθερον
δίδει το θείον.
θ΄.
Έλληνες, της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι·
Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
από σας προκριθείν
άδοξος τάφος;
ι΄.
O Γέρων φθονερός,
και των έργων εχθρός,
και πάσης μνήμης, έρχεται·
περιτρέχει την θάλασσαν
και την γην όλην·
ια΄.
Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης,
και τα πάντα αφανίζει.
Xάνονται η πόλεις, χάνονται
βασίλεια, κ’ έθνη·
ιβ΄.
Αλλ’ ότε πλησιάσει
την γην οπού σας έχει,
θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
ο Xρόνος, το θαυμάσιον
χώμα σεβάζων.
ιγ΄.
Αυτού αφ’ ου την αρχαίαν
πορφυρίδα, και σκήπτρον,
δώσωμεν της Eλλάδος,
θέλει φέρειν τα τέκνα της
πάσα μητέρα.
ιδ΄.
Kαι δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν, και ειπείν· Tον ένδοξον
λόχον, τέκνα, μιμήσατε,
λόχον Hρώων.