Εις σύρτιν, όπου στρώνεται ανύποπτος γαλήνη,
το εύθρυπτον ακάτιον του βίου μου προσπλέει·
χειρ άγνωστος την τρόπιδα προς ταύτην διευθύνει,
και πεπρωμένη θύελλα ως ζέφυρός μου πνέει.
Και μόνον, οίμοι! οι καιροί του βίου δεν γυρίζουν!
Ο ρους των τας ημέρας μας, ως χείμαρρος αφρίζων,
σύρει· το μέλλον μας κεναί ελπίδες χρωματίζουν,
και τ’ αποκρύπτει μελανός και κατηφής ορίζων!
Διώκουσαι τους πόθους μας αι ψυχικαί μας κλίσεις
φεύγουν, πετούν με την ζωήν στου τάφου μας τα σκότη,
που λύπαι, αναμνήσεις
δεν μας κεντούν, αλλά το παν με την ζωήν υπνώττει.
Και η ζωή μας ύφασμα ονείρου και χιμαίρας
ψυχρά ως αντανάκλασις ακτίνος τεθλασμένης
ημελημένον δώρημα τυχαίας ειμαρμένης,
αλλού φαντασιοκοπεί στιγμάς εντελεστέρας.
Μόνη ο κλέφτης τιμή θέλει να ’χει,
σαν χαθεί, να του βγάλουν τραγούδια.