Επάντεχα την ξενιτειά προς ώρας πανηγύρι,
κι αυτή ακράτο με κερνάει φαρμάκι στο ποτήρι.
Αμ’ είν’ βαρύς ο χωρισμός, παραβαριά τα ξένα,
παράχουν πάθια αμέτρηγα, παραδυσκολεμένα!
Γυμνός στον κόσμο μπήκα και θέλα βγω γυμνός·
ο κόσμος είναι ξένος, δεν έμεινε τινός.
Διαβατικά τ’ ανθρώπινα σαν ποταμιού νερό,
τα νιάτα χάρου, κόρη μου, μη χάνεις τον καιρό.
Λεν ο κόσμος, η αγάπη
έχει βάσανα πολλά.
Εγώ λέγω πως σε τούτο
δε στοχάζουνται καλά.
[...]
Λογαριάστε, και θα βρείτε
νούλα όλα τα πικρά,
αν τα βάλετε στο ζύγι,
και φιλήσω μια φορά!
Αχ! Έρωτα, δε φτάνουν της μέρας οι καημοί,
τα βάσανα κι οι πόνοι κι οι αναστεναγμοί;
Τη νύχτα δε μ’ αφήνεις καν δίχως ταραχή;
τη νύχτα χάρισέ μου μικρή ανακωχή.
Ω Αφροδίτης γέννα, παντού υπερβολή,
και σ’ εύνοια κι οργή σου ορμή παραπολλή.
Σαν πεταλούδα στη φωτιά, σ’ εσένα γύρες φέρω
κι οχ τη φωτιά που καίγομαι να φύγω δεν ηξέρω.
Λεν το κοράλλι κόκκινο, μόν’ δίχως νοστιμάδα·
δεν έχει σαν τ’ αχείλη σου βαφή και κοκκινάδα.
Ατίμητο το στόμα σου, άντ’ αρχινάει να κρένει,
με μέλι και με ζάχαρη ποτάμι ακέριο βγαίνει.
Εσύ να δείχνεις απονιά καθόλου δε σου πρέπει,
γιατί δε στρέγει ο Έρωτας σκληρόκαρδες να βλέπει.
Τον Έρωτα μη μάχεσαι, φυλάου να τον πεισμώσεις,
μη σου κακιώσει κι ύστερα του κάκου μετανιώσεις.
Ω πρόληψες του κόσμου,
τύραννοι της ψυχής,
ο κόσμος σάς λατρεύουν
για να ’ναι δυστυχής!
Αφού κι από το θρόνο
η Πρόληψη μιλάει,
οι αίσθησες νεκρώνουν,
ο Λόγος δε φελάει!
Όσο κι αν είναι φοβερό
το καθετί, με τον καιρό
πασάνας συνηθάει
να το καταφρονάει.
Κι αντίς την πρώτη ταραχή
οπού μας φέρει στην αρχή,
τελειώνει κάθε θιάμα
συνηθισμένο πράμα.
Ωστόσο, βλέπει ο Ουρανός, το άδικο δε στρέγει,
και ξεπλερώνει σε καιρόν εκείνον που του φταίγει.
Τα πάθη του ανθρώπου είναι λογιαστά και πολλά· ένας δεν τα ’χει όλα, μήτε του λείπουν όλα.
Η πολυμάθεια οπού δεν φέρει κάνα διάφορο στες χρείες της καλής ζωής, είναι τα φύλλα και τα άνθια ενού άκαρπου δέντρου. Ο πολυμαθής οπού δεν ωφελάει τους όμοιους του, είναι ένα ποτάμι οπού δεν ξεδιψάει κανέναν.
Όποιος πηδάει σε σάπια σανίδα, γκρεμίζεται.
Καλόγερος και διάβολος αδέλφια διδυμάρια
και σαν αδέλφια καρδιακά τηρούν δουλειά καθάρια.
Του Σατανά τα έργατα, δουλειές του καλογέρου,
και διαβολιές του άγιου, σκοτούρες του δευτέρου.
Του ενός τα τεχνουργήματα ο άλλος έχει δρόμο
και σ’ όσα κι αν εργάζονται, κοινόν κρατούν το νόμο.
Δεν βλέπεις πως σε όλα τους δεν θέλουν να χωρίζουν,
μόνε κι οι δυο απαράλλαχτα σαν κόρακες μαυρίζουν;
Φυλάγου οχ τον καλόγερο και κάμνε το σταυρό σου,
καθώς τον ίδιο διάβολο αν έβλεπες εμπρός σου.
Εσύ [καλόγερε], υγιός πρωτότοκος της ακαματοσύνης,
επί ζωής σου κάθεσαι να τρώγεις και να πίνεις.
Αμ’ δε μου λες, παιδί μου· όταν λες το ψωμί «ψωμίον», οπού από τους Έλληνας ονομάζονταν «άρτος», μη παντεχαίνεις να το λες [αρχαία] ελληνικά; Το αγοράζεις φτηνότερο ή το τρως με περσότερη νοστιμάδα; Φοβάσαι τάχα να ειπείς το νερό «νερό», οπού το λέγεις «νηρόν», κι οπού οι Έλληνες το ’λεγαν «ύδωρ», για να μη γένει λάδι; Μακάρι να είχαν τα λόγια τη δύναμη να μεταμορφώνουν τα πράματα!
Η διαφορά από τον σπουδαίον [= σπουδασμένο] εις τον αμαθή δεν είναι άλλο από την ταχτική ή άταχτη παράσταση των ιδεών τους.
Η πολλή σπουδή χαλνάει τη γνώση.
Οι χάρες κι οι νοστιμάδες μιας γλώσσας δεν είναι οι ίδιες με άλλης. Κάθε μια έχει την ξεχωριστή της ομορφιά και τα ξεχωριστά της κάλλη. Όποιος αμελάει το στολισμό της γλώσσας του από τα μέσα οπού έχει η ίδια για να δείξει τες χάρες της, και δανείζεται ξένα και ασυνήθιστα στολίδια, οπού δεν της ταιριάζουν, αντίς να την ομορφήνει την ασκημαίνει, σε τρόπον οπού την κατασταίνει σιχαμερό τέρας, κι οπού, με όσα φκιασίδια κι αν την αλείφει, κανενός δεν αρέγει.
Αφέντες μου! Χρειάζεται μια γλώσσα σε κάθε Γένος, για να γροικιέται. Η αληθινή γλώσσα ενού Γένου είναι η κοινή και συνηθισμένη σε όλους [...] Τέλος, όσο δε λείψουν οι πρόληψες των λογιωτάτων, το Γένος δε βλέπει ποτέ του ημέραν!
Του δειλού και φοβιτσιάρη
λείπει ελευθεριάς η χάρη·
και στον κόσμον όσο ζει
οχ το δυνατότερό του,
σκλάβος σέρει το ζυγό του,
με τους φόβους του μαζί.
Αναχωράτε, φιλοσοφία
και λογομέτρα πολιτική!
Μακριά φευγάτε, ηγεμονία
και πάσα τάξη ευγενική!
[...]
Ελάτε, φίλοι, συμμαζωχτείτε
στο ’τοιμασμένο τούτο σκαμνί,
απλώστε χέρι και μην αργείτε
στων τηγανίτων την ηδονή.
Ω, τηγανίτες καλοφκιασμένες!
ω, τηγανίτες με το σωρό!
ζαχαρωμένες και μελωμένες
και με σουσάμι τ’ ασπρουδερό.
Πουλάκι ξένο,
ξενιτεμένο,
πουλί χαμένο,
πού να σταθώ;
Πού να καθίσω
να ξενυχτήσω,
να μη χαθώ;
Το άνθι οπού την όραση με τις βαφές μαγεύει,
δεν αναδίνει πάντοτε γλυκάδαν ευωδίας,
μηδέ τα μαύρα τζίνορα, το πρόσχαρο αχειλάκι,
υπόσχονται και ειλικρινή, γιομάτα σπλάχνα στήθια.
Είναι βαρύς ο χωρισμός κι είναι βαριά τα ξένα,
παράχουν βάσανα πολλά, παραφαρμακωμένα.
Πώς να φτουρήσει άνθρωπος και πώς να τα βαστάξει,
Και πώς να τα συλλογιστεί με δίχως να τρομάξει;
Όσοι τον καιρό ξοδεύουν
και το μέλλον δε μετρούν,
στα χαμένα τον γυρεύουν
σαν και πρώτα να τον βρουν.
Επειδής φτερά βαστάει,
φεύγει, τρέχει σα νερό·
κι όποιος δεν τον κυνηγάει,
χάνει πάντα τον τορό.
Στα νιάτα σου αν οκνεύεις,
γέρος κακά πορεύεις.
Ω τρυφερότατ’ Έρω,
γλυκό ψυχής μου πάθος,
θνητός δεν έχει λάθος
εσένα να λατρεύει.
Εσύ στιγμή να λείψεις,
μαραίνετ’ όλη η φύση,
νεκρώνει κάθε κτίση,
το παν διαλύεται, σβηεί.