[...]
Μέ ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
μέ ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.
Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου
τ’ ανοικτόν στόμα.
Έσφαλεν ο την δόξαν
ονομάσας ματαίαν,
και τον άνδρα μαινόμενον
τον προ τοιαύτης καίοντα
θεάς την σμύρναν.
Δίδει αυτή τα πτερά·
και εις τον τραχύν, τον δύσκολον
της Αρετής τον δρόμον
του ανθρώπου τα γόνατα
ιδού πετάουν.
Δυστυχισμένα πλάσματα
της πλέον δυστυχισμένης
φύσεως, τελειώνομεν
ένα θρήνον και εις άλλον
πέφτομεν πάλιν.
Ημείς κατεδικάσθημεν,
άθλιοι, κοπιασμένοι,
πάντα να κατατρέχωμεν,
αλλά ποτέ δεν φθάνομεν
την ευτυχίαν.
Τα πολύχρυσα πέπλα,
και τ’ αρώματα ο Πλούτος,
γλυκύ η Σοφία το φίλημα
σας χαρίζει, εάν είναι
με σας η ειρήνη.
Από τον ουρανόν,
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η σελήνη.
Μία και μόνη είναι
η οδός, και εις τον τάφον
φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη
αμάχητον με χείρα
ωθεί τους ζώντας.
[...]
Ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη μ’ εδίπλωνε
και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως.
Ω φωνή, ω μητέρα,
ως των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ’ οπού μ’ εβρέχατε
με γλυκά δάκρυα·
και συ στόμα, οπού εφίλησα
τόσες φορές, με τόσην
θερμοτάτην αγάπην,
πόση άπειρος άβυσσος
μας ξεχωρίζει!
Ως απ’ ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει, κι εγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω.
Ψυχή ανδρική απορρίπτει
φρόνημα χαμερπές·
από το αμβροσίοδμον
στόμα των αιωνίων
η γνώμη ρέει.
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
Μητέρα φρονημάτων
υψηλών, συνεργέ
ψυχών τολμηροτάτων,
νύκτα ουρανία και σύγχρονε
δικαιοσύνης·
συχνά από σε παιδεύονται
λαοί άφρονες, άσωτοι·
συχνά και των τυράννων
αλλάζεις την χρυσήν
ζώνην εις στάκτην.
Ον, συ που η φαντασία
φλογώδης των θνητών
σαν πτερωμένην βλέπει
παρθένον στον αέρα,
ουράνιον έργον,
στο μέτωπόν σου πάντοτε
άσβεστος λάμπει αστέρας,
ω Νίκη· συσσωρεύονται
τριγύρω σου ματαίως
νύκτες αιώνων.
Ούτως από τον ήλιον,
ωσάν πυρός σταλάγματα,
πέφτουσιν εις την θάλασσαν
των αιώνων, και χάνονται
διά πάντα οι ώραι.
Σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην
και από μυρτιάν σάς έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.
Αλλ’ αν τις απεθάνη
διά την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον,
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.
Ο Γέρων φθονερός
και των έργων εχθρός
και πάσης μνήμης, έρχεται·
περιτρέχει την θάλασσαν
και την γην όλην.
[...]
Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης,
και τα πάντα αφανίζει.
Χάνονται οι πόλεις, χάνονται
βασίλεια κι έθνη.
Αλλ’ ότε πλησιάσει
την γην οπού σας έχει,
θέλει αλλάξειν το δρόμον του
ο Χρόνος, το θαυμάσιον
χώμα σεβάζων.
Η καλυτέρα εκδίκησις
είναι η συμπάθεια.
[...] τιμωρίαν
αληθινήν και μόνην,
φρικτήν, οι μιαροί
έχουσιν άλλην:
Την ένδειαν της γλυκείας
γαλήνης των δικαίων.
Ελεύθερος ή δούλος
τι χρησιμεύει αν είναι,
μόνον ας ζήσει ο άνθρωπος
ότι είναι η γη παράδεισος
και η ζωή μία.
Αι! των θνητών Οι ελπίδες
ως ελαφρά διαλύονται
όνειρα βρέφους· χάνονται
ως λεπτόν βόλι εις άπειρον
βάθος πελάγου.
[...] η τύχη μ’ έρριψε
μακρά από σε· με είδε
το πέμπτον του αιώνος
εις ξένα έθνη.
Κι όταν το εσπέριον άστρον
ο ουρανός ανάπτη,
και πλέωσι γέμοντα έρωτος
και φωνών μουσικών
θαλάσσια ξύλα·
φιλεί το ίδιον κύμα,
οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι
το σώμα και το στήθος
των λαμπρών Ζακυνθίων
άνθος παρθένων.
Ας μη μου δώσει η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον·
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα
εις την πατρίδα.
Έθλιψε την Ελλάδα
νύκτα πολλών αιώνων,
νύκτα μακράς δουλείας,
αισχύνη ανδρός ή θέλημα
των αθανάτων.
Μάθε ότι εις τους χορούς
των πολέμων, ως έσωσεν
η ανδρεία τον στρατιώτην,
ούτω εις αυτούς η ομόνοια
σώνει τα έθνη.