Οι «επιτροπές» και η «προσωρινότης» κατέστρεψαν την Ελλάδα.
Όταν του είπαν πως πολλοί απ’ όσους τον τριγυρίζανε για να πάρουν αξιώματα, ήταν άνθρωποι ανίκανοι, αποκρίθηκε:
― Δεν πειράζει· από το χώμα που βρίσκεται θα φτειάσουμε και τα τσουκάλια μας.
Απηλλάγην της ρωσικής υπηρεσίας και εδήλωσα εις τον Τσάρον ότι ουδέποτε θα στήσω εις την Ελλάδα την ρωσικήν σημαίαν.
Τι θα ενόμιζέ τις περί ιατρού αξιούντος να θεραπεύση διά του αυτού φαρμάκου, ως νέα κολυμβήθρα του Σιλωάμ, τους οιωδήποτε νοσήματι κατεχομένους ή διατάσσοντος προς πάντας ομοίαν δίαιταν, πριν ή ερευνήση την κράσιν εκάστου; Επίσης αμαθής, άμα δε και ολέθριος, εξελέγχεται και ο πολιτικός ιατρός ο επιβάλλων αδιακρίτως εις πάντας τους λαούς ίσους θεσμούς προ της μελέτης του βίου και της αγωγής αυτών. Ζητείτε Σύνταγμα, αλλά πού οι συνταγματικοί; Θέλετε Πανεπιστήμιον, αλλ’ έχετε ακροατήριον ή και καθηγητάς;
Ομιλών περί της καταστάσεως εις ην εύρε την Ελλάδα, έδειξε πινάκιον επί της τραπέζης και είπε μετά καταφρονήσεως:
― Ουδέ σαλάταν να κατασκευάσωσιν εγίνωσκον προ εμού οι Έλληνες.
Και ομολογώ μεν ότι το παράδειγμα δεν υπήρξεν άστοχον· αλλ’ εις το έτερον των ρημάτων, το τετρασύλλαβον, θα ετόλμων να υποκαταστήσω άλλο βραχύτερον, το «είχον»· διότι κατασκευάζοντες επί επταετίαν την Ελλάδα, ηναγκάζοντο να τρώγωσιν, ουχί εξ αμαθείας αλλ’ εκ πτωχείας, και άνευ ελαίου και άνευ όξους, πολλάκις δε και άνευ άρτου, τα δωρεάν παρά της φύσεως δαψιλευόμενα λάχανα.
― Μήπως [...] εξέλαβες και εμέ λογιώτατον; Το κακόν υμών είναι ότι μόλις μάθετε μερικούς κανόνας της γραμματικής, έστω και εις την Γερμανίαν, μόλις ιδήτε μερικά βουνά της Ευρώπης, και χειροτονείσθε μόνοι διορθωταί της κοινωνίας και νομοθέται της πολιτείας. Πλην, κύριε, άλλο γραμματική, άλλο κοινωνία και άλλο πολιτεία. Τόσω πολύς καπνός γεμίζει τας κεφαλάς υμών, ώστε δεν εννοείτε οποίον και οπόσον χάσμα διαχωρίζει τας δύο τελευταίας από της πρώτης. Οι παλαιοί σοφισταί εγίνωσκον πλείονα γράμματα, και όμως αυτοί ήσαν οι λυμεώνες των Αθηνών.
Δεν ηγάπα τους Άγγλους ο Κυβερνήτης, ους εθεώρει ασπόνδους εχθρούς της Ελλάδος. «Βλέπεις τούτους με τες κόκκινες βελάδες;» είπε μοί ποτε, «είναι Τούρκοι».
― Εάν δώσετε εις το βρέφος τούτο, προσείπε [ο Κυβερνήτης] δακτυλοδεικτήσας τον οκταετή υιόν του [Άγγλου] πλοιάρχου, ξυράφιον, δεν θα κόψη δι’ άγνοιαν τον λαιμόν αυτού; Το αυτό συμβαίνει και επί των αμαθών λαών. Το σύνταγμα ομοιάζει προς ξυράφιον, εις ού την χρήσιν δεν εγυμνάσθησαν έτι αι χείρες των Ελλήνων. Μη λησμονήτε δε ότι η ανατροφή αυτών υπήρξε δουλική.
― Δι’ αυτό δη τούτο, διότι δεν λησμονώ πώς ανετράφη, ιδού τι θα έπραττον αν ήμην Κυβερνήτης· θα έδιδον ξυράφιον εις το παιδίον και είτα, κρατών μετά προσοχής την δεξιάν, θα ωδήγουν αυτό πώς να ξυρισθή ίνα μη κοπή.
― Κύριε πλοίαρχε, [...] δεν ήλθον εις την Ελλάδα ίνα με χλευάση η Ευρώπη· εγώ μεν χρεωστώ να ξυρίζωμαι ενώπιον του βρέφους, αυτό δε να μάθη πώς να μεταχειρίζεται το ξυράφιον ίνα μη κοπή.
Η βουλή περί τα μέσα Ιανουαρίου [1828] προσκαλεί τον Κυβερνήτην να ορκισθή τον όρκον του συντάγματος της Τροιζήνος. [...] Και ιδού ο λόγος του προς αυτούς: «Δεν είναι δυνατόν, αδελφοί, να ορκισθώ τον όρκον του συντάγματος, διότι δεν εμπορώ να σας υποσχεθώ να φυλάξω ό,τι δεν έχετε και ό,τι δεν με παραδίδετε. Αλλά σας υπόσχομαι να προσπαθήσω διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος όσον δύναμαι».