Βιβλιοθήκη Παραθέματα Μιχαηλίδης Βασίλης
Μιχαηλίδης Βασίλης
Γέννηση: Λευκόνοικο 1849
Θάνατος: Λεμεσός 1917
Έργα
1.

Έν’ ν’ αγκαλέσω τον Θεόν, μα ποιος έν’ να τον κρίνει;
αφού η κρίση μία ένι και ’ρίζει την κ’ εκείνην.

«Αγγλική δικαιοσύνη», β´. Ποιήματα, 1960. 84.
2.

Δεμάτιν που ν’ απολυθεί
κι ο άνεμος φυσήσει
ευτύς έν’ να σκορπίσει
κ’ έν’ να το πάρει να χαθεί.
 
Πράμαν πον’ πάντα στιβαρόν
άνεμος δεν το παίρνει·
κι ο κόσμος να το δέρνει,
μεινίσκει πάντα του γερόν.

«Αι διαιρέσεις και αι κοινωνίαι», 9-16. Ποιήματα, 1960. 62.
3.

Αντάν αρκέψαν οι κρυφοί ανέμοι κ’ εφυσούσαν
κι αρκίνησεν εις την Τουρκιάν να κρυφοσυνεφκιάζει
και ’που τες τέσσερεις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,
ώστι να κάμουν τον καιρόν ν’ αρκεύκει να στοιβάζει,
είχεν σγιαν είχαν ούλοι τους κ’ η Κύπρου το κρυφό της
μες στους ανέμους τους κρυφούς είχεν το μερτικόν της.
Κι αντάν εφάνην η ’στραπή εις του Μοριά τα μέρη
κ’ εξάπλωσεν κι ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
κι ούλα ξηλαμπρακήσασιν και θάλασσα και ξέρη,
είχεν σγιαν είχαν ούλοι τους κ’ η Κύπρου τα κακά της.

«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 1-10. Ποιήματα, 1960. 14.
4.

― Δεν θέλω, Κκιόρ-ογλού, εγιώ να φύω ’που την Χώραν,
γιατί αν φύω, το κακόν έν’να γινεί περίτου.
Θέλω να μείνω, Κκιόρ-ογλού, κι ας πα’ να με σκοτώσουν,
ας με σκοτώσουσιν εμέν’ κ’ οι άλλοι ας γλιτώσουν.
Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλού, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
έν’ να γενεί θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς, έν’ κάλλιον του ’πισκόπου.

«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 43-50. Ποιήματα, 1960. 15.
5.

Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την-ι ’ξηλείψει,
κανένας, γιατί σκέπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!
 
Σφάξε μας ούλους κι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκιν,
κάμε τον κόσμον μακελλειόν και τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κείνον τρώεται και κείνον καταλυέται.

«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 177-186. Ποιήματα, 1960. 18.
6.

Μεν μάχεσαι την θάλασσαν να την-ι ’ξηντιλήσεις·
άδικα λόγια μεν χάννεις κι αρκείς εις την δουλειάν σου.
Τον ήλιον με φύσημαν μπορείς να τον-ι σβήσεις;
Φώναξε του τζελλάττη σου, σάσ’ την κρεμμασταρκάν σου!

«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 197-200. Ποιήματα, 1960. 18.
7.

Αν πολεμούν για το καλόν και πολεμά κι ο γιος μου,
ας έν’ χαλάλιν του Θεού, αν μου τον φα’ το βόλιν,
κι ας πα’ να μείνω δίχως του, να ζήσω μανιχός μου.
Ειδέ κ’ αν ου, και μάχουνται να κάμουν άλλα αντ’ άλλα,
χαρράμιν τους ’που τον Θεόν της μάνας τους το γάλαν.

«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 232-236. Ποιήματα, 1960. 19.
8.

Ήτουν βουλή ’που τον Θεόν για να γενεί κ’ εγίνην.
Τον Χάρον εν και βκάλλουν τον ποττέ πως έν’ φταισμένος·
πάντα λαλούν το φταίσιμον πως το ’χει ο πεθαμμένος.

«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 314-316. Ποιήματα, 1960. 21.
9.

’Πο ούλα το γλυκόττερον έν η ζωή τ’ αθρώπου.

«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 377. Ποιήματα, 1960. 22.
10.

Σκοτώστε μας και γράψετε κ’ εμάς τον σκοτωμόν μας.
Μα τούτοι ούλ’ οι σκοτωμοί έν’ ούλοι για κακόν σας·
εσείς θαρκέστ’ αννοίετε το μνήμαν το δικόν μας,
κ’ εν το πεισκάζετε πως έν’ το μνήμαν το δικόν σας.

«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 421-424. Ποιήματα, 1960. 23.
11.

Σκοτώστε όσους θέλετε, αμμ’ αν να σας-ι βλάψει·
το γαίμαν που χονώννετε ’που μας τους δεσποτάες
έν λάιν εις την λαμπρακιάν π’ αφταίννει να σας κάψει.

«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 428-430. Ποιήματα, 1960. 23.
12.

Που την πελλάραν τους τραβούν και τούτοι κ’ η φυλή τους
κι ακόμα έν’ να πάθουσιν με τούν’ τον νουν περίτου.

«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 457-458. Ποιήματα, 1960. 23.
13.

«Κανέναν φόοον δεν έχω από τους Κυπριώτες.
Θωρούν εις την Καραμανιάν πως η Τουρκιά ’ν λιμπούριν,
τέλεια κοντά π’ ακούουνται κ’ οι σκύλλ’ αντάν να ’λάξουν·
με μιαν σφυρκάν πετάσσουνται ’ποδώθθ’ έναν λιγγούριν
κι ούλους μέσα σε μιαν ώραν μπορούν να τους-ι σφάξουν.
 
Απού την άλλην έχουσιν κοντά τους το Μισίριν.
Αν πεις καράβκια; δεν έχουν, έν’ του αλέτρ’ αθρώποι.
[...]
Δα κάτω τούτοι έν’ πολλά, πολλά ξωμακρισμένοι,
περνούν μηνάδες κ’ εν έχουν χαπάριν ’που τα ξένα
και θέμι έν’ ’που την Τουρκιάν στενά τριυρκασμένοι.
Δα κάτω τούτ’ έν’ σαν τ’ αρνιά πών’ χώρκα μαντρισμένα.

«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 496-502, 507-510. Ποιήματα, 1960. 24-25.
14.

Θεέ, που νάκραν δεν έχεις ποττέ στην καλωσύνην,
λυπήθου μας και δώσε πκιον χαράν στην Ρωμιοσύνην.

«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 535-536. Ποιήματα, 1960. 25.
15.

Η Αγγλική Κυβέρνηση μ’ έναν βοσκόν ομοιάζει,
που ξένην γίδα άρπαξε και όμως δεν την σφάζει·
για να τραβά το γάλα της εκείνος, να το πίννει,
και στο βυζί της τ’ άρρωστο σταλιά να μην αφήνει.
Κι όσον η γίδα αν πονεί και όσον κι αν φωνάζει,
είν’ ο βοσκός της άπονος, καθόλου δεν τον νοιάζει.
Φθάνει εκείνος απ’ αυτήν να φάγει και να ζήσει,
και είναι αδιάφορον η γίδα αν ψοφήσει.

«Η Αγγλική διοίκηση». Ποιήματα, 1960. 84.
16.

Σε μιαν ποταμοδκιάβασην
μιαν λυερήν εσκιάστηκα
―ν’ είεν καεί η σταλαμή!―
ούλα τ’ αρνίν εις τον τσωκκόν
ο άχαρος επκιάστηκα,
αντάν πκιαστεί μες στην νομήν.

«Η Ανεράδα», 7-12. Ποιήματα, 1960. 59.
17.

Έτρεμεν μεν και χάσει με
κ’ έτρεμα μεν και χάσω την
και μεν της πω και μεν μου πει·
εδίψουν την κ’ εκαύκουμουν,
κ’ έτρεμα μεν και πκιάσω την
και γίνουμεν κ’ οι δκυό ’στραπή.

«Η Ανεράδα», 31-36. Ποιήματα, 1960. 59-60.
18.

Για τουν την θέσην που κρατώ, για τουν την υστερκάν μου,
για κείν’ τα πρώτα κάλλη μου, την πρώτην ομορφκιάν μου,
πολλοί με πεθυμήσασιν, πολλοί με ρεσιστήκαν,
και ’που την Δύσην πάνω μου πολλοί ποταυριστήκαν.
Αρπάσσαν με κ’ επαίζαν με ’πό ’ναν εις άλλον χέριν.
Τούτ’ η καρδκιά τα δκιάβασεν, ένας Θεός τα ξέρει.
Που μέσα στους νεκατωμούς που γένονταν στην Δύσην,
που μέσα σ’ κείν’ τες τάραξες που δεν είχασιν στήσην,
όπκοιοι εποτυλίουνταν ανέμοι κ’ εφυσούσαν,
έρκουνταν ούλοι πάνω μου εμέν και ’ποκομπούσαν.
 
Ήμουν δα μέσα κ’ έπιννα την πίκραν κάθε βρύσης,
η πέτρα που φακκούσασιν τα κύμματα της Δύσης.
Το πέζεμαν των δκιαβατών, το στάμαν τους πολέμους·
ήμουν δεντρόν που στέκεται στο ρέμαν τους ανέμους.
Κι όσοι κι αν ήρταν πάνω μου ανέμοι κι αν εδώσαν,
ήτουν οι ρίζες μου βαθκιά και δεν με ξηριζώσαν.
Ερίψασιν τα φύλλα μου, ερίψαν τους αθθούς μου·
εκαταφατσελλώσαν με κ’ εκάψαν τους πολούς μου·
εσείσαν με κ’ εκλίναν με κ’ εκόψαν τα κλωνιά μου,
μ’ αππέσσω στέκεται γερή η ρίζα κ’ η καρδκιά μου.

«Η Κύπρος προς τους λέγοντας ότι δεν είναι Ελληνική», 131-150. Ποιήματα, 1960. 42.
19.

Τα λόγια σου που μώμαθες, με κείνα λουτουρκούμαι
και τον Θεόν παρακαλώ·
με κείνα μες στους λας λαλώ,
με κείνα-ν εκαλιούμαι.
[...]
Αν με θωρείς πως δεν έχω τες αρκονκιές τες πρώτες,
αμμά ’χω ανέγγιστην καρκιάν·
κι ούλον μυρίζω μυρωδκιάν
του κόρφου σου ’που τότες.

«Η Κύπρος στην μάναν της», 21-24, 29-32. Ποιήματα, 1960. 38.
20.

Σε πλάττ’ η φαντασία μου εις όλας τας στιγμάς μου.
    Αχ κόρη, δεν σε λησμονώ.
Μ’ εφλεβοτόμησες βαθιά στην φλέβα της καρδιάς μου
    Κ’ επί ζωής μου θα πονώ.

«Η σταθερότης», 1-4. Ποιήματα, 1960. 55.
21.

Ο λαός στο όρος, σαν πεινάσει,
γυρεύκει τίποτες να φάει,
κι ο κυνηός, για να τον πκιάσει,
στήννει την τσάκραν κει που πάει.
Βάλλει του πάνω έναν κομμάτιν
ψουμίν ξερόν να του γελάσει
του κακορίζικου στ’ αμμάτιν,
νά ’ρτει να φα’, για να τον πκιάσει.

«Η τοκογλυφία», 1-8. Ποιήματα, 1960. 74.
22.

Και πκοιοι, κορούλλα μου, σ’ ετουρκέψαν;
και πκοιοι σου κάμαν τούν’ το κακόν;
γονιούς δεν είχες, κ’ εν σε γυρέψαν;
μάγκου [= μήπως] δεν είχες μακροδικόν [= μακρινό συγγενή];

«Η Χιώτισσα», 77-80. Ποιήματα, 1960. 30.
23.

Εις την ψευτκιάν ο ποιητής μοιάζουν κι ο δικηγόρος,
με πέντε λόγια δείχνουν σου πως έν’ κουνούπιν τ’ όρος.

«Μία επιστολή εις Κυπριακήν διάλεκτον», 3-4. Ποιήματα, 1960. 76.
24.

Είδες τον άθθρωπον της γης που πάντα πασπατεύκει
στον ουρανόν τζαι με τον νουν βκαίννει τζαι ταξιδεύκει!
Ηύρεν πως τάστρα τουρανού έχουν αθθρώπους πάνω,
τζ’ αν κάμη, γιε μου, τζαι φτερά τζαι βκη σωστός τζει πάνω,
καλλύτερα να μεν κάμη γαλάτες να πετήση,
γιατ’ εννά φορτωθή τηγ γην να πα ’να την πουλήση.

«Μία επιστολή εις Κυπριακήν διάλεκτον», 93-98. Κώστας Μόντης, Ανδρέας Χριστοφίδης, Κυπριακή ανθολογία. Alvin Redman Hellas, 1965. 142.
25.

Ας πκιάσουμεν παράδειγμαν έναν φυτόν του κρίνου.
Αντάν βλαστήσει ’που χαμαί κ’ αρκεύκει να ψηλώνει,
αρκεύει και σειρές-σειρές τα φύλλα του ν’ απλώνει
και λλίον-λλίον ώς που πά’ ψηλά και μιαλυνίσκει,
το φύλλον του καλλιωττερά και θέμι λεπτυνίσκει,
βκάλλει φύλλα και μάχεται και πάει πάνω-πάνω,
βκάλλει το κρίνον ύστερα, σαν βασιλιάν που πάνω.
Άμα το βκάλει, στέκει πκιον· έκαμεν την δουλειάν του,
’φήννει το κείνον και σκορπά παντού τη μυρωδκιάν του.

«Μία επιστολή εις Κυπριακήν διάλεκτον», 162-169. Ποιήματα, 1960. 79.
26.

Μιτσύν καράβιν και μιτσιάν
έχει, λαλούν, φουρτούναν·
και δεν τραβά τα που τραβά
το μιάλον κάθε ώραν
και δεν ηξέρει μιαν βολάν
την ανεμοπουμπούναν
κείνου που βρίσκεται ψηλά
και τρώ’ κάμαν και μπόραν.

«Ο γάδαρος κ’ η σιλυντρούνα», 9-16. Ποιήματα, 1960. 86.
27.

Λέγει τους ο Ζευς: Γαδάροι,
δέχεστε μιαν συμφωνίαν;
Σας λυπήθηκα και θέλω
να σας κάμ’ αυτήν την χάρην:
Έναν χρόνο να ’στ’ αθρώποι
κι οι αθρώποι να ’ν’ γαδάροι
κι γαδάροι να ’ν’ αθρώποι
έτσι θα ’ν’ εξ ημισείας
και τα βάσανα κι οι κόποι.
[...]
Κι από τότ’ οι καημένοι
και αθρώποι και γαδάροι
υποφέρουν αναισθήτως
μεταμόρφωσιν κατ’ έτος...
Δω σας θέλω· ποιος γνωρίζει
ποιοι είν’ άνθρωποι εφέτος;

«Σπουδαία ανακάλυψις», 49-58, 69-74. Κώστας Μόντης, Ανδρέας Χριστοφίδης, Κυπριακή ανθολογία. Alvin Redman Hellas, 1965. 283.
28.

Ω δροσερόν μου σίγαρον! τίς σ’ έδωκεν την δρόσον;
Τίς σ’ έδωκε την δύναμιν εκ των κομψών δακτύλων,
οπόταν σε συνέθλιβον και σ’ έκαμναν στρογγύλον;
Την δρόσον μήπως σ’ έδωκε με ένα ασπασμόν της
η γλώσσα, ήτις σ’ έβρεξε με το γλυκύ υγρόν της;
Μήπως κανένα μυστικόν σε είπε και γνωρίζεις,
κι οπόταν με τα χείλη μου σε πίννω, ψιθυρίζεις;
Ειπέ το, σίγαρόν μου, πριν ολοτελώς σε καύσω·
Αν είν’ ωραίον να χαρώ, αν είν’ κακόν να κλαύσω.

«Το σίγαρον». Ποιήματα, 1960. 52.
29.

Συ που σκοτώθης για το φως,
σήκου να δεις τον ήλιο·
ξύπνα να δεις το αίμα σου
πως έγινε βασίλειο.

«Τω απαγχονισθέντι Αρχιεπισκόπω Κύπρου Κυπριανώ». Ποιήματα, 1960. 3.