Και δεν ανθούσιν εν ημίν αι αγαθαί ελπίδες,
το χείλος μας δεν μειδιά και η ψυχή δεν χαίρει,
και κάτωχρον το μέτωπον επίγραμμά του φέρει
Της αναμνήσεως ιδού η όψις ― αι ρυτίδες.
Εις τον άνεμον μη λέγε τα δεινά σου·
δεν σ’ ακούει.
Εις την άμμον μη χαράσσης τ’ όνομά σου·
θα χαθή.
Όστις κρούει την ψυχήν την γυναικείαν,
μάτην κρούει·
ό,τ’ εις γυναικός χαράξης την καρδίαν,
θα σβεσθή.
Η αληθής συγκίνησις είναι δειλή, πραεία,
και η χαρά η ομαλή ποτέ δεν έχει πέρας.
Έρως, σημαίνει δάκρυα, σημαίνει βλασφημίαν,
σημαίνει ίσως τον βωμόν, εφ ου εν αγωνία
ματαίως αναλίσκομεν την δυστυχή καρδίαν,
και είναι πόνου στεναγμός και ωρυγή αγρία.
Το παρελθόν είν’ όνειρον, πόθων σπασμοί, ελπίδες,
και το παρόν μαστίζουσιν εισέτι καταιγίδες·
μάς πλήττει πρώτον ο Θεός την ευτυχίαν στέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
[...]
Το παρελθόν είναι σωρός εκπληκτικός συννέφων,
και το παρόν ο κεραυνός ο τας θυέλλας στέφων,
αλλά μακρόθεν φαίνεται αστήρ τις ανατέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι η νυξ η πλήρης μαύρου σκότους,
εις το παρόν βλέπω σκιάς, εικόνας αλλοκότους,
πλην της νυκτός ο σύντροφος ιδού το φως του στέλλων
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι ωόν του αετού εισέτι,
και το παρόν αετιδεύς εις τα μικρά του έτη,
αλλά θα φθάσ’ η πτήσις του και μέχρι των αγγέλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Εις την αγκάλην της νυκτός ο έρως εκοιμήθη,
ο άνθρωπος μ’ έν φίλημα εις σκότος εγεννήθη.
Ροφώμεν, ροφώμεν τον άκρατον οίνον,
την κόμην με κλήματος κλάδους κοσμώμεν,
ο οίνος το πνεύμα προς τ’ άνω ευθύνων
την γην διαγράφει· πληρούτε, ροφώμεν.
Όταν του βίου η αυγή, παρθενική, αγία,
καλύπτη πάντα με χαράν, μ’ ελπίδας και με κάλλη,
τι πρώτον-πρώτον αίσθημα εν τη καρδία θάλλει;
Τι άλλο; η φιλία.
Είσαι ψυχρά, πολύ ψυχρά από τινος, Μαρία·
θ’ απέλθης, είπες; πιθανόν θα εκορέσθης, φίλη.
Τω όντι είναι φορτική και η ευδαιμονία,
φιλούντα αποκάμνουσιν επίσης και τα χείλη.
Ματαιότης! αλλά είναι η παιδεία ματαιότης·
ψεύδη όπισθεν γριφώδους οχυρούμενα σκηνής·
θέλει έρωτα και μέθην, θέλει ύλην η νεότης,
είναι αληθώς ωραία η μορφή της ηδονής.
Όταν φίλημα προτείνη η πορφύρα των χειλέων,
κ’ εξογκούμενα τα στήθη ερωμένης αγαστής
προκαλώσι περιπτύξεις, όνειρον δεν είναι πλέον,
ματαιότης δεν θα είπη και ο Εκκλησιαστής.
Τίνες αυτοί; Οι ποιηταί· εντός της ερημίας
φωνή αγάπης συμπαθής και πλήρης μυστηρίου·
δημιουργοί και των θεών και της αθανασίας
με ρόδα περιέπλεξαν την άκανθον του βίου.
Κ’ ενώ ο άνθρωπος περά ως κύμα επί κύμα,
η φύσις η υποτελής υπάρχει ακεραία·
είς λίθος πάλιν εξ αυτής τεθείς υπό το μνήμα
διαιωνίζει παρ’ ημίν τον μέγαν βασιλέα.
Εν μέσω πένθους οιωνοί γλυκείας ευτυχίας,
φάροι τον νουν ευθύνοντες προς την αθανασίαν,
διάδημα επικοσμούν το φάσμα της σκοτίας,
τα άστρα, την ατέρμονα βαδίζουσι πορείαν.
Μη, αν μετρήται η ζωή, ο θάνατος μετρείται;
Στιγμή εις τον ωκεανόν ριφθείσα των αιώνων,
πριν καν υπάρξη σβέννυται, πριν πέση λησμονείται.
Ο χρόνος προς τον θάνατον καταμετρείται μόνον.
Μέλλον, της τύχης παίγνιον, του βίου ειρωνεία,
λέξις ουδέν σημαίνουσα ή πάροδον του χρόνου,
και φάρμακον όπερ ροφά παρούσα η πικρία,
όπως επέλθη αύριον μετά ομοίου πόνου.
Μέλλον, λέξις σημαίνουσα την έλλειψιν παρόντος,
ηχώ των πόθων οίτινες βλαστάνουσι λαθραίως,
πολλάκις αντανάκλασις ωχρά του παρελθόντος,
πλην πάντοτε κατοπτρισμός δεικνύμενος ματαίως.
Βαρύ, πολύ βαρύ φορτίον η ερωμένη, αφού παρέλθη η γοητεία, όπως ο χειμερινός μανδύας εν ώρα θέρους.
Εις μάτην επεζήτησα παντού την ευτυχίαν·
δεν εύρον ειμή στεναγμόν και πόνον και πικρίαν·
όσας καρδίας έθιξα παλμόν δεν είχον ένα,
και αίσχ’ υπό την καλλονήν υπήρχον κεκρυμμένα.
Ειπέτε με, ειπέτε με τι η ζωή αξίζει,
οπόταν ζη δίχως να ζη και δίχως να ελπίζη;
Του Αρκαδίου η μονή ως φάσμα διοράται·
διήλθεν επ’ αυτής πνοή δεκατριών αιώνων,
κατακτηταί ηλλάχθησαν, και όμως δεν ηττάται,
αλλά γενναίως και αυτόν ενίκησε τον χρόνον.
Αλλ’ αν της εκδικήσεως η χειρ πολλάκις σφάλλη,
και αν το πλήθος ωχριά προ της πομπής του θρόνου·
υπάρχει ξίφος, και αυτό ποτέ δεν ανεστάλη,
έν ξίφος ακατάσχετον, ο πέλεκυς του χρόνου.