Ω! Έσο πάντοτ’ εραστής και πώποτε νυμφίος!
Αν πάντες εσιώπησαν οι άνανδροί σου φίλοι,
ους από σκότος έφερες βαθύ εις την ημέραν·
εάν δεν ήνοιξε κανείς και διά σε τα χείλη,
κ’ εις λήθην σ’ εγκατέλειψαν θανάτου βαρυτέραν,
εγώ, ο πριν πολέμιος, έν δάκρυον θα χύσω·
Δεν λησμονώ, καθώς αυτοί, πως βασιλεύς μου ήσο!
[...]
Υψώσατέ τον εκ λευκού μαρμάρου μαυσωλείον
εν μέσω του Νικηταρά, του Γρίβα, του Γκρηζιώτη·
πλησίον του Πετρόμπεη, του Βότσαρη πλησίον,
ο βασιλεύς με τον νεκρόν στρατόν του να υπνώττη.
Και θέσατέ τον μεταξύ των πρώτων του αγώνος·
αυτός ας μην του αρπαγή τουλάχιστον ο θρόνος!...
Την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου, ταχείαν·
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην·
με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν καμμίαν,
μ’ ολίγον σώμα ―άνεμον σχεδόν―, ολίγην κόνιν.
Την θέλω επιθάνατον μ’ αθανασίας μύρον,
κόρην και φάσμα, σάβανον αντί εσθήτος σύρον.
Δεν αγαπώ αισθήματα διόλου μοιρασμένα·
αγάπη ήτις δίδεται κ’ εις άλλους εξαντλείται.
Όστις τα πάντα αγαπά δεν αγαπά ουδένα...
Εκ τούτου ίσως παρ’ εμού ο ήλιος μισείται,
διότ’ εις όλους τας χρυσάς ακτίνας του χαρίζει,
κ’ επίσης ως τον Βύρωνα τον πίθηκον φωτίζει.
Θέλω την φίλην μου ωδήν εκλείπουσαν ηρέμα·
αθανασίας βλέπουσαν οδόν εις τάφου στόμα·
καλήν και μελαγχολικήν, με ήμερον το βλέμμα,
με φυομένην πτέρυγα εις καταρρέον σώμα.
Την θέλω κόρην, αδελφήν και φίλην μου αγίαν,
αλλ’ όχι και νυμφίαν μου, αλλά ποτέ νυμφίαν!
Τον Μάιόν σας, ερασταί τρισόλβιοι χαρήτε,
πριν νέφη φθινοπωρινά ερχόμενα ιδήτε...
Οίμοι, δι’ όλους ο αυτός επροωρίσθη βίος·
μίαν στιγμήν με έρωτα, και μόνοι αιωνίως!
Μόνοι! αλλ’ όχι και χωρίς ανάμνησιν καμμίαν·
τυφλοί, μ’ ενθύμησιν φωτός εις νύκτα αιωνίαν.
Εις μίαν της καρδίας μας γωνίαν επιζώντες
ως υπνοβάται βαίνομεν κ’ υπάρχομεν απόντες!
Κ’ εγώ ηγάπησα ποτέ, κ’ εγώ αντηγαπήθην,
αλλά την ελησμόνησα, αλλά ελησμονήθην.
Δεν είν’ ο βίος Μάιος αιώνια, δεν είναι·
μαραίνονται κ’ αι ανθηραί του έρωτος μυρσίναι,
και η νεότης μας πετά ως αστραπή ταχεία,
ως ώρα σταθερότητος εις στήθη γυναικεία!...
Δεν θέλω κόρην άπειρον του έρωτος, δεν θέλω!
Δεν θέλω αθωότητα δειλήν, ερυθριώσαν.
Είν’ εύκολον εις άπειρον καρδίαν ν’ ανατέλλω,
λατρεύουσαν το άδηλον, το άγνωστον ερώσαν.
[...]
Τοιούτος έρως παίγνιον αγάπης θεωρείται·
καλείται περιέργεια, ανυπομονησία...
καλείται ό,τι θέλετε, αλλ’ έρως δεν καλείται.
―Η προανάκρουσις ποτέ δεν είναι αρμονία.
Τοιούτος είμαι· προτιμώ την νύκτα της ημέρας·
το πίπτον φύλλον και ουχί ναρκίσσους μυροβόλους·
από το άστρον της αυγής, τους δύοντας αστέρας,
και προτιμώ ένα νεκρόν από τους ζώντας όλους!
Της μοίρας αποπαίδι, σαν φθινοπώρου φύλλο
το άσκοπό μου βήμα εδώ κ’ εκεί πλανώ·
κανείς δεν μ’ αγαπάει, κανείς δεν μ’ έχει φίλο,
γιατί δεν έχω μάνα και είμαι ορφανό!
Αλλοίμονον εις όποιον στον κόσμο τούτον ζήση
απ’ την καλή του μάνα χωρίς να φιληθή!
Είναι το φίλημα τροφή πυρίνη της καρδίας,
στιγμή κλαπείσα της Εδέμ, αρχή αθανασίας.
Είναι το μύρον της ζωής, η γλώσσα των αγγέλων,
έρως, εις δύο στόματα ευώδη ανατέλλων.
Μ’ έν φίλημα γεννώμεθα, μ’ έν φίλημα γεννώμεν,
κ’ έν φίλημα λαμβάνομεν οπόταν τελευτώμεν.