Το πιο μεγάλο εμπόδιο για να σκεφτώ ώς το τέλος, είναι η δόξα.
Λίγο-λίγο τα πράγματα αδειάζουν, όπως εκείνα τα μεγάλα κόκκαλα
που συναντούσαμε το καλοκαίρι στ’ ακρογιάλι ― κόκκαλα αλόγων
ή ζώων προϊστορικών· αδειάζουν απ’ τη μέσα ουσία, απ’ το μεδούλι·
μένει μονάχα ένα στέρεο λευκό, σαν έλλειψη χρώματος, με αόρατες τρύπες,
όπως το χρώμα εκείνο μέσα στα δωμάτια, το χειμώνα, όταν έξω
βρέχει ραγδαία. Τότε κρατάς το χερούλι της πόρτας ή το χερούλι
απ’ το φλιτζάνι του τσαγιού, κι ούτε που ξέρεις αν εσύ τα κρατάς ή σε κρατούνε
ή αν κρατιούνται κι εκείνα κι εσύ. Και, ξαφνικά, καθώς δοκιμάζεις
να πιεις το τσάι σου, βλέπεις στα δάχτυλά σου ανάμεσα το πορσελάνινο χερούλι
μόνο του· ―το φλιτζάνι λείπει· ―περιεργάζεσαι αυτό το χερούλι, τόσο άσπρο,
τόσο αβαρές, σχεδόν κοκκάλινο ―και το βρίσκεις ωραίο, σε σχήμα
μισού μηδενικού― γυρεύει τη συμπλήρωσή του, ενώ, αντίκρυ, στον τοίχο,
μέσ’ από μια βαθιά ρωγμή, βγαίνει ζεστός ο ατμός απ’ το τσάι που δεν ήπιες.
Τ’ αληθινό μπόι τ’ ανθρώπου
μετριέται πάντα με το μέτρο της λευτεριάς.
Η αρετή μας
είναι η αμοιβαία μας χρησιμότητα.
Κάθε λουλούδι έχει τη θέση του στον ήλιο,
κάθε άνθρωπος έχει ένα όνειρο. Κάθε άνθρωπος
έχει έναν ουρανό πάνου από την πληγή του,
κι ένα μικρό παράνομο σημείωμα της άνοιξης μέσα στην τσέπη του.
[...] Και τότε τρέχοντας εγώ φώναξα:
Γκραγκάντα
κι οι άλλοι κατάλαβαν αμέσως και φώναξαν: Γκραγκάντα
κι οι αντίλαλοι απ’ τους λόφους απέναντι καθώς ανεβαίναμε φώναξαν:
Γκρα και γκα και νντα
και Γκρα και γκα και νντα
Γκραγκάντα.
Κι ήταν αλήθεια Γκραγκάντα.
Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου ρωμιού και στου αγεριού το πόδι.
Εδώ το φως, εδώ ο γιαλός, ―χρυσές, γαλάζιες γλώσσες,
στα βράχια ελάφια πελεκάν, τα σίδερα μασάνε.
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σού λέω;
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες.
Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κι εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
Τά που δε μου ’παν οι καιροί κι όλου του κόσμου οι γλώσσες,
μου τα ’πε μόνο η μια στιγμή, ξεχωριστή στις τόσες.
Κι εσύ, Κυρά των Αμπελιών, φορώντας τις σημαίες
γιομίζεις τα σταφύλια σου μ’ αίμα και δυναμίτη
στον άνεμο τινάζοντας τα θέμελα του Χάρου.
Η λέξη με είχε
με βρήκε
με είπε.
Κι εγώ
μονάχα «ευχαριστώ».
Στη λέξη
μια λέξη.
Ο κόσμος.
Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Και νά, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα-ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα ― δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη,
κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε και μεις.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
― Κυκλάμινο, κυκλάμινο, στου βράχου τη σκισμάδα,
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσκο και σαλεύεις;
― Μέσα στο βράχο σύναζα το γαίμα στάλα-στάλα,
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα.
Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ’ αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ ― το πέλαο δεν το βλέπουν.
Κι ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει το γαλάζιο
κι απ’ το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ’ τον καημό του.
Η ποίηση δεν θέτει όρους αποδοχής της αλλά τους δημιουργεί αυτούς τους όρους.
Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, [...]
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος.
Ανάμεσα σε τόσες νύχτες, τόσους βράχους, τόσους σκοτωμένους ―είπε―
εσύ, Επανάσταση, μας άνοιξες τις φαρδιές λεωφόρους
για μια πανανθρώπινη συνάντηση. [...]
Αν τίποτ’ άλλο δεν κερδίσαμε, ―είπε― μάθαμε τουλάχιστον
πως αύριο θα συναντηθούμε. Αυτό διδάσκουμε,
αυτό κηρύττουμε, μην κάνοντας καθόλου κήρυγμα,
γιατί όποιος λέει πως αγαπάει ό,τι αγαπάει, δεν κάνει κήρυγμα,
λέει μονάχα εκείνο που δε θα μπορούσε να μην πει.
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ’ απ’ τ’ άγρια γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.
Σώπα όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
[...] Το κέρδος
είναι αμφίβολο πάντα μα η ζημιά βέβαιη.
Η μοναξιά, είπε, κάθεται πίσω απ’ τη φωνή μας.
Κάθεται πίσω απ’ το φιλί, πίσω απ’ τον όρκο
όπως το σκοτεινό μιας κάμαρας πίσω απ’ το τζάμι
όπως το φίδι πίσω απ’ την πέτρα
όπως, λίγο πιο κει απ’ τον έρωτα, η μετάνοια.
Η μοναξιά παραμονεύει πριν απ’ την ευθύνη και μετά την ευθύνη·
η πρόωρη δόξα είναι η ευθύνη η πιο αβάσταχτη.
Αν είναι η δόξα κούραση πολιορκημένη απ’ τις εχθρότητες
της μένει πάντα ο δρόμος προς τις ρίζες και προς το ισχυρό οξυγόνο.
Γεύση βαθιά του τέλους προηγείται του ποιήματος. Αρχή.
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, ―εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
Νά τη, πετιέται αποξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
[...] Ω, αυτό το «ή»―
έκφραση περιπαιχτικής κι ευγενικής ταυτόχρονα ακριβολογίας,
αμφίθυμο χαμόγελο μιας αμετάδοτης κι αμέτοχης σοφίας
που στρέφει σκωπτικά προς τον εαυτό της και τους άλλους
γνωρίζοντας καλά πως ακατόρθωτη είναι
η ακρίβεια, πως ακρίβεια δεν υπάρχει, (γι’ αυτό κι ασυχώρετο
το ύφος το πομπικό της βεβαιότητας, ―ο θεός να μας φυλάει).
«Ή», διαζευκτικό, σεμνή συνέπεια στο μυστήριο της αοριστίας,
βαθιά ανταπόκριση στην πολλαπλότητα ουσιών και φαινομένων,
μ’ εσένανε βολεύουμε κι εμείς τις δυσκολίες του βίου και του ονείρου,
τις τόσες αποχρώσεις κι εκδοχές του μαύρου έως το αόρατο άσπρο.
Θάλασσα, θάλασσα
τα βιβλία δε φράζουν το ερώτημα
το ερώτημα δε φράζει την πληγή.
Απ’ την πληγή μας ξεκινάει το πέλαγος.
Η μνήμη κατάφυτη με κυπαρίσσια.
Μικρό πουλί τριανταφυλλί, δεμένο με κλωστίτσα,
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει,
Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ’ αρχίσεις το τραγούδι.
Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε·
αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα,
θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,
θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας.
Πάντα η σιωπή μένει γονατισμένη.
Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση.
Το ποίημα είναι
τ’ αρνητικό της σιωπής.