Ο γέλως είναι κάλλιστον και υγιεινόν πράγμα, ιδίως χωνευτικόν, καθώς λέγουσιν οι φυσιολόγοι [...] Άλλως δε, αν παραδεχθώμεν ό,τι λέγουσιν οι σοφοί, ο γέλως είναι σπουδαίον διακριτικόν μεταξύ ανθρώπου και αλόγων ζώων, και όπως κατηντήσαμεν σήμερον, μά την αλήθειαν πλησιάζει να καταστή ανάγκη να έχωμεν όσον το δυνατόν προχειρότερα τα διακριτικά μας σημεία, διά να μη εκληφθώμεν άλλοι αντ’ άλλων όπως την επαύριον των επαναστάσεων, φορούσι συνήθως οι σωτήρες των εθνών τας ερυθράς κοκάρδας, εις πρόχειρον απόδειξιν του πατριωτισμού των.
Ο μεσαιών, εν τη ιστορία και ουχί εν ταις ραψωδίαις εξεταζόμενος, υπήρξεν εν τη Δύσει, προ πάντων, εποχή απελπισίας. Η πείνα, η επιληψία, η λέπρα και η δουλεία καθίστων τον λαόν ψωραλέαν αγέλην, ην ένεμε θωρακοφόρος ποιμήν, κόμης ή βαρώνος, συμμάχους και συμβοηθούς έχων τον δήμιον και τον ιερέα, τον φόβον της αγχόνης και τον τρόμον της κολάσεως. [...] Κατά της ηθικής αποκτηνώσεως, ην επέβαλεν η Εκκλησία, μόνη η γυνή ετόλμησε να επαναστατήση. Επί χίλια και επέκεινα έτη η μάγισσα υπήρξεν η μόνη κατά της θεοκρατίας αντιπολίτευσις, η μόνη υπέρμαχος της επιστήμης και της προόδου, περιθάλπουσα εις τα φιλόστοργα στήθη της τα σπέρματα, εξ ων έμελλε να βλαστήση μετ’ ολίγον ο σήμερον πολιτισμός.
«Αστασία, το όνομά σου είναι γυνή!» εξεφώνει ο μισογύνης Βύρων, εν ώρα ίσως ερωτικής αδημονίας· ημείς δε, ανερευνώντες τα βιβλία των ιστοριογράφων της ανθρωπίνης προόδου, [...] πολλάκις ανεκράξαμεν: «Αχαριστία, το όνομά σου είναι ανήρ!».
Ο αληθής ποιητής πρέπει να ομοιάζη την δρυν, ήτις όσον υψηλότερα αίρει την κεφαλήν προς τον ουρανόν, τόσον βαθύτερον βυθίζει την ρίζαν εις την γην.
Υπάρχουσιν εν τω κόσμω πλείστοι αξιότιμοι άνθρωποι τους οποίους αποστρέφεταί τις, χωρίς εν τούτοις να έχη να είπη κατ’ αυτών άλλο τι, ειμή μόνον ότι δεν δύναται να τους υποφέρη.
Το απλώς επωφελές και χρήσιμον δεν είναι ποιητικής εξυμνήσεως δεκτικόν.
Το βασιλικόν σκήπτρον καλώς εξεταζόμενον ουδέν άλλο είναι ή λαβή μάστιγος.
Ιδανικόν γυναικός ήθελεν είναι η εν εαυτή συνενούσα την αγνότητα μετά της ηδυπαθείας, όπως η πορτοκαλέα άσπιλα άνθη και ευχύμους καρπούς επί του αυτού κλάδου.
Αν δεν υπήρχον δύται, ουδέ μαργαρίται ήθελον υπάρχει.
Αι Μούσαι, ως όλαι αι γεροντοκόραι, αγαπώσι τους μόλις γενειώντας νεανίσκους. Αληθές είναι ότι απαντώνται ενίοτε ώριμοι άνδρες ποιούντες καλούς στίχους, αλλά μόνον μεταξύ εκείνων οίτινες νέοι όντες εποίησαν καλλιτέρους.
Έργον του ποιητού είναι να περιγράφη την εκ της αληθούς του κόσμου θεωρίας πηγάζουσαν απογοήτευσιν ή την εν τη προσκαίρω μέθη του ενθουσιασμού ή της ηδονής λήθην της πικρίας ταύτης.
Η αποσύνθεσις, σαπρία και διαφθορά του αρχαίου κόσμου υπήρξαν το λίπασμα το γονιμοποιήσαν το έδαφος εφ’ ού έμελλε να καρποφορήση ο Χριστιανισμός.
Η θέα των ποδών της διεσκέδασε την ερωτικήν μου μέθην ως φιάλη αμμωνίας τιθεμένη υπό την ρίνα οινοβαρούς.
Η μυθολογία ουδεμίαν αποδίδει ερωτικήν παρεκτροπήν εις τας Χάριτας, ίσως διότι ήσαν πάντοτε ομού και αι τρεις.
Αι γλυκύτεραι ερωτικαί αναμνήσεις είναι πολλάκις αι των σχέσεων εκείνων, αίτινες έτυχε να διακοπώσιν υπό της τύχης προ οιασδήποτε λύσεως. Αύται ομοιάζουσι τα αποθανόντα νέα εκείνα παιδία, ων οι γονείς μόνον τα αθώα μειδιάματα εγνώρισαν και ενθυμούνται.
Το σκέπτεσθαι φρονίμως είναι πολλάκις συνώνυμον του μη σκέπτεσθαι.
Πολύ φοβούμεθα ότι οι ημέτεροι καθηγηταί καθιστώσι την κλασικήν αρχαιότητα ενδιαφέρουσαν και αγαπητήν, όσω και οι παπάδες την ορθόδοξον θρησκείαν.
Είχε προ αυτού χάρτην, κάλαμον, μελανοδοχείον και παν ό,τι χρειάζεται προς επίδειξιν της αμαθείας του.
Μία οιαδήποτε πίστις εις οιονδήποτε πράγμα είναι άκαμπτος πανοπλία, ήτις διατηρεί τον άνθρωπον ορθόν καίτοι πληγωμένον.
Ο Έλλην στέργει συνήθως να είπη την αλήθειαν, ουχί όμως και να την γράψη.
Το μέγιστον ίσως έγκλημα της θείας Προνοίας είναι το να χωρίζη τα δωρήματα αυτής, ούτως ώστε εις άλλον μεν δίδει μόνον καλήν όρεξιν και εις άλλον μόνον άφθονον φαγητόν.
Όπως παν άλλο αντικείμενον αγάπης, ούτω και η πατρίς εμπνέει έρωτα κάπως ανάλογον του ποιού αυτής.
Ωσφραίνετο τους ανθρώπους ως αν ήθελε πεισθή αν ήσαν ή όχι φαγώσιμοι.
Πλατωνικός έρως = μαλακόν παξιμάδιον διά τους μη έχοντας οδόντας.
Σέβομαι τους νεκρούς και όταν ακόμη είναι ζωντανοί.
Χρησιμωτέρα αποβαίνει ημίν η εργασία ενός μόνου των ημετέρων δακτύλων ή ολοκλήρου ξένης χειρός.
Πάντες οι έχοντες ονύχια αγωνίζονται να σπαράξωσι τους έχοντας πτερά.
Κατά τους πρώτους αιώνας [του Χριστιανισμού] ο πόθος μαρτυρίου επεκράτει και μετεδίδετο ούτως ειπείν επιδημικώς. Αι τότε χριστιαναί κόραι ωνειρεύοντο να σπαραχθώσιν εν αμφιθεάτρω, όπως αι σημεριναί να διαπρέψωσιν εν αιθούση χορού. [...] Αι πριν οικιακόν και αφανή βίον διάγουσαι γυναίκες, αι θεωρούμεναι παρά των αρχαίων ως απλά όργανα ηδονής ή μηχαναί υφαντικής, ου μόνον μετέχουσι του ανακαινίζοντος την οικουμένην έργου, αλλά και πολλάκις πρωταγωνιστούσι. [...]
Άμεσον αποτέλεσμα της τοιαύτης προς τον άνδρα εξισώσεως της γυναικός εις τα δικαστήρια και τα σφαγεία υπήρξεν η κατά τα λοιπά ισότης. Αι θύραι του γυναικωνίτου, τας οποίας έθραυσεν εν τη οργή αυτού ο εκπνέων εθνισμός [=παγανισμός] προς συγκομιδήν θυμάτων, αδύνατον ήτο να κλεισθώσι και πάλιν· ευλόγως δε δύναταί τις να είπη ότι υπέρ της ιδίας προ πάντων χειραφετήσεως ήθλησαν αι γυναίκες. Ουδ’ ήσαν αι αθλήσεις αύται περιτταί προς επιτυχίαν του σκοπού, αφού εις ταύτας προ πάντων και ουχί, ως πιστεύεται, εις τα διδάγματα της νέας θρησκείας πρέπει ν’ αποδοθή η επελθούσα ισοτιμία.
Κατά τούτο μόνον, το όλως άσχετον προς το δόγμα, φαίνεται συντελέσας εις την ανύψωσιν της γυναικός ο Χριστιανισμός, ότι, αντί της συνέσεως, της ανδρείας, της οξύτητος του πνεύματος, του ύψους της φαντασίας, και των άλλων ανδροπρεπών αρετών, τας οποίας ετίμων οι αρχαίοι, ετίμησεν εκείνος το έλεος, την αγάπην, την πραότητα, την εύκολον πίστιν, την έλλειψιν προνοίας περί της επιούσης, την πενίαν του πνεύματος και τον πλούτον της καρδίας, τα μόνα, δηλαδή προσόντα, κατά τα οποία εξισούται προς τον άνδρα ή και πλεονεκτεί αυτού, η γυνή, ανοίξας ούτω εις αυτήν το μόνον στάδιον, εις το οποίον ηδύνατο να διαπρέψη.
Την αρχαίαν τω όντι χριστιανικήν κοινωνίαν πρέπει να θεωρήσωμεν, ου μόνον κατά τας ιστορικάς μαρτυρίας, αλλά και της λογικής τας υπαγορεύσεις, ως κατ’ εξαίρεσιν αποτελουμένην αποκλειστικώς εξ εκλεκτών, αφού ουδέν υπήρχε το δυνάμενον να ελκύση εν ώρα κινδύνου και διωγμού εις την νέαν θρησκείαν τους μη ολοψύχως ασπαζομένους τας αρχάς αυτής. [...] Ουδ’ ήτο δυνατόν να είπη τις περί χριστιανού ότι ήτο ευσεβής ή ασεβής, ενάρετος ή υποκριτής, χωρίς να υποπέση εις αντίφασιν ή πλεονασμόν.
Η τοιαύτη διάκρισις απέβη δυνατή, μόνον αφού θριαμβεύσας και γενόμενος θρησκεία του κράτους και του πλήθους, περιέλαβε κατ’ ανάγκην εις τους κόλπους του ο Χριστιανισμός μετά της μειονοψηφίας των εκ προαιρέσεως χριστιανών, και τους ουδέν άλλο πλην του ονόματος έχοντας προς αυτόν κοινόν· τους δειλούς, τους προσελθόντας εκ φόβου της μετά τον θρίαμβον αγρίας των εθνικών καταδρομής· τον αμετάβλητον την φύσιν όχλον· [...] τους μη δυναμένους να απομάθωσι τας περί όνου σκιάς συζητήσεις πρώην σοφιστών· τους ορεγομένους συνοίκησιν μετά διακονίσσης φιληδόνους· τους αυλοκόλακας αρχιερείς, τα ραδιούργα γύναια, και όσα άλλα διά πυρίνης γλώσσης εστιγμάτισε και κατηράσθη ο πράγματι χρυσόστομος Ιωάννης.
Αν τω όντι επέβαλλεν η Εκκλησία ου μόνον την αγνότητα, αλλά και την περιφρόνησιν του γυναίου, επέτρεπεν εν τούτοις την λατρείαν της αγίας. Η αγιότης ήτο το μόνον σχήμα, δι’ ου ηδύναντο να περιβάλωσι την οπτασίαν αυτών οι αποστρεφόμενοι και την κατά διάνοιαν αμαρτίαν, μεταμορφούντες τον γυναικόμορφον δαίμονα εις στεφανηφόρον παρθένον, προ της οποίας ηδύναντο να γονυπετήσωσιν αναμαρτήτως.
Εις τον ονομασθέντα πλατωνικόν έρωτα φαίνεται πολύ μάλλον αρμόζον το όνομα ασκητικού. Πρώτος τω όντι ο ασκητής εφεύρε τον ταυτισμόν της γυναικός μετά της αγίας, και πρώτος εδίδαξεν ημάς να συμπλέκωμεν την ηδυπάθειαν μετ’ ονείρων υπερφυσικών, δυνάμενος κατά τούτο τουλάχιστον να θεωρηθή πρόδρομος του νεωτέρου ρωμαντισμού.
Αν [...] πρέπει προς εκτίμησιν των ανθρωπίνων αισθημάτων να λαμβάνηται εξωτερική τις αυτών εκδήλωσις επιδεκτική μαθηματικής καταμετρήσεως, νομίζομεν ότι ως τοιούτον ακριβές μέτρον του ενδιαφέροντος της παρούσης γενεάς προς τα έργα της προηγηθείσης, δύναται να χρησιμεύση η μηνιαία δωδεκάδραχμος αποζημίωσις, ην καταβάλλει το έθνος εις την μητέρα του Διάκου, διά την όπτησιν του υιού της.
Τα πάντα εδανείσθημεν παρά των εσπερίων εθνών, πολίτευμα, νόμους, έθιμα, ενδύματα και διασκεδάσεις, και ενός μόνου πράγματος εθεωρήσαμεν περιττεύουσαν την εισαγωγήν, των προϊόντων της διανοίας, πιστεύοντες, ως φαίνεται, κατορθωτήν την άνευ της καλλιεργείας αυτής εξίσωσιν ημών προς τα άλλα έθνη κατά τα λοιπά.
Ο ποιητής Βωδελαίρος, θέλων να εικονίση το ιδανικόν του σικχαμηρού, παρέστησε πτώμα χοίρου σηπόμενον υπό τας ακτίνας θερινού ηλίου. [...]
Την δύναμιν της εικόνος ταύτης δεν αμφισβητούμεν· νομίζομεν όμως ότι, αν εγνώριζεν ο ποιητής την Ελλάδα, ήθελε προτιμήσει του νεκρού χοίρου ζώντα και υγιαίνοντα αντιπρόσωπον της τάξεώς τινος των παρ’ ημίν δημοσιογράφων.
Ποιητής αδύνατον είναι να γεννηθή και να υπάρξη εκτός μιας οιασδήποτε περιρρεούσης αυτόν ποιητικής ατμοσφαίρας.
Ο σήμερον Έλλην εκληρονόμησε παρά μεν των προγόνων αυτού μέγα όνομα, παρά δεν των πατέρων γωνίαν γης ελευθέραν. Αποκοιμηθείς δούλος και Ανατολίτης, εξύπνησεν ελεύθερος και Ευρωπαίος. Επόμενον άρα ήτο να καταληφθή υπό της κατεχούσης πάντας τους νεαυξήτους μέθης. Η κυριωτέρα αυτού ενασχόλησις συνίσταται σήμερον ακόμη εις το να θαυμάζη τας χείρας αυτού μη φερούσας πλέον αλύσεις, την κεφαλήν του φέρουσαν πίλον υψηλόν, την εκ του Περικλέους καταγωγήν του, και τα επισκεπτήρια αυτού, αν τύχη ανήκων εις την λεγομένην υψηλήν περιωπήν.
Την εντελή ημών αποξένωσιν από του βασανίζοντος σήμερον τα λοιπά έθνη πνευματικού σάλου δεν αναγράφομεν ενταύθα ως δυστύχημα, αλλ’ απλώς ως την κυριωτάτην ίσως αιτίαν, δι’ ην ποίησιν η Ελλάς δεν δύναται επί του παρόντος να ελπίζη, αφού τα μεν πάτρια ήθη απηρνήθη, του δε διανοητικού βίου των νεωτέρων εθνών εισέτι δεν μετέχει, ουδέ την εμπνέουσαν τους ποιητάς αυτών νόσον του αιώνος νοσεί, την έλλειψιν δηλαδή και την δίψαν του ιδανικού.
Αι προς βαρβάρους χώρας σχέσεις έχουσι τούτο το ανεκτίμητον πλεονέκτημα, ότι οι κάτοικοι αυτών εισί μόνον καταναλωταί, ουχί δε και παραγωγείς των βιομηχανικών προϊόντων, ων υπάρχει περίσσεια εν Ευρώπη. Αληθές είναι ότι η σχεδόν αγρία κατάστασις, εις ην διατελούσι τινές των λαών τούτων, δύναται εν αρχή να δυσχεράνη τας συναλλαγάς· αλλ’ εύκολον φαίνεται να μεταδοθή και τούτοις, εν βραχεί χρόνω, ο ελάχιστος εκείνος όρος πολιτισμού, ο επαρκών όπως μεταβάλη αυτούς εις καταναλωτάς των ευρωπαϊκών υφασμάτων, ή τουλάχιστον των ευρωπαϊκών οινοπνευμάτων, κατόπτρων, μαχαιριδίων, κωδωνίσκων και υαλίνων περιδεραίων. Αν δε στερώνται χρημάτων προς τούτο, έχουσιν αφ’ ετέρου οι μεν παχυχλόους βοσκάς, οι δε πλούσια μεταλλεία, άλλοι παρθένα δάση, έτεροι χρυσόκονιν, ελεφαντόδοντας ή ιχθυοτροφεία, και πάντες ανεξαιρέτως βραχίονας δυναμένους να παράσχωσι τοις αποίκοις ευθηνήν εργασίαν.
Ενώ ουδέποτε άλλοτε υπήρξαν φοβερώτεροι οι εξοπλισμοί, ουδέποτε και μετά τόσης ομοφωνίας διεκηρύττετο παρά πάντων, ότι μόνος πόθος και μόνος αυτών σκοπός ήτο η διατήρησις της ειρήνης, ως αν ήτο δυνατόν να διαταραχθή η ειρήνη παρ’ άλλου τινός πλην μόνων των πανόπλων αυτής φρουρών.
Από δεκαετίας ήδη διατρίβω εν Αθήναις και δύναμαι να είπω, άνευ της παραμικράς υπερβολής, ότι καθ’ όλον τούτο το διάστημα η κυριωτέρα μου ενασχόλησις υπήρξε να καταπίνω σκόνιν.
Το βάσανον τούτο, εις το οποίον ο κ. Δήμαρχος καταδικάζει τους Αθηναίους, είναι μεν τρομακτικόν, πρωτότυπον όμως όχι. Προ του κ. Κυριακού εφεύρεν αυτό η ποιητική του Δάντου φαντασία, όστις εις τον φοβερώτερον κύκλον της Κολάσεως παρέστησε δυστυχή όντα, βασανιζόμενα εντός ατμοσφαίρας απαραλλάκτου οία η των Αθηνών.
Ο μεν λογιωτατισμός πνέει ήδη τα λοίσθια, η αλογία όμως παραμένει και υπερακμάζει, το δε κακόν είναι [ότι] έμαθε και αυτή να ομιλή, και μάλιστα να στιχουργή ου μόνον σχολαστικά, όπως πρότερον, αλλά και δημοτικά.
[Ενώ η εργασία των ζωγράφων] αμείβεται αναλόγως του ποιού αυτής, η πώλησις της πεζογραφίας με τον πήχυν, εις μίαν και την αυτήν χωρίς διάκρισιν ποιότητος τιμήν, επόμενον ήτο να συντελέση εις την αύξησιν του αριθμού μόνον των ταχυγράφων.
[...] Αν εξαιρέσωμεν την του κουρέως, ουδεμία υπάρχει παρ’ ημίν τέχνη ευκολωτέρα της του συγγραφέως.
Ο Έλλην, ο επί τω πνεύματι και ταις αρεταίς των προγόνων του πάντοτε καυχώμενος, τηλικαύτην έχει περί του έθνους του ιδέαν, ώστε αδυνατεί να πιστεύση ότι εν ετέρα της υφηλίου γωνία είναι δυνατόν να γεννηθή και αναπτυχθή τι άξιον λόγου, ούτινος η μαρμαρυγή να μη εκλείπει εν ακαρεί εν τη προς όμοιον ελληνικόν θρέμμα συγκρίσει [...] Καθ’ ημάς η υδρόγειος σφαίρα επλάσθη χάριν του ελληνικού πνεύματος, ως κατά τους οπαδούς των τελικών αιτίων το σύμπαν διά τον άνθρωπον, η ρις διά τα ομματοϋάλια και αι τρίχες της κεφαλής διά τους φθείρας.
Επί των Ελλήνων τα τυπωμένα φύλλα έχουσι την αυτήν ναρκωτικήν επιρροήν, ην και του υοσκυάμου τα φύλλα· και διά τούτο ίσως ουδέ να κόψωσιν αυτά τολμώσιν οι πλείστοι, αλλά παρθένα και άθικτα κληροδοτούσιν, εις τας επερχομένας γενεάς, της φιλολογίας μας τα προϊόντα.
Άγγλος τις συγγραφεύς, ο Swift νομίζω, διηγείται ότι οι κάτοικοι, δεν ενθυμούμαι τίνος τόπου, είναι τοσούτω απαθείς και απρόσεκτοι, ώστε οσάκις αποτείνεται τις προς αυτούς, πρέπει να κτυπά εκ διαλειμμάτων την κεφαλήν των διά ξηράς κολοκύνθης, ίνα μη αποκοιμώνται ενώ ομιλεί. Τοιούτον τι ανθυπνωτικόν φάρμακον εσκέφθην καγώ να μεταχειρισθώ κατά της απαθείας του Έλληνος αναγνώστου· εν ελλείψει δε κολοκύνθης επροσπάθησα να εξορκίσω τα χασμήματα καταφεύγων ανά πάσαν σελίδα εις απροσδοκήτους παρεκβάσεις, ιδιοτρόπους παρομοιώσεις ή αλλοκότους λέξεων συγκρούσεις· περιβάλλων εκάστην ιδέαν δι’ εικόνος, ούτως ειπείν, ψηλαφητής, και αυτά ακόμη τα σοβαρώτερα της θεολογίας ζητήματα στολίζων διά κροσσίων, θυσσάνων και κωδωνίσκων ως εις ποδιάν Ισπανής χορευτρίας.
Η λύπη, ην αισθανόμεθα διά την στέρησιν φιλτάτου όντος, ομοιάζει την εκρίζωσιν οδόντος· σφοδρός ο πόνος, αλλά στιγμιαίος. Μόνοι οι ζώντες προξενούσιν ημίν διαρκείς λύπας. Τίς ποτε έχυσε επί του τάφου ερωμένης το ήμισυ, το εκατοστόν, το χιλιοστόν των δακρύων, αφ’ όσα διά την κακίαν της έχυνε καθ’ ημέραν;
Η πλήξις και η αργία είναι [...] τα κυριώτερα, ίνα μη είπω τα μόνα, του έρωτος ελατήρια, ικαναί ούσαι εν ελλείψει νέων και τ’ αρχαία να αναζωογονήσωσι πάθη.
Αι θρησκείαι ομοιάζουσι τας γυναίκας. Αμφότεραι ενόσω είναι νέαι ούτε καλλωπισμών χρήζουσιν ούτε ψιμυθίου, ίνα περικυκλώνται υπό λατρευτών προσκλινών, ετοίμων και την ζωήν υπέρ αυτών να θυσιάσωσιν, ως οι πρώτοι χριστιανοί και οι ερασταί της Ασπασίας· αλλ’ άμα γηράσωσιν, ανάγκη να καταφύγωσιν εις το φύκος και τα κοσμήματα, ίνα επ’ ολίγον ακόμη διατηρήσωσι τους αραιουμένους θιασώτας.
Καθώς ο γνήσιος οινοπότης βδελύττεται τους νοθεύοντας τον οίνον, ούτω και ο καλός χριστιανός αποστρέφεται τους αναμιγνύοντας εις την θρησκείαν, ίνα καταστή επικερδεστέρα, τας παντοίας της κεκαρμένης ή πολυμάλλου κεφαλής των εφευρέσεις, τα θαύματα των εικόνων, τους θεούς της ειδωλολατρείας μετημφιεσμένους εις αγίους, τας προσκυνήσεις, τα εισιτήρια του Παραδείσου, τα άγια λείψανα, τα κομβολόγια και άλλα ιερατικά εμπορεύματα, δι’ ων το επάγγελμα των Αποστόλων κατέστη και αυτής της ιατρικής και ονειροκρισίας αγυρτικώτερον.
Ο χαρακτήρ των γυναικών προς μόνον τον χαλκόν εκείνον της Κορίνθου δύναται να παραβληθή, όστις συνέκειτο εκ μυρίων ετερογενών στοιχείων, εν οις όμως υπήρχε και άδολος χρυσός.
Πάντες φιλοτιμούμεθα να ομοιάσωμεν κατά τι τους μεγάλους άνδρας, μιμούμενοι τα ελαττώματα αυτών, οσάκις αδυνατούμεν να μιμηθώμεν τας αρετάς. Πολλοί έγιναν μέθυσοι, ίνα έχωσί τι κοινόν μετά του Αλεξάνδρου [...] Αλλά της ωραίας Μαγδαληνής τα παραπτώματα και η αγιότης μυριάκις πλείονας είλκυσαν μιμητάς. Αι ολίγαι απομείνασαι καλαί χριστιαναί ταύτην έχουσιν είδωλον και πρότυπον της ζωής των, δάκνουσαι τον απηγορευμένον καρπόν, ενόσω έχουσιν αληθείς οδόντας, και έπειτα προσφέρουσαι τω Θεώ τας ρυτίδας και τας φενάκας των ως αντίτιμον του Παραδείσου.
Οι χρόνοι εκείνοι [9ος αιών μ.Χ.] ήσαν ο χρυσούς της σωματεμπορίας αιών. [...]
Οι ιερείς ανεθεμάτιζον μεν ενίοτε τους μετερχομένους το τοιούτον εμπόριον, αλλά και εδέχοντο παρ’ αυτών χρυσοκεντήτους στολάς, πολύτιμα αρώματα, λιθοστολίστους σταυρούς και άλλα της βιομηχανίας των προϊόντα, ως καταφέρονται και σήμερον οι Άγγλοι μαυρόφιλοι κατά της δουλείας, αναμιγνύοντες εις το τέιον αυτών σάκχαριν και ρώμι, τον ιδρώτα και το αίμα των μαύρων.
Δις δε ή τρις προσέκοψαν [η Ιωάννα και ο Φρουμέντιος] κατά καλογήρων κοιμωμένων επί των πλακών των Προπυλαίων [της Ακροπόλεως], οίτινες ουδέ καν μετεκινήθησαν· καθότι οι Έλληνες είχον ήδη συνηθίσει να καταπατώνται ως σταφυλαί υπό τους πόδας των ξένων.
Κατά τον [9ον] αιώνα [...] αι Αθήναι ήσαν ο γυναικών των βυζαντινών αυτοκρατόρων, οίτινες ελάμβανον εκείθεν τας συζύγους των, ως οι διάδοχοι αυτών σουλτάνοι, εκ Κιρκασίας. Η βελτίωσις αύτη της αττικής φυλής ήρξατο από των χρόνων της Εικονομαχίας, ότε, εξορισθέντων των βυζαντινών εικονισμάτων, αι γυναίκες αντί να έχωσιν ακαταπαύστως προ των οφθαλμών ισχνάς Παναγίας και λιποσάρκους αγίους, ανύψουν και πάλιν τους οφθαλμούς προς τα ανάγλυφα του Παρθενώνος και εγέννων τα τέκνα των όμοια τούτοις· ώστε και υπό την έποψιν της καλλιτεκνίας, αναγκαία φαίνεταί μοι η μεταρρύθμισις της εκκλησιαστικής ημών εικονογραφίας. Απόδειξις δε της επιρροής ταύτης των εικόνων έστωσαν αι σύζυγοι των Εβραίων τραπεζιτών της Πρωσσίας, αίτινες από πρωίας μέχρι νυκτός μετρώσαι τάλληρα και φλωρία φέροντα την προτομήν του βασιλέως Γουλιέλμου τίκτουσι τέκνα τοσούτον ομοιάζοντα τω μονάρχη, ώστε δικαίως επωνομάσθη πατήρ των υπηκόων του.
Οσάκις [...] ανελογίζετο [...] να χωρισθή της φίλης του, ησθάνετο τας τρίχας του ορθουμένας υπό της φρίκης. Ούτε μετ’ αυτής ούτε άνευ αυτής ηδύνατο να ζήση· αγνοών δε ο δυστυχής νεανίας ότι η καρδία γυναικός είναι άμμος κινητή, επί της οποίας μόνον σκηνήν διά κατάλυμα μιας νυκτός δύναται ν’ ανεγερθή, είχεν οικοδομήσει εκεί κατοικίαν, εν η όλην του την ζωήν εσκόπευε να διαμείνη.
Αι γυναίκες, τα ενσαρκωμένα ταύτα κράματα αγάπης, αφοσιώσεως, ευσπλαχνίας και όλων των άλλων τρυφερών αρετών, οσάκις η χρεία το καλέση, βυθίζονται εις το αίμα ως εις ευώδες λουτρόν.
Ο ωφελιμώτερος τρόπος να μεταχειρίζωνται μερικοί άνθρωποι το μελάνι των θα ήτο αν εμαύριζαν με αυτό τα υποδήματά των.
Καθώς ο Ιησούς ήλθε να σώση ουχί τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς, ούτω και όσοι γράφουν δεν πρέπει ν’ αποβλέπουν εις τους σοφούς, αλλ’ εις τους αγραμμάτους.
Τι νόστιμον φαγητόν! κρίμα να βρωμά τόσον! δεν ημπορείτε να κάμετε σκορδαλιά χωρίς σκόρδον;
Ο έρως του καλού καλείται «Ενθουσιασμός» και γεννά τους Πινδάρους και τους Μίλτωνας· το μίσος του κακού καλείται «Σάτιρα» και γεννά τους Λουκιανούς και τους Βολταίρους.
[...] Αδύνατον είναι να συντηρηθή κοινωνία άνευ του ενθουσιασμού, της αφοσιώσεως δηλαδή εις τους συνέχοντας αυτήν θεσμούς, αλλ’ επίσης αδύνατον είναι και να προοδεύση άνευ της Σατίρας, ήτις υποσκάπτει τους θεσμούς τούτους χάριν καλλιτέρων εν τω μέλλοντι. Άμα δε παύση προοδεύουσα μία κοινωνία, ευθύς σήπεται και θνήσκει.
Τα πάντα παρ’ ημίν είναι σκιαί, είδωλα και φαντάσματα και ζωήν αληθινήν έχει μόνη η πολιτική. Μόνη αύτη έχει το προνόμιον να ελκύη την αμέριστον προσοχήν και να εξεγείρη το ενδιαφέρον πάντων των Ελλήνων, διότι μόνη αύτη δύναται να πορίση δημοτικότητα, δύναμιν, υπόληψιν, βαρύτητα και σημασίαν και εις αυτά τα μηδαμινά. Εις τας άλλας χώρας πολλά είναι τα στάδια τα αναγόμενα εις την ανθρωπίνην δραστηριότητα και φιλοδοξίαν. Φήμην, υπεροχήν, κοινωνικάς διακρίσεις, αξιώματα και τιμάς δύναται να ελπίση και ο επιστήμων και ο συγγραφεύς και ο καλλιτέχνης και αυτός ο ποιητής, αλλά παρ’ ημίν μόνος ο πολιτευτής.
Όπως όλοι οι Εσκιμώοι αλιείς, όλοι οι Άραβες ιππείς, και όλοι οι αρχαίοι Πάρθοι τοξόται, ούτως και όλοι οι σημερινοί Έλληνες είναι πολιτευταί, όλοι ψηφοθήραι, όλοι κομματάρχαι και εκ τούτου και κάπως ρήτορες εξ ανάγκης!
Από τινων ετών φαίνεται τείνουσα ν’ αυξήση η χρησιμότης της δημοκοπίας, αφού εις ταύτην κυρίως πρέπει ν’ αποδοθώσιν αι εκλογικαί επιτυχίαι του λαοπροβλήτου ημών πρωθυπουργού [Θ. Δηληγιάννη]. Κατά παράδοξον όμως αντίθεσιν, εφ’ όσον αυξάνει κατά τας εκλογάς η αξία της δημεγερτικής ευγλωττίας, κατά τοσούτον φαίνεται ελαττουμένη, και σχεδόν εκλείπουσα η χρησιμότης της ρητορικής δεινότητος από του βήματος της Βουλής. Αν αρκή να παρασύρη τον εκλογέα η παρά του τυχόντος δημοκόπου ενδεκάτη επανάληψις δεκάκις ήδη αθετηθείσης υποσχέσεως, αδύνατον αφ’ ετέρου θα ήτο εις τον άριστον των ημετέρων ρητόρων να πείση τους εν τη Βουλή συναδέλφους του ότι έχουσιν άδικον να θεωρώσι τετράγωνον την σελήνην ή συμφέρουσαν την κατάργησιν της στρατιωτικής αστυνομίας.
Ο σημερινός Έλλην εξαγόμενος της πολιτικής ομοιάζει οψάριον εκτός του ύδατος. Η διάνοια αυτού είναι αγρός τον οποίον αφήνει ως επί το πολύ χέρσον, διότι κάλλιστα γνωρίζει ότι το προϊόν της συγκομιδής δεν θα εκάλυπτε τα έξοδα της καλλιεργείας. Συνηθίσας παδιόθεν να βλέπη χρησιμεύον ως μόνον μέτρον εκτιμήσεως της ανθρωπίνης αξίας το ποσόν της πολιτικής επιρροής, άγεται να θεωρήση ματαιόσπουδον και αναξίαν φιλοτίμου ανδρός πάσαν άλλην ενασχόλησιν και μελέτην. Η πολιτική παρ’ ημίν δύναται να ομοιωθή προς τα εκμυζώντα πάσαν ικμάδα του εδάφους αδηφάγα εκείνα φυτά, παρά τα οποία ουδέν άλλο δύναται να βλαστήση. Ταύτα αρκούσι, πιστεύομεν, να εξηγήσωσι πώς, πλην ικανού αριθμού ευπροσώπων ρητόρων, ουδέν άλλο άξιον συγκρίσεως προς τα των άλλων εθνών έχει σήμερον η Ελλάς να επιδείξη.
Άδικον θα ήτο να υποθέσωμεν ότι το «Ζητήσατε την γυναίκα» αρμόζει εις μόνα τα μαχαιρώματα, τας φαρμακώσεις, και τας ληστείας ταμείων. Η αλήθεια είναι ότι, καθώς των περισσοτέρων κακουργημάτων, ούτω δύναται ν’ ανευρεθή εις την γυναίκα η πρώτη αιτία και των περισσοτέρων αριστουργημάτων.
Το κυριώτατον γνώρισμα του επαρχιώτου και του νεοπλούτου είναι ο υπερβολικός αυτού φόβος να φανή τοιούτος, απειρόκαλος δηλαδή ή οπωσδήποτε γελοίος. Οι πλείστοι αυτών θα επροτίμων να κατηγορηθώσι διά παράβασιν άρθρου του ποινικού κώδικος παρά δι’ άγνοιαν κανόνος τινός της ευρωπαϊκής εθιμοτυπίας.
Ως δεν κατώρθωσαν οι αστρονόμοι να εξηγήσωσι διατί, ενώ πάντες οι λοιποί πλανήται στρέφονται περί εαυτούς από δυσμών προς ανατολάς, μόνος ο πλανήτης Ουρανός στρέφεται απ’ ανατολών προς δυσμάς, ούτως αδύνατον φαίνεται ν’ ανευρεθή και ο λόγος διά τον οποίον ουδέν πρέπει να γίνεται εις την Ελλάδα όπως εις πάντα τα λοιπά κράτη, τα έχοντα την αξίωσιν να λέγωνται πολιτισμένα. Και όχι μόνον αδύνατος είναι η ανεύρεσις του λόγου, αλλά και η αναζήτησις αυτού φαίνεται μετέχουσα του γελοίου.
Ο ερωτών [...] κινδυνεύει να κατηγορηθή ως καθ’ υπερβολήν απλοϊκός, ως αναζητητής ψύλλων εις τ’ άχυρα, ως κοπανιστής αέρος, αν όχι και ως ιδιότροπος, δύστροπος, παράξενος, ασυμβίβαστος και ανάξιος να συγκαταλέγεται μεταξύ των εξύπνων Ρωμηών. Ο τίτλος «διορθωτού του Ρωμέηκου» κατήντησε ν’ αμιλλάται κατά την γελοιότητα προς τον του τετραγωνιστού του κύκλου.
Αν εξαιρέσωμεν τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, δεν πιστεύω να υπάρχωσιν άλλα επί γης πλάσματα όσον οι γάτοι συκοφαντηθέντα. Ως κατά πρόληψιν και κατά παράδοσιν κηρύττονται δεισιδαίμονες, οπτασιασταί, μυθολόγοι και ονειροπλέκται ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Πρόκλος και ο Πλωτίνος, ούτω κακίζεται και πας γάτος ως δόλιος, άπιστος, αχάριστος και ανίκανος άλλο τι παρά τον εαυτόν του ν’ αγαπήση. Και ως εις τα λεγόμενα ονείρατα των νεοπλατωνικών αντιτάσσεται η ασφαλής επιστήμη του Αριστοτέλους, ούτω και εις του γάτου την κακίαν αι παντοίαι του σκύλου αρεταί. [...] Τούτο είναι περίπου το αυτό ως αν υπετιμάτο εν συγκρίσει προς την πέρδικα ως μη φαγώσιμος η αηδών. Καθ’ όμοιον τρόπον κατηγορείται και ο γάτος, ότι δεν γλείφει τας χείρας του κυρίου του όταν ούτος τον δέρει, ότι δεν τρέχει άμα τον καλέση, ουδέ στέργει να φανή χρήσιμος κυνηγών διά λογαριασμόν του, φυλάσσων τα πρόβατά του, στρέφων επί της πυράς τον οβελόν και προπορευόμενος με φανάριον εις το στόμα, ή καν να τον διασκεδάση υπερπηδών ράβδους ή ορθούμενος εκ των οπισθίων ποδών. Ταύτα είναι ακριβέστατα. Ουδείς ποτε ούτε δι’ αμοιβής ούτε διά ραβδισμών κατώρθωσε να επιβάλη εις γάτον να πράξη όσα πράττουσιν οι σκύλοι, οι δούλοι και οι γελωτοποιοί.
Οι πλείστοι [των επισήμων ανδρών της Δύσεως], και ιδίως οι έξοχοι διπλωμάται, συγγραφείς, ποιηταί και καλλιτέχναι επροτίμησαν του σκύλου τον γάτον. [...] Ηγάπησαν τους γάτους των περιπαθώς και αντηγαπήθησαν παρ’ αυτών ολοψύχως. Ουδ’ είναι ανάγκη ν’ ανατρέχωμεν προς απόδειξιν της ανταποδόσεως ταύτης εις άλλους καιρούς και τόπους, αφού οικείον και πρόσφατον έχομεν το παράδειγμα του γιγαντιαίου εκείνου λευκού γάτου του αοιδίμου Κουμουνδούρου, όστις, αν και ήτο η εποχή των ερώτων, ουδ’ επί στιγμήν απεμακρύνθη του προσκεφαλαίου του κατά την πολυήμερον προς τον θάνατον πάλην, και έπειτα επήγε ν’ αποθάνη κι εκείνος εκ της λύπης εις μίαν γωνίαν, ενώ οι σκύλοι του μακαρίτου εξηκολούθουν να τρώγουν, να πίνουν και να γαυγίζουν και οι θερμότατοι φίλοι του μετέβαινον να προσκυνήσωσι τον κ. Τρικούπην.
Η πλήξις δεν είναι απαραίτητον παντός αριστουργήματος προσόν, και υπ’ αυτήν την έποψιν του τερπνού δύναται να υπομείνη πολλάκις ο Σαιξπείρος την σύγκρισιν προς τον Jules Verne. Προς τούτο ουδέν άλλο απαιτείται ειμή μόνον μικρά τις έξις [...] Τα έργα των μεγάλων ποιητών ομοιάζουσι προς τους ευγενείς εκείνους καρπούς, μετά των οποίων πρέπει προηγουμένως να συνοικειωθή οπωσούν η γεύσις ημών. Πριν ή εκτιμήση τις κατ’ αξίαν τον Σαιξπείρον, απαιτείται ν’ αναγνώση άνευ μεγάλης εν αρχή ηδονής ικανάς σελίδας αυτού, απαραλλάκτως, ως αναγκάζεται να φάγη δωδεκάδας τινάς βανανών, όπως πεισθή ότι αύται είναι η ευχυμοτέρα των οπωρών.
Πολύ μάλλον παρά κατά τον όγκον του εγκεφάλου μειονεκτούσιν ημών αι γυναίκες κατά το μέγεθος της καρδίας. Πρόχειρον τούτου απόδειξιν νομίζομεν ότι παρέχει η μελέτη των έργων εις τα οποία κατώρθωσαν κατά το μάλλον και ήττον να ευδοκιμήσωσι και ιδίως των φιλολογικών. Τα άριστα τούτων διακρίνονται προ πάντων διά την οξύτητα της παρατηρήσεως, την ακρίβειαν της περιγραφής, την χάριν, και την ικανότητα ην έχουσιν αι γυναίκες να διακρίνωσι κάλλιον ημών τας λεπτότητας και τας λεπτομερείας, απαραλλάκτως ως αι μικραί πλάστιγγες ζυγίζουσι τα μικρά βάρη ακριβέστερον από τας μεγάλας, ουδέν όμως γνωρίζομεν το δυνάμενον να συγκριθή κατά την βαθύτητα του αισθήματος και την έντασιν του πάθους προς τα ανδρικά. Μόνον ούτω δύναται να εξηγηθή πώς συμβαίνει, ότι εις παν άλλο δύνανται μέχρι τινός να ευδοκιμήσωσι διά των ανωτέρω προσόντων αι γυναίκες πλην μόνης της μουσικής συνθέσεως, της απαιτούσης ανώτερον του ιδιάζοντος εις την γυναικείαν φύσιν ποσόν συγκινήσεως και πάθους.
[Η μετάφρασις του έργου Έγκλημα και Τιμωρία του Δοστογέφσκη] δύναται να συντελέση εις την εκρίζωσιν της ικανώς διαδεδομένης παρ’ ημίν προλήψεως, καθ’ ην τα φιλολογικά έργα πρέπει να διαιρώνται εις τα ευχαριστούντα τους πολλούς και τα δυνάμενα να εκτιμηθώσι παρά των ολίγων. Προ τοιούτου διλήμματος, επόμενον ήτο να θεωρηθή επιβαλλομένη υπό του δημοσιογραφικού συμφέροντος η θυσία του ποιού εις το ποσόν. Το αληθές εν τούτοις είναι ότι το κυριώτατον προσόν παντός πράγματι καλού έργου είναι να ευχαριστή εξ ίσου αμφοτέρας τας τάξεις των αναγνωστών.
Η υποκρισία κατά τους ηθικολόγους είναι φόρος, ον η κακία πληρόνει τη αρετή.
Δωδεκάκις χίλιοι αποσπώνται κατ’ έτος από τα έργα των εικοσαετείς Έλληνες, αφού κατά μίμησιν των άλλων εθνών, εδέησε και η Ελλάς να υποταχθή εις τον ζυγόν της γενικής στρατολογίας, «το αίσχος τούτο του λήγοντος δεκάτου ενάτου αιώνος», ως την ωνόμασαν οι κηρύττοντες οπισθοδρόμησιν του πολιτισμού την κατά τας τρεις τελευταίας δεκαετηρίδας τεραστίαν ανάπτυξιν του οργάνου της βίας. [...] Η μεταβολή εις στρατιώτας πάντων των κατοίκων της χώρας ήτο πριν το ιδιάζον γνώρισμα των αγρίων και βαρβάρων φυλών. Πάντες πολεμισταί ήσαν μόνοι οι Απάχαι, οι Ειρωκαίοι, οι Βεγγάζιοι, οι Κούρδοι και οι Βεδουίνοι. Εις τούτους πρέπει σήμερον να προστεθώσιν οι συμπατριώται του Καντίου, του Ροσμίνη, του Γιοβέρτη, του Σαμπιέρου, του Δεγεράνδρου και των άλλων αποστόλων της προόδου, της ειρήνης και της αδελφώσεως των εθνών.
Μεταξύ των προσόντων του Έλληνος χωρικού πρέπει να συναριθμηθή και η παντελής αυτού αδιαφορία προς παν πράγμα εκ του οποίου ουδέν έχει να χάση ή να κερδίση.
Οι απαντώντες οστρείδιον επί της κορυφής όρους και οι βλέποντες τον αξιότιμον κ. Στυλιανόν Κασιμάτην πρόεδρον [της] Ελληνικής Βουλής, αποτείνουσιν εις εαυτούς την αυτήν ερώτησιν: «Πώς ευρέθησαν αυτά τα πράγματα εις τόπον τόσον υψηλόν;»
Η απάντησις είναι απλουστάτη: «Κατακλυσμός μετέφερεν αυτά εκεί».
Οι Άγγλοι έχουσι δύο βουλάς, την άνω και την κάτω, ημείς μίαν μόνην ανωκάτω· επόμενον λοιπόν είναι την περιφανεστέραν θέσιν να κατέχη ο κ. Κασιμάτης.
Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται, διότι εκεί υπάρχουσιν άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν· αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία, μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα, να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.
Αν υπήρχε λεξικόν της νεοελληνικής γλώσσης, νομίζομεν ότι ο ορισμός της λέξεως «κόμμα» ήθελεν είναι ο ακόλουθος: «Ομάς ανθρώπων ειδότων ν’ αναγινώσκωσι και ν’ ανορθογραφώσιν, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’ αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι».
Περί του Παγανίνι λέγεται ότι κατώρθωσε να θέλξη τους ακροατάς αυτού διά βιολίου, εις το οποίον μία μόνη απέμενε χορδή. Τοιούτο τι όργανον κατήντησεν εκ των αδίκων εξοστρακισμών [...] η γραφομένη [ελληνική] γλώσσα. Αλλ’ ούτε εύκολον είναι να γίνη τις Παγανίνι, ούτε πιστεύομεν ότι κακείνος δεν ήθελεν προτιμήσει να φυτεύη λάχανα, αν κατεδικάζετο εις ισόβιον χρήσιν μονοχόρδου.
Οι σχολαστικοί μας ωνόμασαν, πιθανώς, το μανδύλιον «ρινόμακτρον», διότι μόνον η μύτη των συγκινείται και τρέχει, τους δε οφθαλμούς ουδέποτε ησθάνθησαν την ανάγκην ν’ απομάξωσιν.
Τα έργα των σημερινών μας διηγηματογράφων, τα κάλλιστα τουλάχιστον τούτων και τα μόνα δυνάμενα να έχωσιν ευλόγους αξιώσεις πρωτοτυπίας, [...] πρέπει να ομολογήσωμεν ότι είναι κατά την υπόθεσιν κάπως μονότονα, ασχολούμενα αποκλειστικώς εις την απεικόνισιν του βίου και των εθίμων μόνον των αγροτών, των ποιμένων, των ορεσιβίων και των θαλασσινών Ελλήνων. [...]
Η Γεωργία Σανδ έγραψεν υπέρ τα εξήκοντα μυθιστορήματα και άλλα περίπου τόσα ο Βαλζάκ, αλλ’ αν αντί τριών ή τεσσάρων εκ τούτων ήσαν και τα εκατόν είκοσιν αγροτικά, δύσκολον πιστεύω θα ήτο να καταποθώσι μετά τοσαύτης ορέξεως υπό των Γάλλων αναγνωστών. Ουδόλως λοιπόν παράδοξον είναι, αν και το ημέτερον κοινόν ήρχισε, δεν λέγομεν ν’ αηδιάζη, αλλά να χορταίνη τας στάνας, τας στρούγγας, τα λημέρια, τας φλογέρας, τους κολλήγους, τους λεβέντηδες, τας ζηλεμένας κόρας, τα μοιρολόγια, τα ασημοχρύσαφα και τους κερατισμούς των τράγων.
Πας ο ασπαζόμενος το στάδιον της τέχνης ή των γραμμάτων άνευ άλλου τινός πόρου ζωής πλην του κέρδους εκ του χρωστήρος, της σμίλης ή του καλάμου του, πρέπει κατ’ ανάγκην να διέλθη διά των ατραπών της Βοημίας. Οι πλείστοι των σήμερον ενδόξων συγγραφέων και τεχνιτών και πολλοί των επιστημόνων υπήρξαν κατά την νεότητα αυτών Βοημοί, κάτοικοι δηλαδή υγρών υπογείων ή κατεψυγμένων υπερώων, αναγκαζόμενοι να μετοικώσι συνεχώς αποκομίζοντες όλα των τα υπάρχοντα εντός μαντιλίου και καταγινόμενοι εις τελειοποίησιν της επιστήμης του να «κατακλίνωνται χωρίς δείπνον ή να δειπνώσι χωρίς να κατακλίνωνται».
Διά τους αγαπώντας τους ακριβείς ορισμούς, δύναται η Βοημία να ονομασθή: «Αναγκαίος σταθμός του καλλιτεχνικού βίου προ της μεταβάσεως εις την Ακαδημίαν, το πτωχοκομείον ή τον άλλον κόσμον δι’ αυτοχειρίας».
Εις την προγονικήν ημών ιστορίαν έστησεν εποχήν η κάθοδος των Ηρακλειδών· οι δε απόγονοι ημών θέλουσι μνημονεύει της καθόδου των ομογενών. Μετά χίλια ή δισχίλια έτη, ο τότε κ. Κ. Παπαρρηγόπουλος θέλει διηγείσθαι ότι μεσούντος του 19ου αιώνος επέδραμεν εκ των παραλίων του θρακικού Βοσπόρου εις την Αττικήν φυλή ανθρώπων, οίτινες εκαυχώντο επί ελληνική καταγωγή και πατριωτισμώ. Οι επιδρομείς ούτοι ωδηγούντο υπό στρατηλάτου, όστις ανέβαινεν ίππον μικρόν, είχε τους οφθαλμούς εξέχοντας, ρώθωνας πλατυτάτους, οδόντας μακρούς, υποκάμισα κεντητά και αφήρει τον άρτον εκ του στόματος των πτωχών.
Έτερος πάλιν ιστορικός θέλει παρατηρήσει ότι ο κ. Παπαρρηγόπουλος ηδίκησε τους ομογενείς τούτους, παραστήσας αυτούς ως ψωμάρπαγας, ενώ απεναντίας ήσαν σαρκοβόροι και μάλιστα ανθρωποφάγοι, τρεφόμενοι εκ κρέατος αυτοχθόνων, ους συνελάμβανον διά παγίδος τινός της εφευρέσεώς των καλουμένης «μετοχής».
Τα «υποκάμισον» και «χιτών», «φουστάνι» και «εσθής», «σεντόνι» και «σινδών», «μαντήλι» και «ρινόμακτρον», «σκούφος» και «κεκρύφαλος» δύνανται ν’ αντικαταστήσωσιν άλληλα ως συνώνυμα μόνον εις τον λογαριασμόν λογίας πλύστρας, όχι όμως και εις φιλολογικόν έργον, όπου η δήλωσις συνήθους πράγματος δι’ άλλου πλην του συνήθους αυτού ονόματος ψυχραίνει, αμβλύνει, εκνευρίζει, παραλύει και καταστρέφει την φράσιν. [...] Μόνοι χωρίς γλώσσαν «φιλολογικήν» απεμείναμεν ημείς, ουδ’ υπάρχει ελπίς ν’ αποκτήσωμεν τοιαύτην, εφ’ όσον επιμένομεν είτε ν’ αντικαταστήσωμεν είτε να εξαρχαΐσωμεν τας παγκοίνους λέξεις, διότι αμφότερα ταύτα συνεπάγουσι παγετώδη ψυχρότητα και ανυπόφορον αηδίαν. [...] Η εκ της ακρίτου προγραφής των δημοτικών λέξεων και τύπων ένδεια του γραπτού ημών λόγου απέβη αληθώς απαραδειγμάτιστος. Ούτος δύναται να ομοιωθή με κλειδοκύμβαλον, του οποίου το ήμισυ των πλήκτρων θα ήσαν ή τελείως άφωνα ή θ’ απέδιδον ήχον όλως διαφορετικού οργάνου. [...] Αδύνατος [...] η χρήσις εις τον γραπτόν λόγον και της ελαχίστης δημώδους ρήσεως και παροιμίας, αδύνατος η οικειότης, η θωπεία, ο χαριεντισμός, το πείραγμα και το σκώμμα.
Από του Κοραή μέχρι σήμερον δεν έπαυσεν η εκφραστική δύναμις της γραπτής γλώσσης να ολιγοστεύη κατ’ ακριβή αναλογίαν του ποσού της αντικαταστάσεως των ζώντων διά νεκρών στοιχείων. Διά τούτων δύναταί τις να εκφρασθή, ως και διά ξυλίνων κνημών να βαδίση, όχι όμως και να τρέξη, να χορεύση ή να πηδήση.
Πάσα ημών απόλαυσις, οσάκις επαναλαμβάνεται, αποβάλλει μέγα μέρος του προτέρου αυτής θελγήτρου. Η ηδονή ημών δύναται να ομοιωθή προς ποτήριον γενναίου οίνου, το οποίον πίνομεν κατά μικράς δόσεις, και μετά πάσαν ρόφησιν γεμίζομεν δι’ ύδατος το ποτήριον, μεχρις ού καταντήσωσιν ανούσιον απόπλυμα αι τελευταίαι.
Όσον ευκολώτερα πιστεύομεν και ταχύτερα λησμονούμεν, τόσον μεγαλειτέρα είναι η ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν. Όσον πλέον κουτός, άκακος και απονήρευτος είναι ο λαός, τόσον περισσότερον έπρεπε να τον συμπαθούν και να τον λυπούνται, αντί να νομίζουν πως η κουταμάρα και η καλωσύνη του τους δίδει το δικαίωμα να τον γδέρνουν ώς το κόκκαλο, να τον καταδικάζουν εις την βρώμαν, την αρρώστιαν και την ατιμίαν, να φέρνωνται μαζί του καθώς οι άκαρδοι εκείνοι καρραγωγείς που σκοτώνουν τ’ άλογα από το πολύ φόρτωμα και το πολύ ξύλο για τον λόγο που δεν δαγκάνουν και δεν κλωτσούν. Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου: «Ανάθεμα εις τους λαοπλάνους!».
Περιηγούμενος την άνω Αίγυπτον ο «Ασμοδαίος» απήντησέ ποτε Αβησσυνόν έχοντα ήμερον ιπποπόταμον, ον υπερηγάπα· επί του δέρματος του ζώου είχε ζωγραφήσει ο αυτόχθων κύκλον και εγυμνάζετο επ’ αυτού εις σκοποβολήν, βέβαιος ων ότι τα βέλη του ουδένα επροξένουν εις αυτό πόνον ή ζημίαν.
Προς τοιούτο παχύδερμον αφομοιούμεν ουχί τον κ. πρωθυπουργόν [Κουμουνδούρον], αλλά το νεοελληνικόν κοινόν, το υπ’ ουδενός βέλους αγριούμενον ή ταραττόμενον.
[Περί των «φιλελλήνων»] δυνάμεθα ίσως να παρατηρήσωμεν ότι ουδέν άλλο, πλην ημών, έθνος κέκτηται το πλεονέκτημα να έχη ιδιαιτέραν τάξιν φίλων εχόντων την ειδικότητα να το αγαπώσιν. Ουδέποτε υπό τοιαύτην έννοιαν έτυχε ν’ ακούσωμεν να γίνεται λόγος περί Φιλάγγλων, Φιλιτάλων, Σλαυοφίλων ή Φιλοτσέχων. Εν τη λέξει Φιλέλλην υπάρχει τι το απόζον προστασίας, συγκαταβάσεως, και οιονεί ελεημοσύνης οφειλομένης κατ’ εξαίρεσιν εις μόνους τους Έλληνας, ως εις φυλήν στερουμένην σθένους ικανού όπως εργασθή μόνη προς κατάκτησιν των όσα εκ της συμπαθείας των άλλων αναμένει. Το τοιούτον προς ημάς αίσθημα των ξένων ενδέχεται ίσως να είναι χρήσιμον, αλλά δύσκολον είναι να θεωρηθή ως πολύ κολακευτικόν διά την εθνικήν ημών φιλοτιμίαν.
Πλην των άλλων έχουν και τούτο το αλλόκοτον οι ερωτευμένοι, ότι δεν δύνανται να εννοήσωσιν ούτε ότι ενδέχεται να πεινάσουν, όταν είναι χορτάτοι, ούτε ότι ημπορούν να χορτάσουν, όταν είναι πεινασμένοι.
Το ποσόν μακαριότητος, το οποίον δύναταί τις να αισθανθή πλησίον γυναικός, είναι ακριβώς ανάλογον της ανησυχίας, της ζήλειας, των στερήσεων και των άλλων βασάνων όσα προηγήθησαν αυτού. Μόνος ο διελθών διά τοιούτου καθαρτηρίου λαμβάνει έπειτα το χάρισμα να εισδύση εις το αγιαστήριον της υπερτάτης ηδυπαθείας. Τας πύλας αυτού δεν δύναται να μας ανοίξη ούτε σεμνή παρθένος, ούτε φιλόστοργος σύζυγος, ούτε υπεραγαπώσα ημάς ερωμένη, αλλά μόνον γυνή φιλάρεσκος, ιδιότροπος και όχι καθ’ ημέραν καλή.
Απαραίτητος όρος αρμονικής συμβιώσεως με γυναίκα φιλάρεσκον είναι ν’ αποκρύπτη τις επιμελώς δύο τινά: τα εννέα δέκατα της αγάπης του και το ήμισυ τουλάχιστον της περιουσίας του.