Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα
ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο.
Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.
Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι
αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.
Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που
περπατάνε οι δολοφόνοι.
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους.
[...] Η Ελένη
σώμα σιωπής κλεισμένο νόμισμα σπηλιά όπου κατεβαίνεις
ολοένα στα τυφλά ― τόσοι πολεμιστές
βουλήθηκαν να το κουρσέψουνε σε πολιτείες κινδύνων.
Τάχα σε ποιες ημέρες βρίσκεται η καταγωγή τούτου του πόνου
εκεί που ακινητούνε τα όνειρα και μοιάζουν γεγονότα.
Θέλω να καταλάβετε πως μ’ έχτισαν.
Κι αυτός. Κι η μάνα του. Κι οι πράξεις μου.
Αν ζει αν υπάρχει ακόμα η ποίηση τούτο το χρωστάμε σε κείνη την ασήμαντη την ταπεινή ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί στο σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς και της άμυνας των ανθρώπων.
Η αναζήτηση της αλήθειας ή του θαύματος πέρα από την τυπική χρήση των λέξεων σε ωθεί σ’ αποκαλύψεις που ποτέ δεν υποπτεύθηκες σχέσεις της μνήμης και του χρόνου με το σώμα σου αναγκαιότητες των σπλάχνων σου ξεριζώματα απ’ την ίδια σου την ύπαρξη τόσο οδυνηρά που τότε μόνο νιώθεις πως οι λέξεις και τα πράγματα ζούνε μιαν αυθύπαρκτη ζωή και σε πείσμα της νομιμότητας αναζητούν μια καθαρότερη έκφρασή τους.
Μιλώντας τόσο πολύ για την πείνα ξεχάσαμε να προστατέψουμε το ψωμί. Τώρα στο ερμάρι τα ποντίκια χαίρονται τρομαχτικές ελευθερίες.
Το ποίημα ποτέ δεν είναι παρόν. Είναι μονάχα παρελθόν και μέλλον. Ανάμνηση και προσμονή. Απουσία από τα πράγματα και προβολή σε μια πραγματικότητα που υπήρξε ή θα υπάρξει κάποτε μέσα σε μια άξαφνη στιγμή που θάναι τότε όλος ο χρόνος.
Πίσω από την καθημερινή κόλαση των λέξεων τα ποιήματα ανασαίνουν ζωντανά και το καθαρό τους νόημα καθρεφτίζει παντού μια φανταστική ευτυχία που ποτέ δε θα πυρποληθεί.
Αυτός επάλευε με τα βουνά. Λοιπόν τον καταβρόχθισαν οι λάκκοι απέξω από το σπίτι του.
Ανάμεσα στην πραγματικότητα και σε μένα υπάρχει ο μύθος της πραγματικότητας όπου τα πράγματα χαίρονται την παράλογη πλευρά της ύπαρξής τους.
Για κάθε ποίημα ισχύει ένας κανόνας. Ό,τι κυκλοφορεί σε πρώτη αίσθηση σαρώνεται από μιαν άλλη αίσθηση που φέρνει στην επιφάνεια εκθαμβωτικές αποκαλύψεις.
Κάθε καινούργιος έρωτας σου δίνει ένα άλλο πρόσωπο σε φέρνει ν’ αντιμετωπίσεις ακόμη μια φορά τη μοναξιά σου. Όταν ο έρωτας φύγει το κενό θυμίζει χώρο εγκλήματος.
Γ.Σ.
Πάντα τον φανταζόμουν να γράφει τα ποιήματα ισοζυγιάζοντας τη γλώσσα της συνείδησης με τη συνείδηση της γλώσσας του.
Ας αφήσουμε τα λόγια. Γνώση του ποταμιού σημαίνει νάσαι μέσα στο ποτάμι.
Ξύλα και ξύλα στη φωτιά, πίσω απ’ τα κάψαλα τόσα
χαμένα χρόνια.
Φράξαμε το παράθυρο. Ποιος ακουμπάει τα χέρια πάνω
στον καιρό;
Ήρθε η φωνή από τις ρωγμές, ήρθε ένα φως.
Δεν ήτανε δικό σου. Ο θάνατος που έλεγα έκαιγε
απέξω.
Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι έγραφα, τι ήμουν
εγώ, μιλώντας έτσι με,
χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι απ’
τα παράθυρα έμπαινε
δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φως, τριγύρω μπάγκοι και
τραπέζια και παράθυρα, καθρέφτες ως τον κάτου κόσμο. Κι ήρθανε
ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας,
ο Πόρπορας, ο Κονταξής, ο Μάρκος, ο Γεράσιμος,
μια σκούρα πάχνη τ’ άλογα κι η μέρα όπως ελόξευε
σε μουδιασμένο αιθέρα, ήρθανε ο Μπίλιας, ο Γουρνάς,
γύφτοι γραμμένοι στο μισόφωτο, κι ο Φάκαλος.
Ήρθαν οι μέρες του σαράντα τέσσερα
κι οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Κι από την Πελοπόννησο ώς την Λάρισα
βαθύτερα ώς την Καστοριά,
πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα,
η Ελλάδα σύντομη ανασαίνοντας―
Πάσχα στην έρημη Κοζάνη μετρηθήκαμε,
πόσοι έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν
πέτρα, κλαδί, κατήφορος,
το σκοτεινό ποτάμι.
Πώς μ’ ένα αστέρι η νύχτα γίνεται πλωτή.
Χρόνια τώρα. Κάθε πρωί ξυπνάω αρτιμελής και κάθε νύχτα κοιμάμαι ευνουχισμένος.
Κάθε λέξη που γράφεις είναι συνένοχη με το νοηματικό περιεχόμενο όλου του κειμένου σου. Δεν υπάρχουν ελεύθερες λέξεις. Όλες οι λέξεις γίνονται ένοχες-συνένοχες, καταπιέζοντας η μια την άλλη, συμπαρασύροντας η μια την άλλη, για να βγει αυτό που προσπαθείς να πεις.
Στη γλώσσα της ποίησης σημασία έχει μόνο αυτό που βλέπεις (διαβάζεις) γραμμένο αλλά και το άλλο που δεν βλέπεις γραμμένο. Αυτό που κάποτε ακούγεται σα δεύτερος ήχος στα ενδιάμεσα των συλλαβών και των λέξεων ―δεν είναι η σιωπή, μη βιάζεσαι― είναι ο ήχος που αφήνουν οι λέξεις όταν οι συλλαβές κι οι λέξεις τρίβονται ―τα κόκκαλά τους τρίβονται― η μια με την άλλη.
Τον προδομένο όλοι τον προδίνουν.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Μου έλεγε πως τώρα κυνηγούσε να πετύχει το απόλυτο. Και δεν παραξενεύτηκα που αργότερα από μάστορας εγίνηκε κοινός σφαγέας.
Κι εσύ κοιμάσαι; γιατί κοιμάσαι;
Υπάρχουν πολλοί, ονειρεύονται πως ζούνε ακόμα. Ο χρόνος παίζει μέσα τους, όπως ο αέρας σ’ ένα σπασμένο σωλήνα.
Μετρώντας πόσος θάνατος του περίσσευε και πριν και μετά από κάθε ποίημα.