Εις την περιοχή της τέχνης δεν μπορεί ποτέ να μπει επιστήμη, αλλά και τη δουλειά της επιστήμης ποτέ δεν θα μπορέσει να την κάνει η τέχνη και γιαυτό ακριβώς εγεννήθηκε η επιστήμη ύστερα από την τέχνη ως μια αντικειμενικότερη, συστηματικότερη, πιο πειραματική και επομένως θετικότερη μέθοδο σπουδής και γνώσεως των γύρω φαινομένων.
Ο πολιτισμός λοιπόν ενός λαού δεν πρέπει να κριθεί από τη φυσική του τάση σε κατακτήσεις και ξάπλωμα της δύναμης του πολιτισμού του, αλλά από την υπόσταση και την ουσία του πολιτισμού του, στην ομαλή ειρηνική εποχή του βίου του.
Γιαυτά όλα θα μιλήσομε παρακάτω. Εδώ μόνο τονίζομε μια φορά ακόμα πως κάθε πολίτευμα για να είναι φυσικό και ομαλό πρέπει να έλθει μόνο του στην εποχή του, από μια εσωτερική φυσική εξέλιξη και νάναι ακριβώς η κωδικοποίηση των βιοτεχνικών, οικονομικών και κοινωνικών όρων της ζωής. Πρέπει να υπάρχει δηλαδή ένας συγχρονισμός μεταξύ πολιτεύματος και αντιστοίχων κοινωνικών συνθηκών.
Ο Έλλην συνήθως την ηθική την περιορίζει μόνο σε τρία ζητήματα: Πρώτο στη διαγωγή της γυναικός, που την κρίνει εννοείται ιδιόρρυθμα με πατριαρχικό τρόπο. Δεύτερο στην τιμή τής οικογενείας του και τρίτο σε μερικές ατομικές του υποχρεώσεις που αφορούν τις στενές σχέσεις ατόμου προς άτομον.
Γιατί είναι αποδεδειγμένο σήμερα σχεδόν επιστημονικώς ότι εκείνο που ξεχωρίζει ένα ανώτερο πολιτισμό από ένα κατώτερο είναι το ότι κατόρθωσε στον τόπο του προσωπικού στοιχείου, να θέσει ένα ανώτερο λογικό και ηθικό κριτήριο. Και πολιτιστικό κυρίως ειπείν δεν είναι άλλο τίποτε παρά μια μετατροπή του υποκειμενικού στοιχείου σε αντικειμενικό, με την πλατιά σημασία της λέξεως.
Άπαξ οι Έλληνες έκαμαν το λάθος να πάρουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό όχι απλά, φυσιολογικά, ανθρώπινα, αλλά σαν κάτι τι υπερφυσικό, υπεράνθρωπο, απόλυτο, χωρίς προηγούμενα και επόμενα, μ’ αυτό απέκλεισαν απ’ τον εαυτό τους την ικανότητα να καταλάβουν ορθά τον πολιτισμό αυτόν, να καταλάβουν την γεννητική συγγένειά του με προηγούμενους πολιτισμούς, και εν μέρει την πραγματική του αξία, σχετική πάντοτε, όπως όλα τα ανθρώπινα πράγματα.
Τα πολιτεύματα, όπως είδαμε, δεν είναι αφηρημένες έννοιες που δημιουργούνται εκ των προτέρων, σαν συνταγές, μέσα στα γραφεία των πολιτικών, αλλά ιστορικά δημιουργήματα. Για να μπορέσει λοιπόν να σταθεί και ευδοκιμήσει ένα πολίτευμα πρέπει να βρίσκεται μέσα στις φυσικές ιστορικές του συνθήκες, δηλαδή στις συνθήκες εκείνες, οι οποίες επέτρεψαν να γεννηθεί σε μια ορισμένη στιγμή της ιστορίας.
Κάθε κοινωνική τάξις, αναλόγως των οικονομικών της συμφερόντων, της κοινωνικής της θέσεως και του τρόπου του βίου της, έχει και ανάλογον ψυχολογίαν, ανάλογον λογικήν και ανάλογα ιδεώδη. Ώστε τα ιδεώδη δεν είναί τι απόλυτον, ανεξάρτητον των υλικών αγαθών, όπως οι πλείστοι νομίζουν ακόμη, αλλά μάλλον αποτέλεσμα αυτών, ακολουθούντα και δικαιολογούντα αυτάς.
Οι δημοτικισταί εφαντάσθησαν ότι ημπορούν να λύσουν το γλωσσικόν ζήτημα, χωρίς να θίξουν το όλον κοινωνικόν οικοδόμημα, μη θέλοντες να εννοήσουν ότι το γλωσσικόν ζήτημα δεν είναι τόσον ακαδημαϊκής, όσον κοινωνικής και πολιτικής φύσεως, στενώτατα συνδεδεμένον με ολόκληρον ιστορικόν και κοινωνικόν σύστημα, επομένως δε μόνον δυνατόν να λυθή εν τη πράξει, όταν κλονισθή το όλον αυτό κοινωνικόν σύστημα.
Αλλ’ οι δημοτικισταί δεν θέλουν να είναι κοινωνιολόγοι, επιθυμούν να μείνουν γλωσσολόγοι. Νομίζουν ότι με τας συζητήσεις, τα ποιήματα και τις ρομάντζες ημπορούν να φέρουν κοινωνικάς μεταβολάς. Αντί να κυττάζουν τας κατωτέρας τάξεις, τους φυσικούς των συμμάχους, προσπαθούν να καταπείσουν τας ανωτέρας τάξεις, αι οποίαι ως εκ της ψυχολογίας των δεν έχουν καμίαν ανάγκην και συμφέρον να «εκχυδαϊστούν».