Βιβλιοθήκη Παραθέματα Σουρής Γεώργιος
Σουρής Γεώργιος
Γέννηση: Ερμούπολη 1853
Θάνατος: Aθήνα 1919
Έργα
1.

[Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος]
Αν ήτο λίγο πιο κακός, αν πάντα δεν ωμίλει
και εις εχθρούς και φίλους του με όψι γελαστή,
αν του ’λειπε και μια φορά το γέλιο από τα χείλη,
κι αν κάπου-κάπου έμενε η στέγη του κλειστή,
ω, πιο πολύ θα του ’καιε το έθνος του λιβάνι,
η Δόξα θαλερώτερο θα του ’πλεκε στεφάνι.

Μη Χάνεσαι, 1 Μαρτίου 1883. Δημήτριος Βικέλας, Άπαντα, Ε΄. Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, 1997. 135.
2.

Καλώς τονε τον Μάη με τους γλυκούς ζεφύρους,
με τα κουκιά τα φρέσκα, τους μυρωδάτους τσίρους,
με τ’ άνθη, με τα ρόδα, με τα χλωρά γρασίδια,
με μουσικές, τραγούδια, ερωτικά παιχνίδια,
        γέλια, φωνές, μεθύσια...
        ψυχή μου στα Πατήσια.

«Ο Μάης», 1-6. 1878. Τα Άπαντα, Α´. Εκδοτικός οίκος Βίβλος, 1954. 26.
3.

Στον καφενέ απ’ έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.
 
Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
αφίνω το καπέλλο, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.
 
Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανός! τι φύσις!
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.

«Ο Ρωμηός», 1-12. 1880. Τα Άπαντα, Α´. Εκδοτικός οίκος Βίβλος, 1954. 134.
4.

Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος, και την ζωήν μου σύρω
μ’ ολίγα ψευτοδάκρυα, μ’ ολίγα ψευτογέλια,
κι άμα κοιτάζω στα ψηλά και χαμηλά και γύρω
όλα παντού μου φαίνονται τρελλού παπά Βαγγέλια.
[...]
Άνθρωπος είμαι, φύσεως πετώσης και πεζής,
Ηράκλειτος φιλόσοφος και δημοσιογράφος,
κι όταν κανένας μ’ ερωτά «σ’ αρέσει, βρε, να ζης;»
του απαντώ «τρομάρα μου αν έλειπε κι ο τάφος».

Ο Φασουλής φιλόσοφος, Α´, 1. 1-4, 13-16. 1891. Τα Άπαντα, Β´. Εκδοτικός οίκος Βίβλος, 1954. 96.
5.

Ου! να χαθής, κηφηναριό... στων μελισσών το σμήνος
εσύ ζηλεύεις μοναχά την θέσιν του κηφήνος,
και θέλεις πάντα χάρισμα να τρώγης στην κυψέλην,
οπόταν είσαι μάλιστα γιγαντομάχος Έλλην.

Ο Φασουλής φιλόσοφος, Α´, 46. 35-38. 1891. Τα Άπαντα, Β´. Εκδοτικός οίκος Βίβλος, 1954. 125.
6.

Θ’ αυτοκτονήσω, βρε παιδιά, μακράν της κοινωνίας...
είναι φτηνός ο θάνατος.
 
    Τότε λουστρίνια δεν φορείς
    σε θάβουν οικονομικά,
    γλιτώνεις και τους ιερείς
    γλιτώνεις και τα ψαλτικά.
 
    Λείπουν έξοδα του Χάρου,
    δεν στοιχίζει κι η ταφή σου
    την ασπράδα του μαρμάρου
    δεν λερώνει κι η μορφή σου.
 
Σαν να λέμε μ’ άλλους λόγους δεν σου στήνουν ανδριάντα,
    σύμβολον της εποχής,
κι αν γλιτώσης και τον λόγο, τότε πρέπει κατά πάντα
    να λογίζεσ’ ευτυχής.

Ο Φασουλής φιλόσοφος, Δ´, 91. 1902. Τα Άπαντα, Β´. Εκδοτικός οίκος Βίβλος, 1954. 208-209.
7.

Τι στίχους που τους έγραψα... φτου! να μην τους βασκάνω
και τώρα τους ξαναμετρώ μέσα στην τόση ζέστη·
αν ημπορούσα δίλεπτα μονάχα να τους κάνω,
θάχα κι αμπέλια στη Βλαχιά, σπίτια στο Βουκουρέστι.

«Πρόλογος», 13-16. Άπαντα, 1909. Ο Φασουλής, Πάπυρος Πρες, χ.χ. 9.
8.

[Ο Χαρίλαος Τρικούπης]
Μπορεί και τον Κουταλιανό ολάκερο να φάη·
αυτός δεν είναι άνθρωπος, αυτός και πού δεν πάει;
στις πυρκαγιές, στα δάνεια, στις Τράχωνες, στα δάση,
στους φόρους, στους προβιβασμούς κι όπου αλλού προφθάση·
προφθαίνει και στο θέατρο ακόμη του Φαλήρου....
αυτός είν’ άνδρας του πυρός, καθώς και του σιδήρου.

[1884]. Σπ. Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964, Β΄. Πάπυρος, 1966. 174.
9.

Ω βαρύ γλυκέ καφέ μου,
και σαν είμαι με παρέα,
και σαν έχω μοναξιά,
κάθε μια σου ρουφηξιά
είναι μια ψηλή ιδέα.

«Στον καφέ». Τα Άπαντα, Α´. Εκδοτικός οίκος Βίβλος, 1954. 206.
10.

Μάτια, που σε νυστάζουνε κι αρχίζεις χασμουρήματα,
και μάτια, που σε βάζουνε σε πειρασμούς και κρίματα.
[...]
Μάτια, που λες αληθινά πως του διαβόλου θάναι,
μάτια, που μ’ ένα κοίταγμα θαρρείς πως θα σε φάνε,
μάτια που σε ματιάζουνε γιατί σε βλέπουν πλούσιο
και με τον δίσκο δεν ζητάς και συ τον επιούσιο.
[...]
Μάτια, που το μαυράδι των το γλυκοκελαϊδούν
μπουμπουνισμένοι ποιηταί με τόσο λυρισμό,
μάτια, που δεν σηκώνονται, λιγάκι να σε δουν
μονάχ’ από ψευτοντροπή κι από ταρτουφισμό.
[...]
Μάτια, που περιπαίζουνε μ’ αδιαντροπιά γεμάτα,
μάτια, που σε μαγεύουνε και λες: ανάθεμά τα,
μάτια, που κάθε τι στραβό φαίνετ’ εμπρός των ίσο,
    και κάτι μάτια θαυμαστά,
    που σε τρομάζουν και κλειστά
και γίνονται και τέσσερα και βλέπουν κι απ’ οπίσω.
 
Μάτια μαριόλικα, που λες πως είναι καμωμένα
μόνο για να λιγώνονται σ’ ερώτων πανηγύρια,
μάτια, που σαν ηφαίστεια σου φαίνονται σβησμένα,
και μάτια, που σπιθοβολούν και μοιάζουν σαν ζαφείρια.
[...]
Ποικίλος και στην όρασιν ο κόσμος ο κανάγιας,
άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.

«Τα μάτια», 3-4, 9-12, 21-24, 29-38, 65-66. 1908. Τα Άπαντα, Β´. Εκδοτικός οίκος Βίβλος, 1954. 69-70.
11.

Δεν έχω κέφι για δουλειά,
πάλι με δέρνει τεμπελιά
    και κάθομαι στο στρώμα...
Βρίσκω το σώμα μου βαρύ
και όλ’ η γη δεν με χωρεί
     κι ο ουρανός ακόμα.
 
Κακά νομίζω τα καλά
και βλέπω μια στα χαμηλά
    και μια κοιτώ απάνω...
Σ’ αυτόν τον κόσμο τον χαζό
ας ημπορούσα να μη ζω,
    μα... δίχως ν’ αποθάνω!

«Τεμπελιά». Τα Άπαντα, Α´. Εκδοτικός οίκος Βίβλος, 1954. 453.
12.

Βαρέλια, κάρα, μούστοι, τρεχάματα, Σχολεία,
πολλαί μετοικεσίαι του κόσμου πανοικεί...
τα ίδια και τα ίδια, χωρίς μια ποικιλία,
τα ίδια και στον κόσμο και στην πολιτική.
Αν τούτος είναι βίος πραγματικώς, Θεέ μου,
λοιπόν ποιος είναι τότε ο θάνατος ειπέ μου!

«Τι βίος!», 13-18. 1886. Τα Άπαντα, Α´. Εκδοτικός οίκος Βίβλος, 1954. 389.
13.

Να ζη κανείς ή να μη ζη; ο Σαίξπηρ ερωτά.
λοιπόν to be or not to be ; κι εγώ τον ερωτώ·
δεν μου αρέσει τίποτε κι από τα δυο αυτά,
κακό ψυχρό μού φαίνεται κι εκείνο και αυτό.

Φιλοσοφία», 1-4. Τα Άπαντα, Α´. Εκδοτικός οίκος Βίβλος, 1954. 200.