Βιβλιοθήκη Παραθέματα Ζαχαριάδης Δημήτρης
Ζαχαριάδης Δημήτρης
Γέννηση: Kωνσταντινούπολη 1879
Θάνατος: Λωζάνη 1922
Έργα
1.

Η ρωμιοσύνη πρέπει να μάθει να ζει και όχι να διαβάζει τα συναισθήματά της.

[«Ο τοπικισμός»], 1915. Γ. Βαλέτας, Ανθολογία της δημοτικής πεζογραφίας, Γ΄. Εκδότης: Πέτρος Ράνος, 1949. 485.
2.

Στην ακένωτη πλάση, όχι τη νοητή αλλά την χεροπιαστή, πάντα γυρίζει ο ποιητής, κι απ’ αυτήν αδιάκοπα κι απλόχερα παίρνει τις εικόνες του και τις μεταφορές που εξηγούν κάθε ψυχική του κατάσταση. Ελέχθηκε πως «το τοπίο είναι μια ψυχική κατάσταση». Για τον Σικελιανό, «η ψυχή είναι ένα τοπίο» αφού σ’ αυτήν αντιφεγγίζεται κι εκδηλώνεται η πλάση.

«Άγγελου Σικελιανού, Ο Αλαφροΐσκιωτος». Γράμματα Αλεξανδρείας, Β΄, 21-24 (1914). 527.
3.

Πως η γλώσσα πρέπει να ’χει βάση την δημοτική, ή μάλλον την γλώσσα που μιλιέται, είναι, αν θέλετε, μιαν αλήθεια. [...]
    Χύσετε τώρα την αλήθεια αυτή την αμφίβολη σαν χρησμό, την απροσδιόριστη σαν κύμα θάλασσας, την ασύστατη σαν όνειρο, σ’ ένα μυαλό θετικοφανές σε μιαν αντίληψη φανατικιά να διείτε τι θα γίνει:
    Η μισή αυτή αλήθεια θα προβιβαστεί σε Ιδέα και έπειτα σε Απόλυτη Αλήθεια με κεφαλαίο. Θα καταντήσει άξονας κάθε σκέψης και κάθε δράσης, κάθε μέλλοντος και κάθε ιδεώδους. Θα διοριστούν οι ιεροφάντες της Αλήθειας, εκείνοι που θ’ ανακαλύψουν τους κανόνες-δόγματα και θα οργανώσουν τη γλώσσα, κόβοντας κάθε δυσκολία μ’ ένα νόμο γλωσσοπλαστικό. Στο γύρο τους, με κατάνυξη και ευλάβεια θα μαζευτούν όσοι ζητάνε κάτι να πιστεύσουν για να δημιουργήσουν στον εαυτό τους κάποιο σκοπό. Αυτή είναι η μυστικιστική περίοδο.

«Αλήθεια, μυστικισμός και γλώσσα». Γράμματα Αλεξανδρείας, Α΄, 4-5 (Μάιος-Ιούνιος 1911). 167.
4.

Η επιστήμη ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο, εν μέτρω, δοκιμάζει δε αδιάκοπα και ίσως μάταια, να τον ξεπεράσει· φιλοσοφίες και θρησκείες ασχολούνται με έναν υποθετικόν τύπον ανθρώπου, συμβατικό, εκτός χρόνου και χώρου. Η λογοτεχνία και γενικά η καλλιτεχνική προσπάθεια επαναφέρει τα πάντα προς τον άνθρωπον, προς την ατομικήν ιδιοσυγκρασία, προς την σάρκα που πάσχει ή χαίρεται, προς τον νου που ανησυχεί, ψηλαφεί και συγκινείται εντός του χρόνου και εντός του χώρου. Ολιγότερο φιλόδοξη στον τελικό σκοπό της, η τέχνη, φτάνει τον σκοπόν αυτό τελειωτικά, σταθερά, και δημιουργεί σειράν αληθειών, που μένουν αναμφισβήτητες για τις ιδιοσυγκρασίες, όσες αισθάνουνται το πλήγμα των. Απέναντι της μιας αλήθειας, που επιδιώκουν επίμονα οι λοιπές προσπάθειες, η τέχνη δημιουργεί αδιάκοπα αλήθειες πολυάριθμες, νέες, τελειωτικές, και ευρίσκει πάντα νέους δεσμούς και νέες αναλογίες μεταξύ των ατόμων και της υπάρξεως. Οι αλήθειες αυτές, μορφές του ωραίου, υποσχέσεις ευτυχίας, έχουν την χαρακτηριστική αυτήν υπεροχήν του πολύτροπου ταυτόχρονα και του τελειωτικού, εφαρμόζουνται δε αρτιότερα προς την ποικιλία της πραγματικότητας από κάθε άλλην ταξιθέτηση, άκαμπτη και συνεπώς αυθαίρετη.

«Για έναν παραλληλισμό». Γράμματα Αλεξανδρείας, Δ΄, 38, (Ιούνιος-Οκτώβριος 1917). 323.
5.

Κανένας κεντρικός άξονας, εκτός από τον άξονα της εφήμερης στιγμής: τότε μονάχα η αισθαντικότητα έχει νόημα· η ηδονή, ο πόνος, τότε μονάχα εκφράζουν κάτι· το μεθύσι, η ανατριχίλα της ζωής, τότε μονάχα ανταμώνουν την πραγματικότητα, σ’ ένα παρόν απόλυτο και αδιάκοπο, σ’ ένα παρόν που, στην αυθυπαρξία του μέσα, συγχωνεύει της θύμησης τα θαμπά εικονίσματα, της αίσθησης την κοφτερή λεπίδα, του μέλλοντος τις φανταχτερές σκηνοθεσίες.
    Η ζωή έχει αξία ακριβώς γιατί καταλήγει εις την απότομη του θανάτου καταστροφή.

«Η αξία της ζωής». Γράμματα Αλεξανδρείας, Α΄, 3 (Απρίλης 1911). 91-92.
6.

Τι πέραση ημπορεί να έχουν επιχειρήματα βγαλμένα από το οπλοστάσιο της λογικής, όταν εφαρμόζουνται όχι σε σύνθετες αλλά σε απλές, σε πρωτόγονες εκδηλώσεις ζωής; Το να λογικεύεται κανείς γύρω σ’ ένα ένστικτο είναι ματαιοπονία και είναι παραλογισμός.

«Ηδονισμός». Γράμματα Αλεξανδρείας, Α΄, 12 (Γενάρης 1912). 427.
7.

Κάθε μελλοντικό κοινωνιστικό σύστημα είναι υποχρεωτικά προβολή του Λογισμού. Όσα στοιχεία και αν δανείζεται από την πραγματικότητα, προσπαθεί, είτε στην αυθαίρετη εκλογή των στοιχείων, είτε στη διάπλαση, διαμόρφωση και παραμόρφωσή των, νά ’βρει βάση για να στηρίξει τους συλλογισμούς, τα επιχειρήματα, κι έτσι να παρουσιαστεί στα μάτια του εξεταστή άρτιο και οριστικό. Η πλαστή αυτή αρτιότητα και η συμβατική οριστικότητα, αν εξασφαλίζουν τη φανατική αποδοχή πολλών που όπως-όπως ζητούν διανοητική ανάπαυση, είναι τα πιο φανερά σημάδια πως το σύστημα είναι αποπαίδι της φαντασίας και πως μόνο στην αχνή της ουτοπίας χώρας βρίσκει εφαρμογή, εκεί όπου ομοιόμορφοι υποθετικοί άνθρωποι, ζουν μονότονη υπολογισμένη ζωή.

«Νίτσε και κεφαλαιοκρατία». Νέα Ζωή Αλεξανδρείας, Ε΄, 59-60 (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1909). 342.
8.

Όποιος δεχτεί την επίδραση της λογοτεχνίας, ή κάθε άλλης μορφής της τέχνης, έπαυσε ν’ ανήκει στο λαό, είναι μέρος των επίλεκτων. Η λογοτεχνία είναι πολυτέλεια για λίγους. Εν τούτοις τα λογοτεχνικά ιδανικά επιβάλλουνται πάντα, και γίνουνται δεκτά από το σύνολο ενός λαού, όχι όταν γίνουν αντιληπτά εις όλους, αλλά όταν η αποδοχή τους από τους επίλεκτους τα καταστήσει δόγματα για τον μιμητικό όχλο. Γι’ αυτό και το ξερρίζωμα κάθε καθιδρυμένης και παραγραμμένης τεχνοτροπίας είναι τόσο δύσκολο, αφού προϋποθέτει πόλεμο προς όλες τις αδρανείς διάνοιες που κολλήθηκαν στο κυρίαρχο καλλιτεχνικό δόγμα.

«Οι μνηστήρες της λογοτεχνίας». Γράμματα Αλεξανδρείας, Β΄, 15 (1913). 143.