Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου. Λόγος Γ΄. Aγάπη (απόσπασμα)
Παλαμάς Kωστής

00:00/00:00
  1. a22.mp3
διαβάζει: Παλαμάς Kωστής, Kωστή Παλαμά Ποιήματα, II, Διόνυσος

Mη δως γυναικί την ψυχήν σου, επιβήναι

αυτήν επί την ισχύν σου.

                        Σοφία Iησού υιού Σειράχ.

 

Kαθάριος θα γενόμουνα σαν την αυγή

και σαν τη δροσιά, δυνατή θα γενόσουνα

σαν τον ήλιο ή σαν τη θάλασσα.

                        Swinburne (O Θρίαμβος του Kαιρού).

 

 

Περδικόστηθη Tσιγγάνα,

 

ω μαγεύτρα, που μιλείς

 

τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα

 

γλώσσα προσταγής,

 

 

 

που μιλώντας γιγαντεύεις

5

και τους κόσμους ξεπερνάς

 

και τ’ αστέρια σού φορούνε

 

μια κορώνα ξωτικιάς!

 

 

 

Σφίξε γύρω μου τη ζώνη

 

των αντρίκειω σου χεριών·

10

είμαι ο μάγος της αγάπης,

 

μάγισσα των αστεριών.

 

 

 

Mάθε με πώς να κατέχω

 

τα γραφτά θνητών κ’ εθνών,

 

πώς τ’ απόκρυφα των κύκλων

15

και των ουρανών·

 

 

 

πώς να φέρνω αναστημένους

 

σε καθρέφτες μαγικούς

 

τις πεντάμορφες του κόσμου

 

κι όλους τους καιρούς·

20

 

 

πώς, υπάκουους τους δαιμόνους,

 

τους λαούς των ξωτικών,

 

στους χρυσούς να δένω γύρους

 

των δαχτυλιδιών,

 

 

 

καθώς δένω και το Λόγο,

25

δαίμονα και ξωτικό,

 

στο χρυσό το δαχτυλίδι,

 

στο Pυθμό·

 

 

 

πώς με βούλλα σολομώντεια

 

να σφραγίζω και να κλειώ

30

τα μεγάλα τα τελώνια

 

σε γυαλί στενό,

 

 

 

και στη θάλασσα να ρίχνω

 

το γυαλί, και να γυρνά

 

μέσ’ στην άβυσσο το ό,τι είναι

35

με την άβυσσο γενιά.

 

 

 

(Έτσι κι άλλο ένα τελώνιο,

 

έτσι και η τρανή Ψυχή

 

στου κορμιού φυλακισμένη

 

το στενό γυαλί, 

40

 

 

μέσ’ στη θάλασσα της Σκέψης

 

άθλια πεταχτή

 

ζη κ’ εκεί σα στην πατρίδα,

 

σάμπως μια άβυσσο κι αυτή).

 

 

 

Mάθε με όλα να διαβάζω

45

τα υπερκόσμια μυστικά

 

στο σκολιό της αγκαλιάς σου

 

μέσα στα φιλιά.

 

 

 

Kι όλα γύρω μου τα πάντα

 

παντογνώστρα σε μηνάν·

50

μόνο κάτι ακόμα λείπει...

 

νά με! Eγώ κ’ εσύ, το Παν!

 

 

 

Γιατί κάτι ξέρω, κάτι

 

να σου δώσω έχω κ’ εγώ·

 

άδεια στέκεται μια στάμνα

55

στο βαθύ μπροστά νερό,

 

 

 

και θα στη γιομίσω. Ξέρω

 

την πανώρια μουσική·

 

θα τη ζήσης θεία μαζί μου

 

στο δικό μου το βιολί.

60

 

 

Σάρκα η μουσική θα γίνη

 

με την πλάστρα μας φωτιά,

 

κι από μας θα γεννηθούνε

 

τ’ αψεγάδιαστα παιδιά,

 

 

 

που όμοια τους θα σπείρουν κι άλλα,

65

κι ό,τι γύρω τους αχνό,

 

άρρωστο, άσκημο, θα ρέψη

 

στον αφανισμό.

 

 

 

Tης χαράς θα λάμψη ο Nόμος

 

που προστάζει, βασιλιάς:

70

«φτάνει να είσαι από υγεία

 

κι από δύναμη· νικάς!»

 

 

 

Kι ο άνθρωπος μέσα στα θάμπη

 

της ακέριας νέας ζωής

 

θα είναι πάντα ή κυβερνήτης  

75

ή τραγουδιστής.

 

 

 

Ω φωλιές! Ω αηδόνια! Πάνε

 

τ’ άμοιαστα και τα πεζά,

 

πέτρα ακύλιστη σκεπάζει

 

πεθαμένη τη Σκλαβιά 

80

 

 

Στερνοπαίδι αγάλια αγάλια

 

θα προβάλη και θα βγή

 

πλάσμα ακόμα πιο γιομάτο,

 

νόημα πιο βαθύ.

 

 

 

Kι ο Αρχοντάνθρωπος θα νάβγη, 

85

που η ρομφαία του κι αυτή

 

θα φαντάζη σαν κιθάρα

 

παναρμονική.

 

 

 

Kι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης

 

ο ιδροκόπος δουλευτής

90

ο άπλερος που παραδέρνει

 

δούλος ή βασανιστής,

 

 

 

και ή βασανιστής ή δούλος,

 

αμολόητα και σκληρά

 

μύριους τύραννους γρικάει

95

μέσ’ στα σωθικά,

 

 

 

κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης

 

θα υψωθή θριαμβευτής

 

σε μια γη πλατιά προφήτης

 

μιας πλατύτερης ψυχής.

100

 

 

Δε γνωρίζω από θρησκείες,

 

μήτε σκύβω σε θεούς,

 

γνωριμιά μου εσύ και πίστη!

 

Πήρα αράδα τους ναούς,

 

 

 

γύμνωσα το εικονοστάσι

105

βέβηλα και το βωμό,

 

λείψαν’ άγια, τίμια ξύλα,

 

κάθε πρόσφορο ιερό,

 

 

 

δισκοπότηρα, λαμπάδες,

 

όλα τ’ άγια της καρδιάς,

110

όλα στάρριξα σαν άνθια,

 

για να τα πατάς!

 

 

 

...Eίπα, κι άκουσες, και γέρνεις...

 

Tρισαλιά μου, ω τρισαλιά,

 

στο σκολιό της αγκαλιάς σου

115

μ’ όλα τα φιλιά!

 

 

 

Περδικόστηθη Tσιγγάνα,

 

ω μαγεύτρα, που μιλείς

 

τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα

 

γλώσσα προσταγής! 

120

 

 

Στα μεστά στα νικηφόρα

 

στήθια σου ηύρα μοναχά

 

της γυναίκας την απάτη

 

και της σάρκας τη σκλαβιά,

 

 

 

κι αχαμνή πλανεύτρα αγάπη

125

κ’ έν’ αρρωστημένο φως

 

και το λίγωμα που λιώνει

 

το κορμί του καθενός.

 

 

 

Mέσα μου κι αν να σαλεύη

 

άκουα κάτι σα φτερό, 

130

με τ’ αντρίκεια σου τα χέρια

 

σύντριψες και το φτερό.

 

 

 

Ω που αγνάντια και μακριά μου

 

τα μεσάνυχτα μιλείς

 

προς τ’ αστέρια, προς τα πάντα,

135

γλώσσα προσταγής,

 

 

 

κι όντας μέσ’ στην αγκαλιά σου

 

σφιχτοκλής με ερωτική,

 

ω γυναίκα, εσύ σαν όλες,

 

ψεύτρα, σκλάβα! Ποια είσ’ εσύ;...

140

(από τα Άπαντα, Γ΄, Mπίρης χ.χ.)