Skip to main content
Κυριακή 19 Μαΐου 2024
[15.5.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.

Ήταν 15.5.48. –Αλλά εσύ, Μπάρμπα (μου λέγει ο Αργύρης), έχεις μιαν αποστολή. Να πας εδώ πιο απάνω, σε ζητάν κάτι παιδιά, θέλουν να σε ιδούν. Τότε σηκωθήκαμε απάνω, πήγαμε πιο πέρα και μου είπαν πως με ζητάει ο Αρχηγός που βρίσκεται στην Πέτρα πιο κάτω, μαζί με λίγα παλλικάρια.1 Πήρα το όπλο μου, το ραβδί μου και ξεκίνησα. Πήγα στο μέρος εκείνο και τους βρήκα να κοιμώνται. Μόνο ο Γεροδήμος ζύμωνε ψωμί και το έψηνε πάνω σε κάτι τενεκεδάκια. Μόλις με είδε, γεμάτος από χαρά με αγκάλιασε και φιληθήκαμε. Και με τόση σιγανή φωνή που μιλούσαμε, ξύπνησεν και ο Ηλίας, ο επιτελάρχης, τα ίδια συνέβησαν και με αυτόν. Σε λίγη ώρα ξύπνησεν και ο Αρχηγός. Μόλις με είδε σαν πραγματικός αδελφός φιληθήκαμε και με αυτόν, αφού τα μάτια άρχισαν να βουρκώνουν και των δυο μας. –Έμαθα, Μήτσο, μου λέγει, πως τα δυο σου παιδάκια, η Ελένη με τον Γιωργάκο, τα έπιασεν ο φασισμός και τα έχει στη Λαμία. –Ναι, Αρχηγέ μου, έτσι μας είπε ο Γιώργος, ότι το άκουσε στην Κάτω Αγόριανη και όσο πάμε και αυξαίνουν τα βάσανά μας. Έχομε από τον Ηλία,2 καθώς έφυγαν για τη σχολή τώρα και ένα χρόνο περίπου, που δεν έχομε λάβει γράμμα, δεν ξέρομε αν είναι ζωντανό και πού βρίσκεται καθόλου. Είχα τον άλλον, τον Κομνά, που ξεχωρίσαμε από το Μοναστήρι Προφήτη Ηλία, τη Μεγάλη Πέμπτη, πήγε μαζί με τον Αχιλλέα Κοτοπούλη στο Χρισσό και μας είπεν ο Αχιλλέας εάν δεν προκάνουν ναρθούν το ίδιο βράδυ θαρθούν το άλλο και περιμέναμε εκεί 4 βράδυα, δεν ήλθαν. Ούτε και ξέρομε πού πήγε και αυτό και πού βρίσκεται. Έτσι σιγουρευτήκαμε τώρα οι δυο γερόντοι3 εδώ, ξεχωρίσαμε προ ημερών που έπεσε σε ενέδρα ο Λαοκράτης και τρομάξαμε να ξανασμίξουμε και με αυτή τώρα, προχτές την βρήκα στην Κοκκινόρραχη και περάσαμε από δω. Τότε, με βουρκωμένα μάτια μου λέγει: –Έμαθες, Μήτσο, τις αδελφές μου τις σιγούρεψα4 και τις δυο. Σκοτώθηκε και η Ελένη κάτω στον Ελικώνα. –Τι λες, Αρχηγέ μου; Σωστά; –Ναι, ναι, Μήτσο, πάει κι αυτή. –Τότε σε συλλυπούμαι, Αρχηγέ, αιώνια η Μνήμη τους, και μεις ορκιζόμαστε την εκδίκηση. –Εκδίκηση! είπαν όλοι όσοι ήσαν γύρω μας. Εκδίκηση στο φασισμό! Τότε μείναμεν λίγη ώρα αμίλητοι και σκεπτικοί. Ο Αρχηγός έβγαλε την ταμπακέρα και μου έδωσε καμιά δεκαριά τσιγάρα. –Όχι, Αρχηγέ, πολλά μου δίνεις, έχεις άλλα; –Πάρε, Μήτσο, πάρε, έχεις καθόλου εσύ; –Όχι, Αρχηγέ, δεν έχω καθόλου, ούτε και εγώ ούτε και οι άλλοι. Φτιάχνομε από κέδρα τσιγάρα. Ο Αρχηγός πάλι αναστέναξε, έβγαλε και ένα πάκο, τον άνοιξε και μου έδωσε άλλα τόσα περισσότερα. –Αρχηγέ, του λέγω, πολλά δίνεις. –Πάρε, Μήτσο, πολλά είναι και για εμέ αυτά που κρατώ. Πρέπει ό,τι έχομε να το μοιραζόμαστε. Εσείς θέλω, Μήτσο, να μου στείλετε λίγο αλάτι. –Ναι, Αρχηγέ, έχω λίγο στο σακίδιό μου, πάρτε. Και τους έδωσα όσο είχα στο μαντήλι. –Και θα στείλω να πάρομε και άλλο, όπου θα σας στείλω και άλλο. Τώρα είναι ώρα να φύγω, γιατί θα ανησυχεί και το άλλο ασκέρι. –Ναι, Μήτσο, να φύγεις και να έχετε το νου σας από τον τομέα αυτόν. –Ναι, να μείνετε ήσυχοι, προσέχομε πολύ καλά. – Τους εχαιρέτησα όλους και έφυγα. Πήγα στο καραούλι Λυκότρυπο, που είχα αφήσει τους άλλους. Με περίμεναν, είχαν μαγειρέψει φασόλια. Φάγαμε και κατόπιν ξαπλώσαμε στον ήλιο. –Καραούλι ποιος θα βγει; είπα. –Είναι ο Αντρέας και η Ελένη, μου είπε ο Γιώργος. Αφού κοιμήθηκα αρκετή ώρα, ξύπνησα και βγήκα στο καραούλι. Τι να δω όμως; Ο Αντρέας και η Ελένη εκοιμούνταν και οι δυο, τόχαν μεσάνυχτα. Κάθησα αρκετή ώρα δίπλα τους και παρατηρούσα όλο το μέρος. Κάποτε ξύπνησεν ο Αντρέας. –Α μπράβο, Ανδρέα, μπράβο, ωραία, για καραούλι είσαι και καθόμαστε και εμείς ξένοιαστοι όλοι εδώ κάτω. –Όχι, καραούλι είναι η Λένη τώρα, λέγει ο Ανδρέας. –Ποια Λένη, βρε, να, κοιμάται κι αυτή στο άλλο κοντολάτι. Τότε τινάχτηκε και η Λένη απάνω. –Α, Μπάρμπα, να με συγχωρείς, αποκοιμήθηκα. –Σε συγχωρώ, Λένη, αλλά να ξέρετε πως το κεφάλι μια φορά θα φύγει από τις πλάτες, δεύτερη όχι. –Μπω πω! Πώς αποκοιμήθηκα, δεν το κατάλαβα. –Τέλος πάντως να προσέχετε άλλοτε. Και έβγαλα έδωσα ένα τσιγάρο στον Αντρέα. –Επειδή είσαι καλό καραούλι πάρε ένα τσιγάρο. Ο Αντρέας ντροπιασμένος το πήρε, άναψε και ανέβηκε πάνω σε έναν υψηλόν έλατο, κοίταξε γύρω όλο το μέρος και λέγει παντού ησυχία έχομε, μόνο πέρα στον Άγιο Ηλία έχουν προστεθεί αρκετές σκηνές, αφού το πρωί ήταν καμιά δεκαριά, τώρα είναι πλέον από εξήκοντα. –Ναι, ναι, Αντρέα, τις είδα και εγώ, είπα. Καθήσαμε στο καραούλι μαζί μέχρι που νύχτωσεν και έπειτα πήγαμε φάγαμε σαλιγκάρια με λάχανα και κατόπιν κοιμηθήκαμε.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Ο Αργύρης Πανάγου ήταν ο κομματικός υπεύθυνος της Απάνω Αγόριανης στον καιρό του Εμφυλίου. Ο Μήτσος Καραντζάς ήταν υπεύθυνος Κέντρου Πληροφοριών στον Παρνασσό (Κ.Π. ή καπαπίτης), όπως τους έλεγαν. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Αργύρης μπροστά στους άλλους δεν λέει στον Μ.Κ. ότι τον θέλει ο Αρχηγός. Είναι και η συνωμοτικότητα αυτή δείγμα πόσο σκληρές ήσαν οι συνθήκες για τους αντάρτες του Παρνασσού εκείνο τον καιρό (Μάης του 1948). Ο ονομαζόμενος Αρχηγός είναι προφανώς ο Διαμαντής (Γ. Αλεξάνδρου), στρατιωτικός διοικητής της ΙΙ Μεραρχίας του Δ.Σ.
 
2. Ο πιο μεγάλος γιος του Μήτσου Καραντζά.
 
3. Ο Μήτσος Καραντζάς και η γυναίκα του Πανώρια. Τον Μάη του 1948 ο Καραντζάς ήταν 42 χρονών και η Πανώρια μικρότερή του.
 
4. σιγουρεύω: μεταφορικά, σκοτώνω, σκοτώνομαι.

(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)