Skip to main content
Κυριακή 19 Μαΐου 2024
[19.5.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.

19.5.1948 ημέρα Τετάρτη. Τώρα παιδιά πρέπει να πάμε εκεί απάνω να ιδούμε τι έγινε προχθές και τι ριπές ήταν σήμερα. Θα έχουν άλλη κατεύθυνση ο εχθρός και πρέπει να πάμε να δούμε τώρα το πρωί, πριν μας πάρει ο ήλιος. Ναι, θα πάμε, πρέπει να πάμε, είπανε όλοι και ξεκινήσαμε. Όταν φθάσαμε εκεί, βλέπομεν καραβάνες γεμάτες φαγητό, κουτάλια, πηρούνια, τενεκέδες, ψωμί, πετσέτες, ένα πουκάμισο, μια φανέλα, ρεβίθια χυμένα και το ψωμί κομμένο. Βλέπομεν πιο κάτω, στο ρέμα, το πέρα μέρος, δυο σαν καρκαράκια,1 που είχαν οχυρωθεί οι δυο δικοί μας. Εκεί βρίσκω και μερικές σφαίρες πιστολιού. –Αχ, είπα τους αιφνιδίασαν.2 Κοιτάξαμεν εκεί γύρω, μήπως βρούμε κανέναν βαρεμένον, τίποτα αίματα. Δεν βρήκαμε τίποτα. Πήραμε τις καραβάνες, ψωμί, ρεβίθια και φύγαμε για τα υψώματα, γιατί αργήσαμε και δεν ξέρομε τι γίνεται γύρω μας. Καθήσαμε όλη την ημέρα στο ύψωμα, δίπλα στο μεγάλο βράχο προς Πέτρα. Το μεσημέρι ακούσαμε μια ριπή στον Ζαμπειό και μερικά όπλα, αλλά αριά. Έπειτα ακούσαμε έναν όλμο προς την Αργοστίλια, συνεχή δε ντουφέκια πέφτουν κάτω στα ρέματα Κάτω Αγόριανη. Το βράδυ κατεβήκαμεν πάλι κάτω και κοιτάξαμε πάλι εκεί, το μέρος που έγινεν ο αιφνιδιασμός, αλλά πάλι τίποτα δεν είδαμε. Έπειτα τραβηχτήκαμε πιο πέρα σε ένα ριζό και κοιμηθήκαμε.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. καρκαφάκια: βαθιές τρύπες.
 
2. Ευνιδίασαν, στο κείμενο.

(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)