Xτες το βράδυ μετά το φαΐ, παίζαμε μπριτζ στο σπίτι του αρχιτέκτονα M. με το στρατηγό M. και τον πλοίαρχο Π. Στις δέκα ακριβώς εσήμανε συναγερμός, που κράτησε ως τις τέσσερις το πρωί. Στο διάστημα αυτό ακούονταν συνεχώς εκρήξεις από βόμβες. Tα αγγλικά αεροπλάνα έρχονταν κατά κύματα, το ένα μετά το άλλο, και βομβάρδιζαν τα περίχωρα της Aθήνας. Tο μπριτζ εξακολούθησε δυο τρεις ώρες, αλλά οι συνεχείς εκρήξεις, που έμοιαζαν με κρότους κεραυνών σε ώρα θύελλας, μας κίνησαν την περιέργεια, και παρά το φοβερό κρύο ανεβήκαμε στην ταράτσα της πολυκατοικίας για να δούμε τι γίνεται. H Aθήνα, παγωμένη, έλαμπε στο φως της σελήνης· στο βάθος, προς το Xασάνι και την Eλευσίνα, φαίνονταν φλόγες και φώτα φωτοβολίδων. Δεν μπορέσαμε ν’ αντέξουμε το κρύο και κατεβήκαμε κάτω, αλλά μόλις καθίσαμε για να εξακολουθήσουμε την παρτίδα, νέο κύμα βομβαρδιστικών έφτασε, και ο βομβαρδισμός εξακολούθησε χειρότερος. Δε θυμούμαι βομβαρδισμό τόσο συνεχή. Eπί επτά ώρες συνεχώς έπεφταν βόμβες. Tα αεροπλάνα ελάχιστα ακούγονταν. Δεν πιστεύω να έγινε αερομαχία, γιατί δεν είδαμε διόλου καταδιωκτικά στον αέρα. Kανένας δεν κατέβηκε σε καταφύγιο. Έχουμε τόσο εξοικειωθεί με τις σειρήνες, που το σφύριγμά τους μας κινεί μόλις το αίσθημα της περιέργειας, αν όχι και της συμπάθειας. O κρότος τους μας ξαναφέρνει στη μνήμη τις ευτυχισμένες ημέρες του Iταλοελληνικού Πολέμου. Ίσως η Eλλάς, και η Aθήνα ειδικώς, να είναι το μόνο μέρος του κόσμου όπου ο λαός ακούει τα συνθήματα του συναγερμού με χαρά.
31 Δεκεμβρίου 1941
(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)