Skip to main content
Σάββατο 04 Μαΐου 2024
4 Aπριλίου 1942
Βυζάντιος Περικλής

    Mεγάλο Σάββατο... Aνάσταση... Hμέρες χαράς άλλοτε, μέρες που σπάνια πέρασα στην Αθήνα, μέρες που το ύπαιθρο μοσχοβολάει, που τα λουλούδια, τα δέντρα δοκιμάζουν τα ανοιξιάτικα ρούχα τους, κι εμείς εδώ, μέσα στην κόλαση της δυστυχίας που θα έπρεπε να μας έχει γίνει συνήθεια και που τέτοιες μέρες φαίνεται ακόμη περισσότερη, μένουμε κολλημένοι στην πολιορκημένη Αθήνα, ανάμεσα στους δυστυχισμένους, στους οποίους κάθε μέρα προστίθεται και ένας συγγενής ή φίλος μας. Σιγά σιγά, άνθρωποι που ποτέ δεν ήταν εύποροι έπεσαν στο επίπεδο της αλητείας. Ύστερα αρχίζει η σειρά των νοικοκυραίων, και τώρα οι σχετικώς εύποροι μπαίνουν στον κύκλο της αθλιότητας.
    Πάσχα... που άλλοτε κι ο πιο φτωχός θα έτρωγε το αρνί του και τα κόκκινα αυγά του, θα το περάσει φέτος ο περισσότερος κόσμος με συσσίτιο από μπομποτάλευρο. Η δραχμή μας δεν έχει πια καμιά πέραση, το λάδι έφτασε από εξήντα δραχμές στις τρεις χιλιάδες οκτακόσιες... σε διάστημα λιγότερο από ένα χρόνο. Όλα πια σπανίζουν, και βλέπουμε τον φρικτό θάνατο της ασιτίας να πλησιάζει. Καθένας μας έχασε συγγενείς και φίλους από ασιτία. Αυτή η μοίρα επιφυλάχθηκε στην Ελλάδα για βραβείο της ηρωικής της στάσης.
    Και καμιά ελπίδα για γρήγορο τέλος, τίποτε που να φαίνεται πως αρχίζει έστω το φως της ειρήνης να ανατέλλει.
    Ανάσταση... και στους δρόμους βογκάει ο κόσμος στα πεζοδρόμια, πεθαίνοντας από την πείνα. Τα μικρά παιδάκια με τα δακρυσμένα μάτια τους άδικα ελπίζουν πως θα τους δοθεί βοήθεια. Ασυγκίνητοι περνάνε οι καλοθρεμμένοι δήμιοι του Ελληνικού Λαού. Το ψωμί που ελπίζαμε να μας δοθεί με την άφιξη του σιτοφορτίου, δόθηκε νοθευμένο από κακής ποιότητας καλαμπόκι κατά ογδόντα τοις εκατό.
    Παραμονή της Λαμπρής... Στην αγορά, που άλλοτε λαμπρά στολισμένη διαλαλούσε τ’ αρνιά και τα κόκκινα αυγά, σήμερα θλιβεροί και σιωπηλοί πωλητές ακατονόμαστων κατασκευασμάτων και ειδών τροφίμων που δε διανοείται κανείς να τ’ αγοράσει ούτε για τα σκυλιά του, σπρώχνονται από τον πεινασμένο κόσμο, που άδικα προσπαθεί να παρατείνει μια άθλια και αβίωτη ζωή... Γιατί όλα αυτά; Ποιος θα μπορέσει ν’ απολογηθεί από εκείνους που έφεραν τον κόσμο σε τέτοια δυστυχία;

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)