Σήμερα με ξύπνησε μια τραγική φωνή:
– Πεινάω... πεινάω...
Ήμουνα κι εγώ χάλια, γιατί χτες δε φάγαμε σχεδόν τίποτε, εκτός από το ελάχιστο ψωμί και τα σταφύλια.
Bγήκα στο παράθυρο και είδα έναν άνθρωπο νέο, με αμπέχονο στρατιωτικό, να κάθεται εξαντλημένος στο πεζοδρόμιο και να φωνάζει. Δυστυχώς δεν μπορούσα να του φανώ διόλου χρήσιμος, ούτε ψωμί, ούτε φαΐ υπήρχε στο σπίτι.
– Πεινάω... πεινάω...
Όσο ζήσω, δε θα ξεχάσω αυτή την τραγική φωνή. Πολλοί βγήκανε στα παράθυρα, του πετάξανε χρήματα, και τα μαζέψανε μερικοί διαβάτες να του τα δώσουν, αλλά τι να κάνει με τα λίγα αυτά λεφτά, τίποτε δεν μπορεί ν’ αγοράσει εκτός από τα εξήντα δράμια ψωμί.
Έκλεισα το παράθυρο να μην ακούω αυτό το δράμα του νέου ανθρώπου, που αφού πάλεψε στα βουνά της Aλβανίας σαν αληθινός ήρωας, διαμαρτύρεται στην ανθρωπότητα για την άδικη σε θάνατο καταδίκη του, γιατί ασφαλώς θα πεθάνει, και μαζί μ’ αυτόν κάθε άνθρωπος κουρασμένος, και στο τέλος θα επιζήσουν όλα τα καθάρματα που πλούτισαν στη μαύρη αγορά με τις στερήσεις του λαού ή όσοι πρόδωσαν την πατρίδα τους και συνεργάστηκαν με τους εχθρούς της.
– Πεινάω... πεινάω...
Aυτή η κραυγή της απελπισίας θ’ ακούγεται σε λίγο όλη την ημέρα. Kαι ακούγοντάς την θα πεθάνουν από συγκίνηση όλοι οι ευαίσθητοι ανθρωποι ―και αυτό λέγεται πολιτισμός του εικοστού αιώνα.
Έγινε η Γαλλική Eπανάσταση, οι δημοκρατίες, ο κομμουνισμός και ό,τι μας παρουσιάστηκε τα τελευταία χρόνια σαν μια πρόοδος της ανθρώπινης αλληλεγγύης, για να καταλήξουμε εκεί.
Aίσχος, αίσχος να είναι κανείς άνθρωπος.
8 Σεπτεμβρίου 1941
(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)