Skip to main content
Σάββατο 04 Μαΐου 2024
Αντίσταση – Εμφύλιος – Τασκένδη
Κωστόπουλος Τάκης

Πάνε πολλά χρόνια που με βασανίζει μια έμμονη σκέψη· να γράψω, να ιστορήσω όλα όσα έζησα, είδα, άκουσα στην εβδομηντάχρονη ζωή μου. Πάντα όμως το ανέβαλλα. Κι ο λόγος; Ένας· σ’ όλα αυτά τα χρόνια, εκτός από μια μικρή περίοδο, δεν κράτησα ημερολόγιο. Ό,τι είχα χάθηκε στις επιχειρήσεις του Γράμμου το 1947. Έτσι όσα ακολουθούν βασίζονται στη μνήμη. Πολλά γεγονότα ξεχάστηκαν, έμειναν μόνο εκείνα που δεν μπορούν να ξεχαστούν ποτέ. Αυτά θα προσπαθήσω να ιστορήσω. Μπορεί κάποιες ημερομηνίες να μην είναι ακριβείς, πολλά ονόματα αγωνιστών να έσβησαν απ’ τη μνήμη. Πολλοί φίλοι μου, όμως, στους οποίους διηγήθηκα ορισμένα γεγονότα με παρότρυναν να τα γράψω γιατί τα θεωρούσαν σημαντικά. Πήρα την απόφαση, λοιπόν, να τα ιστορήσω.
    Γεννήθηκα στις 5-7-1923 στο Σκαλοχώρι Κοζάνης από φτωχούς γονείς. Ο πατέρας μου, Κώστας του Αθανασίου, γεννήθηκε στο Σκαλοχώρι το 1877. Η μητέρα μου Αγνή του Χρήστου, το γένος Τζήμα, γεννήθηκε γύρω στο 1890 στο χωριό Δισπηλιό Καστοριάς από γονείς αγρότες. Ο πατέρας μου μικρός έφυγε στην Πόλη όπου έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη που την έζησε και την δούλεψε πάνω από 20 χρόνια. Γύρισε στο χωριό και παντρεύτηκε μια γυναίκα από το χωριό Χορηγό από την οποία δεν είχε παιδιά. Μετά το γάμο έφυγε για την Αμερική αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Αναγκάστηκε όμως ύστερα από λίγα χρόνια να επιστρέψει γιατί είχε πεθάνει η γυναίκα του το 1915. Την ίδια περίοδο η μητέρα μου που ήταν παντρεμένη στο Δισπηλιό και είχε ένα κορίτσι, τη Μαριγούλα γεννημένη το 1909, έμεινε χήρα. Είχε όμως μια σεβαστή περιουσία για τον καιρό εκείνο, σπίτι, μπαχτσέ, χωράφια, αμπέλια, γύρω στα 100 στρέμματα. Το 1916 παντρεύτηκε τον πατέρα μου και ήρθε στο Σκαλοχώρι γιατί ο πατέρας μου δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να μείνει στο Δισπηλιό γαμπρός. Ο πατέρας μου για την εποχή εκείνη ήταν κοσμογυρισμένος, είχε μεγαλώσει στην Πόλη, ταξίδεψε στην Αμερική, είχε τελειώσει το δημοτικό, ήξερε καλά την ελληνική και τουρκική γλώσσα, μπορούσε να συνεννοηθεί στα αγγλικά. Ήταν σώφρονας, καλός πατέρας και οικογενειάρχης, είχε την εκτίμηση όλων των συγχωριανών του αλλά και των γύρω χωριών, γι’ αυτό και επί 17 χρόνια διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας Σκαλοχωρίου το οποίο αριθμούσε 120 σπίτια και γύρω στους 1000 κατοίκους. Η μητέρα μου ήταν μια πολύ ευγενικιά φυσιογνωμία, με στητή κορμοστασιά, πάντα πρόσχαρη, πολύ στοργική μητέρα κι άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις σαν ξενόφερτη νύφη.
    Το 1917 έφεραν στη ζωή το πρώτο παιδί που ήταν η Βιργινία και το 1918, τον Χρήστο που το φώναζαν Τάκη. Ο πατέρας πήρε ξανά το δρόμο για την ξενιτιά, αυτή τη φορά για το Μάντσεστερ της Αμερικής. Έπιασε δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο κατασκευής παπουτσιών. Οι συνθήκες δουλειάς αφάνταστα δύσκολες και οι αποδοχές μικρές. Πολύ λίγα περίσσευαν για να στείλει στο χωριό. Ευτυχώς που η μάνα μου έπαιρνε από τα ενοίκια των χωραφιών κι έτσι τα έβγαζε πέρα. Στην Αμερική κοιμήθηκε πολλές φορές νηστικός γιατί σταμάτησε για μήνες να δουλεύει. Έβγαλε άνθρακα στον αντίχειρα και στην εγχείρηση κόντεψε να πεθάνει. Απελπισμένον μια μέρα τον βρίσκει ο ταχυδρόμος που του φέρνει μια επιταγή από έναν πρωτοξάδελφό του που ήταν σε άλλη πολιτεία της Αμερικής, το Νίκο Κωστόπουλο (Μπάρμπα), ο οποίος έμαθε για την κατάστασή του. Επειδή ήταν καλός εργάτης ο Δ/ντής του εργοστασίου δεν τον απέλυσε αλλά του έδωσε μια σκούπα –δεν μπορούσε να δουλέψει τον αντίχειρα– και για αρκετό καιρό καθάριζε τον αυλόγυρο του εργοστασίου από σκουπίδια και ακαθαρσίες των αλόγων που κυκλοφορούσαν στο χώρο. Ύστερα από μερικούς μήνες άρχισε να εργάζεται κανονικά.
    Τα χρόνια περνούσαν και οι δυσκολίες μεγάλωναν, μεγάλωναν και τα παιδιά στο χωριό με τη λαχτάρα να δουν το μπαμπά τους να γυρίζει πλούσιος από τα ξένα. Μα η μοίρα τούς φέρθηκε σκληρά. Στο τέλος του 1921, αρχές 1922, σε διάστημα μιας εβδομάδας πέθαναν και τα δυο. Η μάνα μου απαρηγόρητη γράφει στον πατέρα το θλιβερό μαντάτο μαζί μ’ ένα τελεσίγραφο «ή έρχεσαι αμέσως ή φτάνω εγώ στην Αμερική». Σε λίγους μήνες επιστρέφει ο πατέρας με λίγα λεφτά, κάποια υπάρχοντα, τα εργαλεία του και μια ραπτομηχανή για παπούτσια, όλη η καζάντια τεσσάρων ετών. Από τότε δεν ξανάφυγε στα ξένα. Πλάκωσε η φαμίλια, το 1923 γεννήθηκα εγώ, το 1924 τα δίδυμα αδέλφια μου, ο Αριστοτέλης και ο Θανάσης, το 1926 η αδελφή μου Βιργινία, το 1928 γεννήθηκε ένα αγόρι νεκρό, το 1930 η αδελφή μου Κασσιανή. Η οικογένεια έγινε οκταμελής. Όλα τα χωράφια στο χωριό ήταν γύρω στα 15 στρέμματα, κι όλα σχεδόν άγονα. Η μόνη δουλειά ήταν τα μερεμέτια των παπουτσιών των χωριανών και λίγα παπούτσια καινούργια τα Χριστούγεννα και καμιά φορά το Πάσχα. Την κατάσταση ώσπου να μεγαλώσουμε την έσωσε το βιός της μάνας μου (στις δύσκολες στιγμές πουλούσαν και κάτι, χωράφι, μπαχτσέ, σπίτι). Βέβαια συμβάλλαμε οικονομικά κι εμείς τα παιδιά· εγώ μαθητής του δημοτικού έβοσκα τα βόδια άλλων και κάθε χρόνο άλλαζα αφεντικό, μια χρονιά στον Τζιτζίκα, την άλλη στον Κερατζόπουλο, την άλλη στον Τασόπουλο. Δουλεύαμε για το ψωμί και λίγο στάρι που έδιναν στην οικογένεια.
    Το δημοτικό το τελειώσαμε όλα τα αδέλφια στο χωριό, πρώτος εγώ το 1935 και μετά οι άλλοι. Το σχολείο ήταν διθέσιο και φοιτούσαμε πάνω από 130 μαθητές. Δάσκαλο είχαμε το Βασίλη Μαρόπουλο ο οποίος με παρότρυνε να συνεχίσω στο γυμνάσιο. Ήμουν σχετικά καλός μαθητής και έτσι το 1935 έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο ιστορικό γυμνάσιο Τσοτυλίου. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι απ’ όλα τα αδέρφια η πιο έξυπνη, σωστή σπίθα, ήταν η Βιργινία και ήταν κρίμα που δεν είχαμε τη δυνατότητα να τη στείλουμε στο γυμνάσιο. Σ’ αυτήν όμως θα επανέλθω. Ο Θανάσης κι ο Τέλης, αν και δίδυμοι, διέφεραν στο χαρακτήρα. Ο Τέλης λιγόλογος αλλά σπιρτόζος, τρανό πειραχτήρι με πολύ χιούμορ, όταν αποφάσιζε να μιλήσει προκαλούσε εντύπωση. Ήταν επίσης καρτερικός κι εργατικός. Ο Θανάσης πιο ομιλητικός, πιο βαρύς αλλά άμεμπτος χαρακτήρας. Από μικρός φαινόταν που θα γινόταν αδέκαστος, δεν ήθελε την αδικία. Ο ίδιος αδικήθηκε, υπέφερε αλλά δεν αδίκησε κανέναν. Η Κασσιανή ήταν το σουγγάρι και η πιο συνεσταλμένη. Η Μαριγούλα, η μεγαλύτερη παντρεύτηκε νωρίς, στα 17 της χρόνια, τον Διαμαντή Μαρόπουλο, δευτερότοκο γιο του Μακεδονομάχου Παύλου Μαρόπουλου, νοικοκύρη, θαυμάσιο οικογενειάρχη και σωστό πατέρα. Απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Γιώργο, δάσκαλο, τον Ορέστη που πέθανε σε ηλικία 10 χρονών, τον Μιχάλη, αγροτικό διανομέα και τον Ορέστη τον δεύτερο, γιατρό.
    Ύστερα από αυτή την παρένθεση ας συνεχίσουμε για τις σπουδές μου στο γυμνάσιο. Στο Τσοτύλι ήμουν υπότροφος του κράτους στο ιστορικό οικοτροφείο. Είναι γνωστό το οικοτροφείο σαν σωφρονιστικό ίδρυμα με μια ημιστρατιωτική πειθαρχία. Η μάζα των μαθητών ήταν χωριατόπαιδα από τις περιοχές Βοΐου, Σιάτιστας, Γρεβενών, Κοζάνης, από άλλες επαρχιακές πόλεις, ήταν όμως μαθητές και από μεγάλες πόλεις του Ελληνισμού, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Κων/πολη από πλούσιες κυρίως οικογένειες που έστελναν τα παιδιά τους για σωφρονισμό. Αυτοί όλοι οι «κακοί» μαθητές δε μπόρεσαν να ασκήσουν επιρροή πάνω μας, εμείς όμως κάτι προσφέραμε σ’ αυτούς αν και στην αρχή μας περιφρονούσαν σαν χωριατόπαιδα. Όλοι εμείς οι υπότροφοι του κράτους φροντίζαμε να είμαστε επιμελείς, πειθαρχημένοι, άψογοι στη συμπεριφορά γιατί κινδυνεύαμε να χάσουμε την κρατική υποτροφία και να γυρίσουμε στα χωράφια που εξάλλου μερικοί δεν είχαμε, όπως εγώ.
    Τελειώσαμε την πρώτη γυμνασίου τον Ιούλη του 1936. Τον Αύγουστο επιβλήθηκε η δικτατορία του Μεταξά. Ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος του χωριού, οπαδός του Λαϊκού κόμματος, βασιλικότερος του βασιλέως, και όμως δεν μου έδωσαν υποτροφία για το νέο έτος. Τα οικονομικά της οικογένειας πενιχρά, να συνεχίσω ήταν αδύνατο. Αντί για γυμνάσιο άρχισα να δουλεύω στα καπνά, στην αρχή στο χωριό κι ύστερα από τον Οκτώβρη ώς τον Φλεβάρη στο χωριό Βοτάνι Καστοριάς όπου έμενα στο σπίτι μιας πρώτης εξαδέλφης μου. Τον Φλεβάρη με πήρε στην Καστοριά υπάλληλο (λαντζιέρη) ένα γαλακτοπωλείο του Χρήστου Φουσουριώτη από το Τσιρίλοβο (Άγιος Νικόλαος Καστοριάς). Εκεί δούλεψα ώς τον Ιούνιο, δεν άντεξα άλλο. Γύρισα στο χωριό για λίγες μέρες. Ύστερα πάλι ο πατέρας μου με πήγε στο Άργος Ορεστικό υπάλληλο σ’ ένα παντοπωλείο του Δούμα, εκεί δούλεψα ώς το Σεπτέμβρη.
    Μόλις άρχισε η νέα σχολική χρονιά ο πατέρας μου αποφάσισε να με ξαναστείλει στο γυμνάσιο. Του είχαν υποσχεθεί ότι θα μου δώσουν υποτροφία. Αυτή την έδιναν σ’ όσους είχαν πιστοποιητικό απορίας, στους πολύτεκνους, όπως εμείς, κυρίως ήταν οι πολιτευτές με τα μέσα που μεσολαβούσαν. Περιμένοντας την υποτροφία παρακολουθούσα κανονικά μαθήματα και σ’ ένα χάνι χωρίς φωτιά. Έτρωγα ό,τι έστελναν από το χωριό το Σάββατο, μέρα παζαριού και καμιά φασολάδα στο χάνι. Κι επειδή έκανε κρύο έτρωγα όρθιος, κουσούρι που μου έμεινε μέχρι και τώρα. Στις αρχές του Φλεβάρη, λοιπόν, του 1937 ήρθε η πολυπόθητη υποτροφία και τότε μπήκα στο οικοτροφείο. Γλίτωσα κι εγώ και οι γονείς μου. Αυτή διήρκεσε ώσπου τελείωσα το Γυμνάσιο. Οι συμμαθητές μου της Α´ τάξης πέρασαν μια τάξη μπροστά. Αρκετά παιδιά από το χωριό μας και τα γύρω χωριά ήμασταν συμμαθητές και αργότερα μαζί στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από το χωριό μου είχα συμμαθητή μόνο το Γιάννη Σιωμάδη και τον Παπαδάφο Κων/νο-Χατζόπουλο, το Γιώργο Τζανίδη ο οποίος πέθανε στην Κατοχή, τον Θωμά Σιωμάδη, τον Σωτήρη Χατζηγιάννη και Θεμιστοκλή Χατζηγιάννη. Από το Βέλος τον Θεμ. Γιαννόπουλο και τον Μιχαλόπουλο Απόστολο, από το Κρυονέρι (Ντέβλα) τον Παντόπουλο Παντελή και τον Θανάση Σακαλή, από το Μεσσόλογγο τον Μασσιαρά Ευθύμιο. Από το Άργος Ορεστικό τον Δημοσθένη Βάρα και τον Αλέκο Φίσκα, από το Βογατσικό τον Μίρκα (σκοτώθηκε στον Γράμμο Εμφύλιο 1946-1949).
    Από το Σκαλοχώρι συμμαθητές σε μικρότερη ή μεγαλύτερη τάξη ήταν ο Ζαχαριάδης Κορνήλιος, Τζανίδης Κων/νος, Μαρόπουλος Δημήτριος, Παπαστεργιάδης Σωκράτης, Σιωμάδης Θωμάς, ο ανεψιός μου, Μαρόπουλος Γιώργος, ο Παυλίδης Παύλος, Παυλίδης Μιλτιάδης, ο Κωπατσάρης Χρήστος, Κωπατσάρης Μιλτιάδης, από Βέλος Μιχαλόπουλος Ηλίας, Μιχαλόπουλος Βασίλης.
    Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πύκνωναν τα σύννεφα στην Ευρώπη. Ο χιτλερικός φασισμός έπαιρνε τη ρεβάνς. Ο Μουσολίνι μετά την εισβολή στην Αβησσυνία ετοιμαζόταν να καταλάβει την Αλβανία. Την άνοιξη του 1939 τη μέρα του Πάσχα το χωριό γλεντούσε στην πλατεία υπό τις ομοβροντίες των κανονιών που ακούγονταν πολύ καθαρά από την Αλβανία λόγω της κοντινής απόστασης των συνόρων –μόλις 50 χλμ. σε ευθεία.
    Αυτά τα χρόνια 1938-39 έγιναν και οι πρώτες συλλήψεις κομμουνιστών μαθητών στο γυμνάσιο, μεταξύ αυτών και ο χωριανός μου, Ζαχαριάδης Κορνήλιος. Όλοι εμείς που δεν είμαστε μυημένοι στο αριστερό κίνημα υποχρεωτικά είμαστε μέλη της ΕΟΝ Μεταξά, μας υποχρέωσαν μάλιστα παρά τη φτώχια να αγοράσουμε και τη στολή που φορούσαμε στις παρελάσεις.
    Δυο λόγια για τους καθηγητές μας. Οι πιο πολλοί ήταν υπό δυσμενή μετάθεση λόγω των δημοκρατικών τους πεποιθήσεων, όπως ο Γεώργιος Τσουρός, φυσικός, Καραγιάννης, επίσης φυσικός, ο Κουρβέλος μαθηματικός, ο Λιβιεράτος από Κεφαλλονιά, φιλόλογος, ο Μπακόπουλος Σταμάτης, γυμναστής. Ο γυμνασιάρχης μας, Χατζής Δημήτριος από Σιάτιστα, είχε σπουδάσει στη Γερμανία και επόμενο ήταν να είναι χιτλερικός. Η πιο ευγενικιά φυσιογνωμία ήταν ο Σαλίκος, καθηγητής γαλλικών από τη Σιάτιστα τον οποίο σκότωσαν οι Γερμανοί. Άλλοι επίσης ήταν ο μαθηματικός Σωτηρόπουλος, ο φιλόλογος Διακογιάννης, ο θεολόγος Δεμίρης, ο Στασινόπουλος, γυμνασιάρχης στην 6η τάξη, ο φυσικός Καραδήμος από τη Γέρμα.
    Το καλοκαίρι του 1940 τα σύννεφα πύκνωσαν, έγινε και η πρώτη επιστράτευση για κάλυψη του μετώπου με την Αλβανία. Φοιτούσα στην 5η τάξη του γυμνασίου. Όπως κάθε χρόνο έτσι και τότε φύγαμε να γιορτάσαμε την 26η Οκτωβρίου στο χωριό, αν θυμάμαι καλά ήταν ημέρα Σάββατο. Τη Δευτέρα το πρωί στις 28 Οκτωβρίου ψιλόβρεχε χιονόνερο κι εμείς έπρεπε να φύγουμε για το Τσοτύλι. Ξυπνήσαμε πρωί με το κροτάλισμα των πυροβόλων, τις εκρήξεις του πυροβολικού και τη βοή των αεροπλάνων. Λόγω της βροχής ακουγόταν σαν να ήταν στα σύνορα του γειτονικού χωριού. Είχε αρχίσει ο πόλεμος, σε λίγες ώρες έφτασαν πεζή τα πρώτα τμήματα του ελληνικού στρατού και μεταγωγικά πήγαιναν στο μέτωπο. Κηρύχθηκε γενική επιστράτευση. Επιτάχθηκαν όλα τα γερά ζώα, άλογα, μουλάρια, έμειναν μόνο τα γαϊδουράκια.
    Την επόμενη ήρθε διαταγή όλοι οι άνδρες που δεν επιστρατεύθηκαν καθώς και οι γυναίκες μαζί με τα ζώα, με επικεφαλής τον πρόεδρο –ήταν ο πατέρας μου 63 χρονών τότε–, να παρουσιαστούν την ίδια μέρα στο Τσοτύλι και από κει για Πεντάλοφο, Επταχώρι. Οι Ιταλοί είχαν ήδη καταλάβει την Αετομηλίτσα, Επταχώρι και τραβούσαν για Φούρκα, Σαμαρίνα.
    Ο ελληνικός στρατός αμυνόταν του πατρίου εδάφους, ο ηρωικός διοικητής του πυροβολικού Δαβάκης σφυροκοπούσε τους επιδρομείς. Όλος ο λαός, άνθρωποι και ζώα με ζαλικωμένες πλάτες σιωπηλοί οδεύουν στα απότομα μονοπάτια από Τσοτύλι, Μπουχορίνα, Πεντάλοφο προς Επταχώρι κουβαλώντας βόλια, ψωμί, εφόδια. Ολόκληρες βδομάδες βάσταξε αυτή η τυραννία έως ότου ο εχθρός πετάχτηκε έξω από τα σύνορα της πατρίδας μας. Η διαταγή έλεγε ότι ο κόσμος θα πληρωνόταν γι’ αυτές τις θυσίες. Αντί για πληρωμή γύριζαν όλοι νηστικοί και κουρελήδες. Από τα πικραμένα χείλη όμως όλων ένιωθες να βγαίνουν τα λόγια «πολύ γλυκιά η ανηφοριά σαν οδηγάει στη λευτεριά». Ο πόλεμος συνεχιζόταν και οι επιτυχίες του στρατού μας αναπτέρωναν το ηθικό μας. Το μόνο μέσον επικοινωνίας ήταν ένα τηλέφωνο στο σχολείο και ο Τύπος που έφτανε με καθυστέρηση.

(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)