Skip to main content
Δευτέρα 07 Οκτωβρίου 2024
[Άστεγη στα Δεκεμβριανά]
Σαμίου Δόμνα

Αυτό το πράγμα εξακολούθησε χρόνια: δουλειά, μουσική και σχολείο.Όλη την ημέρα ήμουνα απασχολημένη, τα νιάτα μου τα πέρασα έτσι. Έμενα στο Κολωνάκι τότε, από το ’41 μέχρι το ’45 ήμουνα στο Κολωνάκι, οι υπόλοιποι τρεις στην Καισαριανή.
    Θυμάμαι ότι 12 Οκτωβρίου, που είναι και η μέρα των γενεθλίων μου και είναι μέρα σημαδιακιά, ξεχυθήκαμε στους δρόμους η κυρία Ζάννου, η Λία, η Βαλή, ο Αλέξης ο Στεφάνου κι εγώ –έχω μια φωτογραφία ακριβώς εκείνη την ημέρα στην οδό Πανεπιστημίου. Αφήσαμε το σπίτι, κλείσαμε την πόρτα και πεταχτήκαμε όλοι. Η Αθήνα ήτανε γεμάτη από κόσμο και τα τελευταία αυτοκίνητα και τανκς των Γερμανών κατεβαίνανε την Πανεπιστημίου και φεύγανε, το θυμάμαι αυτό πολύ καλά.
    Εγώ λοιπόν μένω στο Κολωνάκι, ο πατέρας μου έχει πεθάνει το ’41 από την πείνα, η αδερφή μου πεθαίνει το ’44 από φυματίωση σε έξι μήνες, σε ηλικία είκοσι χρονών και μένει μόνη της η μητέρα μου στην Καισαριανή. Το ’44 κάηκε η παράγκα. Η φωτιά έγινε στα Δεκεμβριανά.
    Θυμάμαι εκείνη την Κυριακή του Δεκέμβρη με το συλλαλητήριο. Το απόγευμα αυτής της Κυριακής πήγα στο σπίτι μου. Την επόμενη μέρα που ήταν Δευτέρα θα ερχόταν η μητέρα μου να κάνει μπουγάδα. Μου λέει λοιπόν η κυρία Ζάννου, «πάρε την μητέρα σου και φέρτην να μείνει εδώ το βράδυ». Την παίρνω όπως ήταν η γυναίκα, χωρίς πράγματα, μόνο τα ρουχαλάκια της σε μια τσαντούλα και τη φέρνω στο σπίτι. Αρχίζει η ιστορία των Δεκεμβριανών και μένει πια μαζί μας. Μετά από λίγες ημέρες που ήταν του αγίου Νικολάου, μου λέει «εγώ θα πάω στο σπίτι μου να δω τι γίνεται». Φεύγει και πάει, ανέβαινε την Φορμίωνος και πρόλαβε κι έστριψε και ακούει πίσω της ένα μπαμ και σκάει ένας όλμος, ευτυχώς είχε στρίψει στη γωνία. Πάει με τα πολλά στη γειτονιά, νεκρή η γειτονιά, να μην υπάρχει κανείς, είχανε μπει στην εκκλησία. Κάτω από το παράθυρό μας ένας νεκρός. Αγριεύτηκε η γυναίκα, τα χάνει, μπαίνει μέσα βρίσκει τρύπες σ’ όλη την παράγκα, πεσμένη μια εταζερίτσα με ό,τι είχε επάνω... Και από τη σαστιμάρα της, τι να πάρει, τι να πάρει, και πήρε ένα κιούπι αλάτι. Γύρισε πίσω κατατρομαγμένη μ’ ένα κιούπι χοντρό αλάτι.
    Παραμονή Χριστουγέννων είδα από το μπαλκόνι τον καπνό. Είχα επισημάνει πού ήταν το νοσοκομείο του Συγγρού, πού ήταν η εκκλησία και δίπλα οι παράγκες, και όταν είδα τον καπνό και τις φλόγες εγώ λέω, «αυτές είναι οι παράγκες μας» και φωνάζω την κυρία Ζάννου για να μην πω τίποτα στη μητέρα μου, «κοιτάξτε, καίγεται η γειτονιά μου». Την άλλη μέρα ήταν Χριστούγεννα και διαδόθηκε ότι ελευθερώθηκε η Καισαριανή. Λέω στη μάνα μου, «πάμε να δούμε τι γίνεται το σπίτι». Ενώ εγώ ήξερα από πριν ότι δεν υπήρχε πια, έλεγα μέσα μου ότι μπορεί να κάνω και κάποιο λάθος και να μην είναι καμένο. Και ήτανε η γειτονιά μου. Θυμάμαι πρώτον την εικόνα, που μόλις στρίψαμε ένα δρομάκι που υπάρχει ακόμα, ήταν «τα χτιστά» τα λεγόμενα πιο πάνω από μας, και ήτανε μια τρύπα σ’ έναν τοίχο μάλλον από όλμο κι ήταν ένα καμιόνι της εθνοφρουράς, γεμάτο πτώματα, και βγάζαν εκείνη την ώρα με φορείο έναν ελασίτη προφανώς, δεν είχε στολή ο άνθρωπος, ήταν τα μαλλιά του κολλημένα από το αίμα και το χέρι του κοκαλιασμένο και τον πετάξανε πάνω στα άλλα πτώματα. Πρώτο θέαμα ήταν αυτού του ανθρώπου, ταράχτηκα φοβερά και στρίβουμε να πάμε προς τα κάτω και δεν υπήρχε τίποτα, μόνο στάχτη. Να είναι εκεί οι γειτόνισσες με τα κλάματα, σκυμμένες και να σκαλίζουν τις στάχτες... Να προσπαθείς να εντοπίσεις πού ήταν η παράγκα και πού η δική μου και πού η δική σου και πού του αλλουνού...
    Έτσι μένουμε η μητέρα μου κι εγώ χωρίς ούτε ένα κεραμίδι. Μέχρι τότε είχαμε την παράγκα, από τότε και μετά ούτε αυτή δεν είχαμε και αναγκαζόμαστε να μένουμε σ’ ένα σπίτι από δω, σ’ άλλο σπίτι από κει. Καταφέρνω πάλι με τη βοήθεια της κυρίας Ζάννου το ’47 να πάρω από το Υπουργείο Προνοίας αυτό το οικόπεδο στη Νέα Σμύρνη, εδώ που μένω τώρα. Μου δίνει λοιπόν το Υπουργείο Προνοίας αυτό το οικόπεδο και σιγά σιγά με τη μητέρα μου καταφέραμε και κάναμε ένα δωματιάκι και μια κουζίνα.

(από τον διαδικτυακό τόπο: www.domnasamiou.gr)