Τα χρόνια περνούσανε, έβγαλα το δημοτικό σχολείο αλλά δεν μ’ άρεσαν πολύ τα γράμματα. Έβλεπα την οικονομική στενοχώρια του σπιτιού και η επιθυμία μου ήτανε μόλις τελειώσω το σχολείο να πάω να δουλέψω για να φέρω και γω στο σπίτι μου κάτι, να προσφέρω.
Αμέσως λοιπόν μόλις τέλειωσα το δημοτικό σχολείο, το καλοκαίρι του ’40, έπιασα δουλειά σε ένα ραφτάδικο. Με στέλναν εδώ, με στέλναν εκεί σε δουλειές και έπαιρνα δέκα δραχμές την ημέρα. Το πρώτο βδομαδιάτικο που πήρα, εξήντα δραχμές τότε, η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω να πάρω ένα ψωμί κι ένα καρπούζι και να πάω στο σπίτι μου φορτωμένη, ότι κι εγώ βοηθάω και συνεισφέρω. Αλλά μετά από λίγο αρχίζει ο πόλεμος, παίρνουν το αφεντικό μου στρατιώτη και σταματώ πια να δουλεύω. Μετά έρχεται η Κατοχή, επιστρέφει αυτός από το μέτωπο, ανοίγει πάλι το μαγαζί αλλά δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές και σταμάτησα να δουλεύω πια εκεί. Η μητέρα μου η καημένη για να βοηθήσει τον πατέρα μου ήταν αναγκασμένη να δουλεύει σε διάφορα πλούσια σπίτια, μπουγάδες να βάζει, να κάνει παρκέτα, να καθαρίζει... Και ευτυχώς είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε μια πολύ καλή οικογένεια, όπου μόλις τελείωσα εγώ να δουλεύω στο ραφτάδικο, η κυρία Ζάννου, –ο Θεός να της δίνει χρόνια αυτής της γυναίκας–, είχε και τρία παιδιά, με πήρε στο σπίτι της στο Κολωνάκι. Γιατί αρχίζει η Κατοχή, όπως είπαμε, πείνα τρομερή, πεθαίνει ο πατέρας μου το ’41 από πείνα και με παίρνει στο σπίτι της να τρώγω ένα πιάτο φαΐ για να μην πεθάνω κι εγώ, και βεβαίως να βοηθάω μέσα στο σπίτι.
Ενώ εγώ δούλευα και ή σκούπιζα ή ξεσκόνιζα ή έστρωνα τα κρεβάτια, τραγουδούσα κι έψελνα, γιατί εμένα η αγάπη μου ήταν αυτού του είδους η μουσική –θυμάμαι έβλεπα στον ύπνο μου ότι είμαι στο ψαλτήρι και ψέλνω. Με άκουγε λοιπόν η κυρία Ζάννου που τραγουδούσα και, άλλη τύχη αγαθή, είχε γαμπρό τον κύριο Ανδρέα Βουρλούμη το ζωγράφο, που είχε μεγάλη φιλία με τον Σίμωνα τον Καρά. Κι εδώ είναι ένας σταθμός στη ζωή μου. Του λέει η κυρία Ζάννου, «βρε Αντρέα μου, αυτό το παιδί κοιμάται, σηκώνεται, δουλεύει και τραγουδάει και ψέλνει –ήξερε ότι ο Καράς είχε το Σύλλογο και τη χορωδία– να το πάμε το παιδί αυτό εκεί πέρα».
Όπου μου ανακοίνωσαν μια μέρα ότι «θα πας σ’ έναν κύριο, τον κύριο Καρά, και θα τραγουδάς και θα ψέλνεις». Για μένα ήτανε σαν ν’ άνοιξε ο ουρανός! Και τι ήμουνα, δεκατριών χρονών ήμουνα. Και όντως με πήρε ο κύριος Βουρλούμης, με πήγε στον δάσκαλό μου τον Καρά, στην οδό Λέκκα 26 ήταν το σχολείο του. Αυτός ακριβώς ήθελε νέα παιδιά μέσα στην χορωδία του και μ’ έβαλε να τραγουδήσω, με ρωτούσε «τι ξέρεις να μου πεις;» Εγώ μούγκα, ντρεπόμουνα. «Πες μου, παιδί μου, τι ξέρεις;» Εγώ τίποτα. Και τι βρήκα να του πω του ανθρώπου; «Ένα ταγκό». Σε ποιον; Στο Σίμωνα Καρά! Μετά, αργότερα, όταν κατάλαβα τι εστί Σίμων Καράς... τα φράγκικα, για τον Καρά αυτά είναι φράγκικα! «Ε, άντε μου λέει, πες το ταγκό». Ε, του είπα μια φράση εκεί, ήθελε ο άνθρωπος να δει αν είμαι σωστή ή όχι. «Αύριο, μου λέει, θα έρθεις εδώ ν’ αρχίσεις μάθημα». Δεν άφησε να περάσει ούτε μία μέρα.
Εγώ πια να πετώ στον ουρανό από τη χαρά μου και την επόμενη πάω στον Καρά και μου αρχίζει ο άνθρωπος νι πα βου γα δι κε ζο νι, αυτές είναι οι νότες της βυζαντινής μουσικής. Εγώ δεν είχα ιδέα, πού να ξέρω από βυζαντινή μουσική, σαν να μου μίλαγε άλλη γλώσσα. Μου λέει λοιπόν ο Καράς, «παιδί μου, δεν φτάνουν τα γράμματα του δημοτικού σχολείου που έκανες, θα πρέπει να πας τώρα και γυμνάσιο». Κεραμίδα! Να πάω στο σχολειό, δεν μου άρεσε. «Θα πας σχολείο, μου λέει, χωρίς γράμματα δεν μπορείς να κάνεις μουσική». Έτσι λοιπόν το πρωί δούλευα, το απόγευμα πήγαινα στον Καρά και μάθαινα μουσική και το βράδυ πήγαινα νυκτερινό γυμνάσιο. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι ζωή έκανα, αλλά δεν μετανιώνω για τίποτα από όλα αυτά.
[Η Δόμνα μεγαλώνει. Η οικογένεια Ζάννου και ο Σίμων Καράς]
(από τον διαδικτυακό τόπο: www.domnasamiou.gr)