Skip to main content
Σάββατο 04 Μαΐου 2024
Η ζωή στο Πολυτεχνείο
Κωστόπουλος Τάκης

Στο γκρουπ που φοιτούσα ήμαστε 35 φοιτητές. Σύμφωνα με τον κανονισμό της Σχολής εκλεγόταν ή διοριζόταν επικεφαλής συνήθως ένας αριστούχος που ενέπνεε όμως σεβασμό και ήταν άνθρωπος με κύρος. Όταν πρωτοφοίτησα, υπεύθυνη ήταν η Όλια Γκουσελνίκοβα, υπεύθυνη και έξυπνη κοπέλα. Μετά τις εξετάσεις του Α´ εξαμήνου με γνώρισαν οι καθηγητές και οι φοιτητές γιατί ήμουν αριστούχος, όχι γιατί ήμουν πιο έξυπνος –το ξαναλέω– αλλά γιατί έτυχε να έχω καλύτερες βάσεις από άλλους. Πρέπει να σημειώσω ότι πλειοψήφησα στο γκρουπ του 1ου έτους που το αποτελούσαν Ρώσοι και Ουζμπέκοι. Στο 2ο έτος προσκλήθηκαν κι άλλοι τρεις Έλληνες, τέσσερις Κινέζοι, πέντε Βιετναμέζοι και δυο Κορεάτες. Όλοι ομόφωνα ψηφίζουν να είμαι εγώ ο επικεφαλής. Κρατάω το απουσιολόγιο, ορίζω τους εφημερεύοντες και είμαι επικεφαλής στις πρακτικές ασκήσεις.
    Από το 2ο έτος και μετά πολλές φορές ο καθηγητής των μαθηματικών Φεοντόρ Μπόλμπεργκ, Γερμανός στην καταγωγή, ανακοινώνει στους φοιτητές ότι την επομένη θα λείψει, θα πάει στο γιατρό (είχε μισό ήπαρ), όμως μη διανοηθεί κανείς να απουσιάσει γιατί το μάθημα θα γίνει με πρακτικές ασκήσεις και λύσεις προβλημάτων που θα τις διδάξει ο σύντροφος Κωστόπουλος. Κι αυτό έγινε πολλές φορές.
    Ύστερα από τον Γ. Γρηγοριάδη ήμουν ο μεγαλύτερος στην τάξη –29 ετών– ενώ οι άλλοι ήταν 20-22 ετών. Όλοι όμως με σέβονταν και με εκτιμούσαν, κι αυτό ήταν αμοιβαίο. Γι’ αυτό και τρία χρόνια μετά την υπεράσπιση της διατριβής μου ο προφέσορ Μιχαήλ Ιβόνοβιτς Μασλώφ μου πρότεινε να μείνω βοηθός του στην έδρα της Ανωτάτης Γεωδαισίας Αστρονομίας και έφυγα για την πρακτική εξάσκηση με γκρουπ φοιτητών.
    Ύστερα από δυο μήνες διορίστηκα στο Υπουργείο Γεωργίας της Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν. Δούλεψα ώς τον Αύγουστο του 1958, όταν με εντολή της ΚΕ έφυγα για την αξιοποίηση της Πεινασμένης Στέπας στη θέση του προϊσταμένου των τεχνικών υπηρεσιών της οικονομικής επιχείρησης τα στελέχη της οποίας αλλά και η πλειονότητα των εργατών ήταν Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες. Εδώ απέκτησα τεράστια εμπειρία στα οικοδομικά έργα αλλά πιο πολύ στα έργα εγγείων βελτιώσεων και τις αρδεύσεις. Αργότερα, όταν η επιχείρηση χωρίστηκε στα δυο, μια για τα αρδευτικά και μια για τα οικοδομικά, εμένα με τοποθέτησαν οι Σοβιετικοί διευθυντή της επιχείρησης για έργα αρδευτικά, οδοποιίας και εγγείων βελτιώσεων.
    Άργησα λίγο να παρουσιαστώ στην καινούργια μου δουλειά γιατί η γυναίκα μου, που είχε ήδη τελειώσει τα σχολή, είχε μείνει έγκυος στο δεύτερο παιδί μας. Η αγωνία μου ήταν στο κατακόρυφο. Η επιστήμη τότε δεν μπορούσε να διαγνώσει το φύλο του εμβρύου κι εγώ ήθελα να συνεχίσω το Κωστοπουλαίϊκο. Στις 15 Αυγούστου μπήκε στο μαιευτήριο. Στις 16 το πρωί βρισκόμουν έξω από την πόρτα. Οι νοσοκόμες δεν είχαν βγάλει ακόμα τον κατάλογο των βρεφών που γεννήθηκαν τη νύχτα. Μια νοσοκόμα μιλημένη από τη γυναίκα μου μου έφερε ένα σημείωμά της που έγραφε «έχουμε αγόρι, να μας ζήσει και βουλοκέρι τώρα». Πέταξα από τη χαρά μου. Επειδή έπρεπε πριν βγει από το νοσοκομείο να δηλώσει το όνομα του παιδιού, της έγραψα αυτό που είχαμε συμφωνήσει, δηλ. να το ονομάσουμε Αριστοτέλη. Δεν ήταν το όνομα του πατέρα μου, Κώστας, αλλά του αδελφού μου που ύστερα από τις κακουχίες στη Μακρόνησο (1ο τάγμα) και στον Αϊ-Στράτη πέθανε σε ηλικία 30 ετών από υδρωπικία στη Θεσσαλονίκη.
    Την εποχή αυτή είχαμε λύσει κάπως το πρόβλημα της κατοικίας. Είχαμε ένα διαμέρισμα με δυο δωμάτια, χόλ, κουζίνα, τουαλέτα.
    Όλα αυτά τα χρόνια από το 1956-60 τη μηνιαία άδεια που δικαιούμουν και λίγες μέρες χωρίς αποδοχές τις αφιέρωνα στην πρακτική άσκηση των φοιτητών του Πολυτεχνείου στον τομέα της Γεωδαισίας, Τοπογραφικών Αποτυπώσεων και λιγότερο Επίγειας Αστρονομίας (καθορισμό συντεταγμένων και αζιμουθίου με παρατηρήσεις στον ήλιο ή τα άστρα).
    Το 1960 μου πρότειναν να εργαστώ μόνιμα στην έδρα της Γεωδαισίας και να ετοιμάσω και το διδακτορικό μου. Το δέχτηκα και πήρα μετάθεση στο Πολυτεχνείο. Είναι αλήθεια όμως ότι δεν το είχα καλοεξετάσει και η απόφαση δεν ήταν σωστή. Πρώτον γιατί οι αποδοχές μου στο Πολυτεχνείο ήταν λιγότερες από μισές από ό,τι στις οικοδομές και δεύτερον γιατί έτσι που ήμουν ήδη 37 ετών είχα λίγα περιθώρια για εξέλιξη στον επιστημονικό τομέα. Γι’ αυτό ύστερα από ένα χρόνο πήρα ξανά μετάθεση για τη Στέπα.
    Για λίγους μήνες τοποθετήθηκα τεχνικός δ/ντής επιχείρησης για να προαχθώ σε δ/ντή οικονομικής επιχείρησης για την άρδευση, ισοπέδωση εκτάσεων, οδοποιία. Η επιχείρηση βγήκε πρώτη ανάμεσα στις άλλες της Στέπας με έπαθλο χρηματικό ποσό και τιμητική αποστολή για 10 μέρες στην Έκθεση Λαϊκής Οικονομίας στη Μόσχα. Κι ήταν πολύ κολακευτικό για μένα να βλέπω το όνομά μου αναρτημένο σε περίοπτη θέση μαζί με τα ονόματα του προέδρου του συνδικάτου και του κομματικού γραμματέα, αφού η επιχείρησή μας διακρίθηκε ανάμεσα σε όλες –πάνω από 40– στην Πεινασμένη Στέπα.
    Περνούσα όλη την εβδομάδα στη Στέπα και το Σαββατοκύριακο σπίτι στην Τασκένδη. Κι αυτό μέχρι το καλοκαίρι του 1966 όταν έγινε ο καταστρεπτικός σεισμός στην Τασκένδη. Στο διάστημα αυτό προϊστάμενος και δ/ντής του τραστ στο οποίο ανήκω ήταν ο νονός του γιου μου, ο Νίκος Τερζόγλου (Πύραυλος), μόνιμος αξιωματικός, δ/τής της σχολής αξιωματικών του ΔΣΕ και στο χρονικό αυτό διάστημα πήρε το δίπλωμα του Αγρονόμου Τοπογράφου Μηχανικού με φοίτηση στο νυχτερινό ή δι’ αλληλογραφίας. Τεχνικός δ/ντής και αργότερα δ/ντής όλων των επιχειρήσεων της Στέπας μετά το θάνατο του αειμνήστου Ακόπ Αμπράμοβιτς Σαρκίσωφ είναι ο Βίκτωρ Αμπράμοβιτς Ντουχόβνιϊ, πολύ δραστήριο στέλεχος, με γνώσεις και κύρος που ενέπνεε σεβασμό σε όλους με την αυστηρότητα αλλά και την πατρική αγάπη και βοήθεια που μας παρείχε.1
    Τότε, λοιπόν, στον καταστροφικό σεισμό της Τασκένδης το 1966 έτρεξαν να βοηθήσουν στην αποκατάσταση των ζημιών μα ουσιαστικά να κτίσουν εκ νέου τη μεγαλούπολη της Μέσης Ασίας συνεργεία από όλες τις Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ αλλά και αποστολές συνεργείων από όλες τις πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες. Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες που ζούσαν στην Τασκένδη δεν μπορούσαν να μείνουν αδιάφοροι. Έτσι με αποφάσεις της ΚΕ Τασκένδης του ΚΚΕ και του Συλλόγου Πολιτικών Προσφύγων έγινε πρόταση στην κυβέρνηση του Ουζμπεκιστάν να δημιουργηθεί οικοδομική επιχείρηση από τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες και να υπαχθεί στη Δ/ση οικοδόμησης της Πόλης υπό τη διοίκηση του πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης του Ουζμπεκιστάν, μηχανικού Μαρτσενιούκ και τεχν. διευθυντή του Σκρεμπνιόφ. Το πρόβλημα που προέκυψε ήταν ποιον θα πρότεινε η ΚΕ για τη θέση του δ/ντή. Τρεις ήταν οι υποψηφιότητες: 1) Ο Νίκος Τερζόγλου, εκκολαπτόμενος μηχανικός την εποχή εκείνη αλλά με πολλή πείρα στην οργάνωση και διεύθυνση γιατί είχε διατελέσει διευθυντής τραστ στη Στέπα. Αυτός όμως αρνήθηκε με το πρόσχημα ότι ασχολείται με πτυχιακές εργασίες. 2) Ο Νίκος Γιαννέτσος, πρώην αξιωματικός, μηχανικός άρδευσης, απόφοιτος του ίδιου ινστιτούτου με μένα, ο οποίος είχε διατελέσει διευθυντής οικοδομικής επιχείρησης στη Στέπα. Ήταν πιστός στην καθοδήγηση αλλά απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του λόγω των κακών σχέσεών του με τους υφισταμένους του αλλά και με όλους τους εργαζόμενους. Έτσι την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι στην ΚΕΤ και στο Σύλλογο Πολιτικών Προσφύγων κατέληξαν στη δική μου υποψηφιότητα.
    Παρουσιάστηκα και πήρα τη διαταγή του διορισμού μου ως δ/ντή της 64ης οικονομικής επιχείρησης η οποία θα υπάγονταν απευθείας στο υπουργικό συμβούλιο και όχι σε τραστ, αλλά θα ήταν ισότιμη με τραστ. Η ίδια διαταγή μου έδινε το δικαίωμα να συγκροτήσω την επιχείρηση προσλαμβάνοντας τους συνεργάτες, το διευθυντικό προσωπικό, τους εργοταξιάρχες και τους εργαζομένους με αντίστοιχες δικές μου αποφάσεις. Το ζήτημα στέγασης της επιχείρησης λύθηκε με την παραχώρηση υλικών για δυο λυόμενα σπίτια. Αυτό απαιτούσε δυο-τριών μηνών χρόνο. Έτσι η ΚΕ μου παραχώρησε αρκετά δωμάτια από τα γραφεία όπου στεγάστηκε η επιχείρηση προσωρινά, αλλά άνετα για τις συνθήκες της εποχής. Συγκροτήθηκε η επιχείρηση πολύ γρήγορα και σε 15 μέρες άρχισε τις εργασίες. Μας ανατέθηκε η κατασκευή τεσσάρων τετραώροφων πολυκατοικιών των 16 διαμερισμάτων, ενός δεκατάξιου τετραώροφου σχολείου, τεσσάρων παιδικών σταθμών, ενός κτηρίου για τηλεπικοινωνίες και ενός εργοστασίου. Συναρμολογήσαμε στα γρήγορα τα δυο λυόμενα και μεταφέραμε εκεί το σταθμό διοίκησης της επιχείρησης στην οδό Πιονέρσκαγια.
    Το προσωπικό της επιχείρησης ανέρχονταν στα 60 άτομα και το εργατικό δυναμικό στους 1500 εργάτες ειδικευμένους και ανειδίκευτους. Όλες τις οικοδομές τις χτίζαμε και τις παραδίναμε με το κλειδί στο χέρι. Από το σύνολο των διαμερισμάτων είχα δικαίωμα να παίρνω το 10% για χρήση των εργατών της επιχείρησης. Έτσι απ’ αυτά κράτησα ένα για ιδιωτική χρήση και μετακόμισα. Ήταν από τα καλύτερα και έμεινα σ’ αυτό μέχρι το 1974 όταν έφυγα από τη ΣΕ για τη Γιουγκοσλαβία. Η μετακόμιση έγινε στο τέλος του 1967. Εδώ πρέπει να σημειώσω κι ένα-δυο ακόμη σημαντικά γεγονότα αυτής της εποχής.
    Το ένα είναι ότι το Σεπτέμβρη του 1959, ύστερα από πολύχρονες ενέργειες δικές μου και των γονιών μου, κατάφερε να έρθει στη ΣΕ η μικρότερη αδελφή μου, Κασσιανή, 27 χρονών ανύπανδρη. Η τότε κυβέρνηση της επέτρεψε να φύγει αφού έγραψε στο διαβατήριό της «άνευ επανόδου κατά δήλωσίν της». Έτσι ήρθε. Σκοπός ήταν να ξεφύγει από τη μιζέρια και, το βασικότερο, να παντρευτεί. Μόλις έφτασε η Κασσιανή ήρθε από την πατρίδα και το θλιβερό μαντάτο ότι η μάνα μας δεν άντεξε και πέθανε στα 72 της. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει το Μάρτιο του 1953 σε ηλικία 76 ετών και τι σύμπτωση, την ίδια μέρα με το Στάλιν.
    Το θάνατο του Στάλιν όλοι μας τον πενθήσαμε, πρώτον γιατί δεν ξέραμε για τα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί στην περίοδο της απόλυτης εξουσίας του –χρειάστηκε να έρθει ο Χρουσιώφ στην εξουσία, να γίνει το 20ό συνέδριο για να ανοίξουμε επιτέλους και εμείς τα μάτια μας. Τον πενθήσαμε όμως και γιατί ήταν πρόσφατα τα γεγονότα του Β´ παγκοσμίου πολέμου κατά τον οποίο, άσχετα με τα εγκληματικά του λάθη, έπαιξε μεγάλο ρόλο στη συντριβή του χιτλερικού φασισμού.
    Όσο για την Κασσιανή, ύστερα από 2-3 μήνες το Φλεβάρη του 1960, παντρεύτηκε ένα καλό παιδί, νοικοκύρη, αγωνιστή, τον Γιώργη τον Διαμαντόπουλο από το χωριό Καστανόφυτο Καστοριάς, συμπατριώτη μας που ζούσε όμως στη Βεργίνα Βέροιας όπου είχαν μύλο. Ο Γιώργος πέθανε τον Ιούλη του 1974 απ’ την κακιά αρρώστια, αφήνοντας μια κόρη 9 χρονών, την Κωνσταντίνα –η αδελφή μου της έδωσε το όνομα του πατέρα μας. Από μικρή ήταν πανέξυπνη. Επαναπατρίστηκε μαζί με τη μητέρα της το 1975 στη Θεσσαλονίκη. Τελείωσε το Λύκειο, πήρε μάστερ Αγγλικών με μετεκπαίδευση στο Λονδίνο και σήμερα είναι παντρεμένη με το Βασίλη Ξενάκη, έχει τέσσερα χαριτωμένα παιδιά, δυο αγόρια, δυο κορίτσια και ζει στο Παλαίφυτο Γιαννιτσών.
    Το άλλο γεγονός είναι ότι το Φλεβάρη του 1967 έφτασε στην Τασκένδη η άλλη μας αδελφή, η Βιργινία, μια πανέξυπνη κοπέλα, πολύ δραστήρια που αν και ήταν μόνο του Δημοτικού όποιος συζητούσε μαζί της της έδινε πανεπιστημιακή μόρφωση. Η Βιργινία, όταν εγώ το Φλεβάρη του 1947 έφυγα στο βουνό και τα δυο μου αδέλφια, ο Τέλης και ο Θανάσης πιάστηκαν στη Θεσσαλονίκη και εξορίστηκαν στον Αϊ-Στράτη, στη Μακρόνησο και ξανά στον Αϊ-Στράτη και έμεινε μόνη της στη Θεσσαλονίκη σαν το ξερό κλαδί σε χιονισμένο κάμπο σε ηλικία μόνο 21 ετών, δεν το έβαλε κάτω. Πάλεψε, ξενοδούλεψε, αυτοδημιουργήθηκε, παντρεύτηκε μ’ έναν εξαίρετο άνθρωπο, με κεφαλαίο Α, τον Τάκη Βιγκαβέση, θείο του δικηγόρου, συγγραφέα του «Αλμανάκ», Διγκαβέ.
    Έζησε μονιασμένα κι αγαπημένα με τον Τάκη, μα δυστυχώς δεν απέκτησε παιδιά, πράγμα που την ταλαιπωρεί ακόμα. Παρόλα αυτά έδειξε και δείχνει μεγάλη στοργή περισσότερη κι από μας για τα παιδιά μας, τα δικά μου και του αδελφού μου Θανάση που πέθανε τον Ιούλη του 1994, δίδυμος του Αριστοτέλη και δυστυχώς από την ίδια αρρώστια μ’ αυτόν, κύρωση του ήπατος.
    Η άφιξή της στην Τασκένδη μας γέμισε χαρά. Κι όχι μόνο εμάς αλλά κι όλους τους γνωστούς και φίλους, χωριανούς από τα γύρω μέρη. Μας επισκέφτηκε για δυο μήνες αλλά έμεινε τέσσερις γιατί στο μεταξύ στην Ελλάδα ήρθε η Χούντα της 21ης Απριλίου. Έφυγε στις 15 Ιουνίου με πλοίο για τον Πειραιά αφού πρώτα την ξενάγησα για μια βδομάδα στη Μόσχα, το Κίεβο, την Οδησσό.
    Επέστρεψα, όπως πάντα, με αεροπλάνο στην Τασκένδη και συνέχισα να εργάζομαι στην επιχείρηση. Το «ΣΟΥ 64», έτσι ονομαζόταν η επιχείρηση –τα αρχικά σημαίνουν Στρόιτελνο Μοντάζνοε Ουπραβλένιε, δηλ. Οικοδομική και Συναρμολογική Διεύθυνση– πήγαινε πολύ καλά, μια από τις πρώτες στην Τασκένδη. Εκπλήρωνε και υπερεκπλήρωνε το πλάνο της. Είχε σημαντικά κέρδη και το σπουδαιότερο, είχε μεγάλα αποθέματα για πληρωμές εργατικών, πράγμα πολύ σπάνιο για τις επιχειρήσεις εκείνο τον καιρό λόγω κακής διαχείρισης, κλοπών και λοβιτούρας που δυστυχώς ανθούσε πάντα στην πρώην ΣΕ.
    Σ’ όλες τις συσκέψεις ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και διευθυντής όλων των επιχειρήσεων που έπαιρναν μέρος στην ανοικοδόμηση της Τασκένδης έφερνε ως παράδειγμα την ελληνική, όπως την ονόμαζε, επιχείρηση και της απένειμε επαίνους και χρηματικά πρίμ. Στη συνδιάσκεψη που έγινε το 1967 στην ΚΕΤ εξελέγην μέλος της ΚΕ Πόλης. Άλλοι το σχολίασαν θετικά, άλλοι πικρόχολα· «πάλι ο Κωστόπουλος τραβάει την ανηφόρα».
    Την περίοδο αυτή δίνω συνεντεύξεις στο ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας που μεταδίδονται από την ελληνική εκπομπή και γράφονται βιβλία για τους πολιτικούς πρόσφυγες.
    Εκεί με προβάλλουν ως ένα από τα κεντρικά πρόσωπα με μεγάλη δόση υπερβολής, πράγμα που δε μου άρεσε και το έκανα ζήτημα γιατί υπήρχαν κι άλλοι πιο αξιόλογοι σύντροφοι από μένα που όμως δεν παρουσιάζονταν.
    Νωρίτερα είχε επισκεφθεί τη Στέπα ο ανταποκριτής της Αυγής ο αείμνηστος φίλος και σύντροφος Γεωργούλας Μπέικος, αντιστασιακός, θανατοποινίτης. Η γυναίκα του Μαρία Φέρλα-Μπέικου, μαχήτρια του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, αρχικά φοίτησε μαζί μου στο πολυτεχνείο σύντομα όμως την απέσπασαν στη Μόσχα ως εκφωνήτρια της ελληνικής εκπομπής όπου και εργάστηκε ως τον επαναπατρισμό της. Συγχρόνως τελείωσε και σχολή σκηνοθεσίας κινηματογράφου.
    Το 1961 η ΕΔΑ και η εφημερίδα Αυγή τον έστειλαν ως διαπιστευμένο ανταποκριτή της εφημερίδας στη Μόσχα κι έτσι ο Γεωργούλας Μπέικος επισκέφτηκε τη Στέπα κι έγραψε ένα βιβλιαράκι για τις εκχερσώσεις της Πεινασμένης Στέπας το οποίο αργότερα μεταφράστηκε στα ελληνικά και στα γαλλικά. Εκεί αναφέρεται και στη δική μου συμβολή σ’ αυτό το έργο. Από το 1969 και μετά θα έχω μαζί του στενή επαφή. Κάθε φορά που ταξιδεύω στη Μόσχα με τη γυναίκα μου μένω στο σπίτι του και μαζί περάσαμε τις δύσκολες μέρες της διάσπασης του ΚΚ που ακολούθησαν, το 1968. Όπως και με τον άλλο στενό φίλο, το Σταμάτη ή Πέτρο Ανταίο –το πραγματικό του όνομα Σταύρος Γιαννακόπουλος– τον ποιητή, συγγραφέα, τον άνθρωπο της αριστεράς και της προόδου. Μαζί τότε ήταν και ο αείμνηστος Αντώνης Βογιάζος, ο αξιόλογος αυτός σκηνοθέτης, γνώστης πέντε γλωσσών (ρωσικά, γαλλικά, ρουμάνικα, τσέχικα, ακόμη και κινέζικα). Με τον επαναπατρισμό του στην Ελλάδα σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ για την Εθνική Αντίσταση 1941-44 που προβλήθηκε όταν γιορτάζαμε τα 50 χρόνια της ΕΠΟΝ στην Αθήνα το 1993 στο θέατρο της Έλλης Φωτίου και του Ληναίου στην οδό Στουρνάρη και 28ης Οκτωβρίου. Ακόμη σκηνοθέτησε κι άλλα μικρά έργα για την ΕΡΤ, όπως «Ο φωτογράφος του χωριού» κ.ά. Δυστυχώς, έφυγε νωρίς.
    Ακόμη θέλω να αναφέρω το Γιάννη Μότσιο, καθηγητή της ελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, το Μάνο Ζαχαρία, ηθοποιό και σκηνοθέτη, φίλο και σύντροφο, σήμερα είναι ο πεθερός του μπασκετμπολίστα Π. Φασούλα. Ακόμη τον Σταύρο Ζορμπαλά, σύντροφο από το βουνό, πατέρα της τραγουδίστριας Μαργαρίτας Ζορμπαλά.
    Θα σταματήσω για λίγο εδώ για να αναφερθώ σ’ ένα άλλο γεγονός του 1955 στην Τασκένδη που αποτέλεσε για τους πολιτικούς πρόσφυγες στη ΣΕ την αρχή για πολλά δεινά που θα ακολουθήσουν.
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
1. Μ’ αυτόν έχω πολλά προσωπικά βιώματα τα οποία παραθέτω. Τεχνικός δ/ντής, καταρτισμένος μηχανικός αργότερα αλλά και σήμερα δ/ντής Ινστιτούτου Μελετών στο οποίο δουλεύουν 5000 μηχανικοί και τεχνικοί, δόκτορας Τεχνικών Επιστημών, Τεχνικός σύμβουλος για έργα άρδευσης και εγγείων βελτιώσεων. Έχει πραγματοποιήσει αποστολές στην Ινδία, στο Πακιστάν ως σύμβουλος στην κατασκευή μεγάλων έργων. Αρθρογραφεί σε αμερικανικά τεχνικά περιοδικά ακόμη και σήμερα. Αυτός εκπόνησε την τεράστια μελέτη για την αποκατάσταση της λίμνης Όραλ στο Ουζμπεκιστάν η στάθμη της οποίας έπεσε δραματικά γιατί τα δυο μεγάλα ποτάμια που την τροφοδοτούσαν, ο Αμουντάρια (Όξος) και Σιρντάρια (Ιαξάρτης, ονομασίες επί Μ. Αλεξάνδρου) σταμάτησαν να την τροφοδοτούν. Τα νερά τους χρησιμοποιούνταν στην άρδευση και αποθηκεύονταν σε φράγματα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Στην Ελλάδα τον συνάντησα πολλές φορές, την πρώτη στην Αθήνα το 1978, όταν επικεφαλής αντιπροσωπίας μηχανικών από τη Σοβιετ. Ένωση πήρε μέρος και μίλησε σε εκδήλωση της UNESCO. Δεύτερη φορά τον συνάντησα στο ίδιο μου το χωριό, το Σεπτέμβρη του 1993, όταν καθηλωμένος από κάταγμα στο αριστερό μου πόδι δεν μπορούσα να μετακινηθώ για να τον καλωσορίσω εγώ και με επισκέφτηκε εκείνος με τη γυναίκα του για δυο μέρες στο Σκαλοχώρι. Τα αισθήματα αγάπης και αλληλοεκτίμησης ήταν και είναι αμοιβαία.

(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)