Skip to main content
Τετάρτη 08 Μαΐου 2024
[Κεφάλαιο δέκατο έκτο] Ο Ναός της Σοφίας
Ιωακειμίδης Βασίλης

Τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια δούλεψα την τέχνη του επιπλοποιού εδώ στην πόλη της Δράμας. Μεγάλωσα και αναδείχτηκα γιατί δούλεψα παστρικά, τίμια, ευσυνείδητα γιομίζοντας του κόσμου τα σπίτια έπιπλα και διακοσμώντας βιτρίνες στα καταστήματα. Αλλά όταν τα χρόνια περνούν, εφαρμόζεται στο τέλος εδώ στο δικό μας αστικό κράτος η λαϊκή παροιμία που λέει, όταν ο λύκος γεράσει τον κοροϊδεύουν οι σκύλοι, ή ακόμα-ακόμα η πρόβλεψη του μεγάλου θεωρητικού Μπουχάριν που είπε, όσο θα αναπτύσσονται οι βιομηχανίες, οι μικροαστικές τάξεις και τα μικροεπαγγέλματα θα σβήσουν. Βλέποντας τον εαυτό μου να φτάνει στον γερασμένο λύκο και προτού με αρπάξει η σκούπα του Μπουχάριν πρόλαβα και άλλαξα επάγγελμα, έγινα βιβλιοπώλης. Ωραία, καθαρή, πολιτισμένη δουλειά που μοιάζει λίγο με λειτούργημα. Δύσκολη για την ηλικία και την αμορφωσιά μου. Παρόλα τα πενηντατρία μου χρόνια καταπιάστηκα με πολλή όρεξη στη δουλειά αυτή, την αγάπησα απ’ την αρχή και φρόντισα να συμπληρώσω στην πόλη μας κάτι που έλειπε. Δηλαδή να κάνω ένα καθαρό βιβλιοπωλείο προμηθεύοντας και πουλώντας αποκλειστικά μόνο φιλολογικά, φιλοσοφικά, ψυχολογικά, μαρξιστικά, επιστημονικής φαντασίας βιβλία, βιβλία πολιτικού και ιδεολογικού περιεχομένου, παρακολουθώντας τις εκδόσεις όλων των καλών βιβλίων. Συγκεντρώνοντας και πλουτίζοντας το μαγαζί με όλα αυτού του είδους τα βιβλία, αυθόρμητα μου ’ρθε στη σκέψη ο τίτλος του βιβλιοπωλείου μου, θα το ονομάσω «Βιβλιοπωλείον ο Ναός της Σοφίας». Πρωτάνοιξα βιβλιοπωλείο στην οδό Λαμπριανίδου κάτω απ’ το νεόκτιστο τουριστικό ξενοδοχείο, ο Απόλλων, ένα μικρό αλλά όμορφο μαγαζάκι, έγραψα τον τίτλο στην κρυστάλλινη πρόσοψη: Διψασμένος ο Δραμινός κόσμος για καλό βιβλίο, εντυπωσιασμένος από τον τίτλο του μαγαζιού ένας-ένας δειλά στην αρχή επισκέπτοντο το μαγαζί, διάλεγε και έπαιρνε το βιβλίο του, έτσι σιγά-σιγά η δουλειά μου έστρωνε. Κλείνοντας εξάμηνο στην καινούργια μου δουλειά βρίσκω ευκαιρία να ενοικιάσω πιο κάτω προς την πλατεία μαγαζί, ένα γωνιακό, μεγάλο, υψηλό, πολύ επιβλητικό, είχε δυο εισόδους μια απ’ την οδό Λάμπρου Λαμπριανίδη και μια απ’ την οδό Ειρήνης. Το μαγαζί αυτό ήταν κλειστό από μήνες, ήτο όμως ενοικιασμένο από τους εμπόρους αδελφούς Κουτσικίδη ηλεκτρικών ειδών και ηλεκτρικών συσκευών από χρόνια. Σ’ αυτό το μαγαζί κέρδισαν πολλά χρήματα τότε που πρωτοήλθε η ΔΕΗ και προμήθευσαν σε όλο τον νομό της Δράμας όλα τα νέα υλικά για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και έκτισαν δική τους πολυκατοικία δίπλα απ’ το ξενοδοχείο ο Απόλλων. Σε όλο το μήκος και πλάτος της πολυκατοικίας κάνανε το δικό τους μαγαζί, μεταφέρθηκαν εκεί πλουτίζοντάς το με όλα τα είδη του εξηλεκτρισμού. Τηλεοράσεις, ψυγεία, κουζίνες, πλυντήρια, σίδερα κλπ. Το παλιό το διατηρούσαν κλειστό πλερώνοντας κανονικά το ενοίκιο για να μην το πάρει άλλος και βάλει τα δικά τους είδη. Με τον πατέρα των παιδιών, τον γέρο Κουτσικίδη συνέπεσε να είμαστε πατριώται απ’ τη Θράκη, γειτόνοι στο σπίτι και τώρα γειτόνοι στο μαγαζί. Τον μίλησα για το κλειστό μαγαζί, το κρατάμε, μου είπε, κλειστό και πλερώνουμε το ενοίκιο για να μην το ενοικιάσει άλλος και βάλει να εμπορευθεί δικά μας είδη. Εφόσον όμως ενδιαφέρεσαι εσύ, θα πω στα παιδιά μου να σου το δώσουν. Πήγαινε πρώτα συνεννοήσου με τον νοικοκύρη, τον γιατρό Τσίπα με τι ενοίκιο θα σου το δώσει και όλα θα τακτοποιηθούν. Έτσι έγινε και πήρα εκείνο το ωραίο μαγαζί.
    Οι αδελφοί Κουτσικίδη είχαν στο μαγαζί κρεμασμένη μια πελώρια ημιστρόγγυλη ταμπέλα, έπιανε δυο δρόμους με ένα μέτρο ύψος και τέσσερα μήκος, αυτή δεν την θέλουμε, με είπαν, αν θέλεις χρησιμοποίησέ την Βασιλάκη και γράψε ό,τι θέλεις. Φωνάζω τον ζωγράφο να την βάψει και να γράψει τον τίτλο λέγοντας, επειδή είναι πολύ μεγάλη στις δυο άκρες να μου ζωγραφίσεις από ένα σοφό, βεβαίως, απαντά, αρκεί να μου δώσεις τις φωτογραφίες των. Στο βιβλιοπωλείο ήρχετο κόσμος και κοσμάκης, άλλοι βλέπανε τα βιβλία και φεύγανε, άλλοι αγοράζανε. Είχα και τους φίλους διανοουμένους που συχνά επισκέπτοντο το μαγαζί, ενδιαφερόμενοι αν ο κόσμος παίρνει και διαβάζει το βιβλίο.
    Ένας εξ αυτών ήτο ο φίλος δικηγόρος τώρα εδώ στη Δράμα ο Γιώργος ο Γεωργιάδης, άλλοτε εισαγγελέας Δράμας. Με τον πρώην εισαγγελέα μάς συνέδεσαν για λίγο κοινοί αγώνες, λέγω για λίγο νά γιατί. Στην περίοδο που ήτο εισαγγελεύς στη Δράμα είχε κρατήσει πραγματικά στο ύψος τη θέση της Θέμιδος, ετιμωρούσε δίκαια κάθε παρακρατικό τραμπούκο παραβάτη και έδινε δικαιοσύνη στον κατηγορούμενο μόλις διαπίστωνε πως η κατηγορία ήτο ψεύτικη και συκοφαντική. Ήταν η περίοδος του 1949-1950 που οι συκοφαντικές και σκηνοθετημένες δίκες διαδέχονταν η μια την άλλη, παρακολουθώντας τις συχνές δίκες αντιληφθήκαμε πως εμφορείτο με δημοκρατικά ιδεώδη, διαπιστώσαμε ακόμα απ’ τον κύκλο του περιβάλλοντός του πως φιλοδοξούσε να πολιτευθεί. Η πολιτική τού είχε γίνει πάθος.
    Η αριστερά κυνηγημένη την εποχή εκείνη απ’ τους τραμπουκισμούς και τις σκηνοθετημένες δίκες δεν έπαυε να φροντίζει ποια προσωπικότητα νά ’βρει για να τον προβάλλει για τις βουλευτικές εκλογές που θα γίνονταν στις 5-3-1950. Σαν τέτοιον απεφάσισαν να προτείνουν τον εισαγγελέα, αν θέλει να τεθεί επικεφαλής στον συνδυασμό της δημοκρατικής αριστεράς. Του επισκέφθηκε επιτροπή και του ’κανε την πρόταση. Αρχηγοί της δημοκρατικής αριστεράς ήταν ο καθηγητής του πανεπιστημίου Αλέξανδρος Σβώλος και ο πολιτικός άνδρας Γιάννης Σοφιανόπουλος.
    Απ’ το πολιτικό πάθος που τον κυρίευε δέχτηκε την πρόταση πλην όμως αμφέβαλλε αν η αριστερά θα κατόρθωνε να συγκεντρώσει τους ανάλογους ψήφους και να βγάλει βουλευτή εδώ στην τρομοκρατημένη Δράμα. Η επιτροπή τού διαβεβαίωσε πως ο κόσμος της αριστεράς είναι ενωμένος και πειθαρχικός, η νίκη του θα ’ναι σίγουρη αρκεί να έχει το θάρρος και την τόλμη να βάλει στην κούρσα της περιοδείας του τις φωτογραφίες των αρχηγών Σβώλου και Σοφιανοπούλου, να αναπτύξει το πρόγραμμα και να σπάσει την τρομοκρατία. Αν όλα αυτά τα κάνετε, του διαβεβαίωσε η επιτροπή ότι ο λαός της Δράμας, θα σας στείλει αντιπρόσωπό του στη βουλή. Δύσκολη η απόφαση της παραιτήσεως από εισαγγελέας, φοβερό όμως πάθος η πολιτική του φιλοδοξία. Παραιτείται και μπαίνει υποψήφιος, πέσαμε όλοι με τα μούτρα εμείς οι αφανείς ήρωες, φιλότιμα πιάσαμε τη δουλειά από πόρτα σε πόρτα, από μαγαζί σε μαγαζί, τον βγάλαμε βουλευτή. Ναι, σε εκείνη την περίοδο που αλωνίζανε οι χίτες και οι Αντωντσαουσικοί, η Δράμα έστειλε στην Αθήνα στη βουλή τον υποψήφιο της αριστεράς Γιώργο Γεωργιάδη. Τιμή τότε για τη Δράμα. Δεν είχε κλείσει δυο μήνες βουλευτής ο ερίφης μας ο κ. εισαγγελέας μας απαρατά, τα ψήνει με τον Πλαστήρα και προσχωρεί στο κόμμα του. Ήταν η πρώτη προδοτική αποστασία που έγινε τότε στην αριστερά. Πίστεψε ο ερίφης πως στην ΕΠΕΚ, που ήτο τότε πρώτο κόμμα, θα σταθεροποιούσε την πολιτική του καρριέρα. Η πράξη του μας φαρμάκωσε, μας δίδαξε όμως για μια ακόμα φορά πως κάθε αντιπρόσωπος σε βουλή, σε συνδικάτο, σε σωματεία και λοιπές οργανώσεις αν δεν βγει μέσα απ’ τα σπλάχνα του λαού και του αγώνα είναι κάλπικος.
    Ναι, φάνηκε εντελώς κάλπικος ο κ. εισαγγελέας. Δεν πίστεψε στον γίγα λαό και δεν εσεβάσθηκε την πιο ουσιώδη υπόθεση, την πίστη, τον φανατισμό του λαού που τον ψήφισε παρόλη την τρομοκρατική κατάσταση που επικρατούσε. Αλλά τα παθήματα γίνονται μαθήματα και στις δυο πλευρές και σε μας και στον ίδιο.
    Μετά την αποστασία του κλείνοντας ενάμιση μόνο χρόνο βουλευτής της ΕΠΕΚ τώρα ο κ. εισαγγελέας πέφτει η κυβέρνηση και ξαναγίνονται εκλογές στις 9-9-51, σαν υποψήφιος της ΕΠΕΚ δεν βγαίνει βουλευτής, ξαναγίνονται εκλογές στις 16-11-52 πάλι δεν ξαναβγαίνει, ούτε και στα επόμενα χρόνια όσες εκλογές κι αν έγιναν.
    Έμεινε με το πάθος του λέγοντας πως ο λαός δεν ξέρει να ψηφίζει. Έκτοτε εδώ και τριάντα σχεδόν χρόνια εξάσκησε εδώ στη Δράμα τη δικηγορική. Συχνά με επισκέπτετο στο βιβλιοπωλείο και τα λέγαμε. Μια μέρα τον ερωτώ, θέλω κ. Γεωργιάδη να μου πείτε δυο αρχαίους σοφούς, γέλασε, τι θα τους κάνεις, με ερωτά, του δείχνω την κρεμαστή ταμπέλα λέγοντας, θα γράψω στην ταμπέλα αυτή «Βιβλιοπωλείο ο Ναός της Σοφίας», και στις δυο άκρες θα ζωγραφίσει ο ζωγράφος δυο σοφούς, θέλω να με υποδείξεις τους πιο σπουδαίους. Είσαι τέρας, μου λέει γελώντας, καλά το σκέφτηκες, οι σοφοί της αρχαιότητας ήσαν ίδιοι εφόσον όλοι τους ήταν σοφοί, καλά θα ’τανε να βάλεις δεξιά απ’ την οδό Ειρήνης τον Πλάτωνα και αριστερά απ’ τη Λαμπριανίδου τον Αριστοτέλη, έτσι θα συνδυάζεις δάσκαλο και μαθητή, έναν Αθηναίο και έναν Μακεδόνα, έτσι ακριβώς έκανα την ταμπέλα. Τελειώνοντας η ταμπέλα μάς βρίσκει η χουντική δικτατορία, κατάσχουν όλα τα αριστερά βιβλία ξένων και Ελλήνων συγγραφέων μη αφήνοντας ούτε Καζαντζάκη ούτε Λουντέμη. Η δουλειά κόπηκε σα μαχαίρι, φροντίζω να εμπορευθώ άλλα είδη, κάρτες, παιχνίδια και αγαλματάκια. Έφερα μια ποικιλία από απίθανες κάρτες που αγόραζε ο μαθητόκοσμος. Μια μέρα τρεις μαθήτριες διάλεγαν κάρτες, βλέπω έναν χωροφύλακα με τα πολιτικά, της ασφάλειας, να μπαίνει φουριάτος στο μαγαζί, χωρίς να χαιρετήσει λέει με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Εδώ είναι ο ναός της Σόφιας; Εμένα τι με θέλεις το μυαλό μου θόλωσε, οι μασέλες μου χοροπηδούν, χτυπώ τη γροθιά μου στον μπάγκο και του λέω, τι είπατε κύριε, ο ναός σου της Σόφιας βρίσκεται στη Σόφια, εδώ κύριε είναι ο Ναός της Σοφίας, δεν βλέπεις την ταμπέλα που ’ναι ζωγραφισμένοι σαν το μπόι σου οι δυο Έλληνες σοφοί ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης; Όποιος λοιπόν κύριε δεν ξέρει ποιος είναι ο Πλάτων και ποιος ο Αριστοτέλης είναι Βούλγαρος, ακούτε; Κόκκαλο ο χωροφύλακας με τα πολιτικά, πήρε κάρτες, πλέρωσε και έφυγε σαν βρεγμένη γάτα. Τα κορίτσια μου λένε, ωραία του τα ψάλατε. Δεν ήξεραν ποιος ήταν, όταν τις εξήγησα, συμπλήρωσα, είναι ένας απ’ τα αμόρφωτα στοιχεία που βρίσκονται ακόμα στο σώμα της χωροφυλακής που σιγά-σιγά πλαισιώνεται τώρα με νέα μορφωμένα στελέχη.
    Μέχρι σήμερα κανένα άλλο παράδοξο δεν μου συνέβη. Το βιβλιοπωλείο ο Ναός της Σοφίας διατηρείται με αγάπη απ’ τους νέους και το περιβάλλει ο λαός της Δράμας.  

Βασίλης Ιωακειμίδης

(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)