Skip to main content
Δευτέρα 07 Οκτωβρίου 2024
Ο γάμος του αδελφού μου
Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου Αγαθή

Εκείνο που με χαρακτήριζε πάντα ήταν το πείσμα και η επιμονή, γεγονός που πολλές φορές δε μου βγήκε σε καλό.
    Ο αδελφός μου, γιατρός ων και ανύπαντρος, είχε, όπως ήταν φυσικό, πολλές προτάσεις γάμου από διάφορες όμορφες κοπέλες της γύρω περιοχής και όχι μόνον, τη μεσολαβήσει, βέβαια, προξενητάδων, όπως συνηθιζόταν πολύ την εποχή εκείνη. Ακόμη και στις μέρες μας υφίσταται, όχι βέβαια σε μεγάλη έκταση, ο θεσμός αυτός, αφού κατόρθωσε να αντέξει στο χρόνο, να γίνει κατά κάποιον τρόπο διαχρονικός, αλλά και επιτυχημένος, μιας και παρατηρούμε ότι τα περισσότερα διαζύγια προέρχονται από ζευγάρια που κατέληξαν σε γάμο από έρωτα, δεδομένου ως γνωστόν ότι ο έρωτας είναι τυφλός.
    Στην προκειμένη περίπτωση η κοπέλα κατήγετο από το γειτονικό μας Πουρνάρι και ο εκτελών χρέη προξενητού, ο Ηλίας Δράκος από τη Λάρισα. Αυτός είχε παντρευτεί την Κατίνα Κ. Χαλίτσιου από το χωριό μας και καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, όπως και πολλοί άλλοι Λαρισαίοι, έμειναν οικογενειακώς στην Ελάτεια, λόγω των βομβαρδισμών αλλά και της πείνας που έπληττε γενικά τις πόλεις. Ως παλαιός κομμουνιστής, ανέπτυξε αντιστασιακή δράση και ως εκ τούτου, είχε γνωριστεί με την οικογένεια Αλεξόπουλου, γείτονες και φίλους της όμορφης Δήμητρας Σαβούρη. Το κορίτσι ήταν ορφανό από πατέρα και πριν από λίγους μήνες είχε χάσει μέσα σε σαράντα ημέρες δυο αδέλφια, εκ των οποίων τον ένα τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί και ο άλλος είχε πεθάνει από τύφο.
    Εκείνοι είχαν πει τα καλύτερα λόγια για την κοπέλα και ο αδελφός μου την είχε δει και του είχε αρέσει, αλλά χρειαζόταν και μια δεύτερη γνώμη· γι’ αυτό αποφάσισε να την επισκεφθεί μαζί με την αδελφή μου Ζωή στο σπίτι της, όπου θα είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν από κοντά και να γνωριστούν περισσότερο, πριν πάρει τη μεγάλη απόφαση για τη μετέπειτα ζωή του.
    Εγώ, μικρό παιδί, καιγόμουν από την περιέργεια να δω τη μέλλουσα νύφη μας και εξέφρασα την επιθυμία μου στο Γιάννη, αλλά εκείνος ήταν κατηγορηματικός.
    – Εσύ είσαι μικρή ακόμη για τέτοιες υποθέσεις. Τι γυρεύει, άλλωστε, η αλεπού στο παζάρι!
    Διαμαρτυρήθηκα έντονα με φωνές και κλάματα, προσπάθησα να βάλω τα μεγάλα μέσα, δηλαδή τη μητέρα μου, αλλά οι προσπάθειές μου απέβησαν άκαρπες.
    Όμως ουδ’ επί στιγμήν σκέφθηκα να υποχωρήσω και κατέστρωσα το σχέδιό μου!
    Ήταν θυμάμαι Κυριακή πρωί. Σηκώθηκα από το κρεβάτι πολύ νωρίς, φόρεσα το καλό μου φόρεμα, τα καλά μου παπούτσια, κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά και έβαλα κρυφά στην τσέπη της ζακέτας μου ένα μακρύ κοραλλένιο κολιέ της μητέρας μου, καθώς και μια μεγάλη καρφίτσα, που στο κέντρο της είχε μια λαμπερή πράσινη πέτρα.
    Με την πρόφαση ότι θα πήγαινα στην εκκλησία, έφυγα από το σπίτι προς τελείως διαφορετική κατεύθυνση και δη προς τα επάνω αλώνια του χωριού, απ’ όπου αναγκαστικά θα περνούσαν τα αδέλφια μου για να πάνε στο Πουρνάρι. Όταν έφθασα εκεί, πέρασα στο λαιμό μου το κόκκινο κολιέ, έβαλα και την καρφίτσα στο πέτο και, ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα, κάθισα σε μια μεγάλη πέτρα στη ρίζα μιας λυγαριάς και περίμενα.
    Από καιρού εις καιρόν, έβγαινα στο δρόμο και κοίταζα επάνω προς το χωριό, για να δω αν έρχονται οι δικοί μου.
    Πέρασε αρκετή ώρα που μου φάνηκε ατέλειωτη, όταν επιτέλους τους είδα να κατηφορίζουν προς το μέρος μου και ξαφνικά, τη στιγμή που περνούσαν από μπροστά μου, να σου και κάνω την εμφάνισή μου, στολισμένη σα λατέρνα, κατάλληλα, όπως πίστευα, για την περίσταση! Μόλις με είδε ο αδελφός μου, έγινε έξω φρενών από το θυμό του.
    – Καλά, μου λέει, τι θέλεις εσύ εδώ; Ξέχασες τι σου είπα χθες; Με αρπάζει από το μαλλί και πού με πονεί και πού με σφάζει, έφαγα ένα ξύλο που το θυμάμαι ακόμη και τώρα πολύ έντονα…
    Ύστερα από αυτή την οδυνηρή κατάληξη των προσπαθειών μου, γύρισα στο σπίτι σα βρεγμένη γάτα, αλλά πού να βάλω μυαλό.
    Ύστερα από λίγους μήνες, θα γίνονταν οι γάμοι, και επειδή στο χωριό μας δεν υπήρχε κομμώτρια, για να κόψει και να κάνει περμανάντ τα μαλλιά της η αδελφή μου, την πήρε ο Γιάννης, αυτή τη φορά δε με χίλια παρακάλια και εμένα μαζί, και μας πήγε στο χωριό της νύφης μας, στο σπίτι του Γιώργου του Γκατζιώνη, όπου θα έκοβε τα μαλλιά της και εκείνη, αλλά και η μεγαλύτερη από τις κόρες του οικοδεσπότη, η Ουρανία.
    Ήλθε, λοιπόν, εκεί η κομμώτρια και άρχισε να κόβει και να τυλίγει τα μαλλιά της αδελφής μου. Εγώ, ως εκείνη την ώρα που περιέργως καθόμουν ήσυχη, παρατηρώντας τα τεκταινόμενα και σημειωτέον ότι πάντα μου άρεσε να παριστάνω τη μεγάλη, αφού από πολύ μικρή παρακαλούσα επίμονα τη μητέρα μου στα φορέματα που μου έραβε να μου βάζει ζώνη σκέφθηκα ότι, εφ’ όσον βρισκόμαστε σε ξένο έδαφος, θα μπορούσα εύκολα να επιτύχω αυτό που ήθελα και στην προκειμένη περίπτωση, περμανάντ.
    Εκείνη την εποχή στην Ελάτεια, ελάχιστες κοπέλες είχαν κόψει τα μαλλιά τους και λέγανε μάλιστα γι’ αυτές οι πιο ηλικιωμένες ότι μοιάζανε με «κουρεμένα κατσίκια». Κατά τη συνήθεια που επικρατούσε στον τόπο μας, όταν οι νέες παντρεύονταν, έπρεπε να φορέσουν σκέπη, ένα είδος μεταξωτού μαντιλιού, που γύρω-γύρω στολιζόταν με μια περίτεχνη δαντέλλα, φτιαγμένη στο χέρι με βελόνι από ειδική τεχνίτρα και κάτω να εξέχουν τα μαλλιά τους πλεγμένα σε κοτσίδες ή κοσάνες, όπως τις λέγανε.
    – Θα τρελάθηκες, μου φαίνεται! Είπε η αδελφή μου, ενώ προσπαθούσε να μαζέψει τα πεσμένα κάτω στο χώμα μακριά, μαύρα της μαλλιά, που είχαν θυσιασθεί χάριν του μοντερνισμού, όταν ξεστόμισα ότι ήθελα κατσαρά μαλλιά!
    – Ας της τα κατσαρώσει η κομμώτρια λίγο εδώ μπροστά, πήρε το μέρος μου η μέλλουσα νύφη μας. Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ, για να πάρω αέρα και να γκρινιάζω ασταμάτητα. Εκείνη την ώρα νάτος καταφθάνει και ο αδελφός μου που είχε πάει στο Συκούριο, κοντινή κωμόπολη, για ψώνια.
    – Τι συμβαίνει εδώ; Ρώτησε περίεργος. Όταν άκουσε την παράλογη απαίτησή μου, μόνο που δε με σκότωσε· οι φάπες πέφτανε απανωτές.
    – Δε φθάνει, μου ’λεγε που σε φέραμε εδώ, θέλεις και περμανάντ! Μια σταλιά άνθρωπος.
    Ας είναι, πέρασε κι αυτό.
    Το βράδυ γυρίσαμε στο χωριό μας και βρήκαμε τη μητέρα μας αναστατωμένη. Όπως μας εξήγησε, είχε ψάξει όλα τα πιθανά μέρη, όπου θα μπορούσε να είχε κρύψει το καλό κουστούμι του πατέρα μου, αλλά δεν το είχε βρει πουθενά. Στην Ελάτεια είχαμε τρεις κρυψώνες. Μια μέσα στο σπίτι, όπου ο πατέρας μου ξήλωσε τα σανίδια του πατώματος και έσκαψε το χώμα ανοίγοντας έναν αρκετά μεγάλο χώρο, ο οποίος έπαιρνε τέσσερα άτομα. Εδώ βρεθήκαμε προ εκπλήξεως, όταν διαπιστώσαμε κατά την εκσκαφή ότι χονδρές ρίζες της μεγάλης κληματαριάς, που είχαμε στην αυλή μας, είχαν διαπεράσει τα θεμέλια και είχαν εισχωρήσει κάτω από το σπίτι.
    Η δεύτερη ήταν εκεί που καίγαμε τη γάστρα και εδώ είχαν φέρει και γείτονες, για να κρύψουν κιλίμια και διάφορα άλλα αντικείμενα που είχαν κάποια αξία, και η τρίτη και πιο μεγάλη ήταν στην εσωτερική αυλή που εξυπηρετούσε και τους δυο σκοπούς.
    Ήταν Κατοχή, άνοιξη του 1944, και τα πάντα ήταν στη διάθεση του στρατού κατοχής και όχι μόνον, αφού δεν είχε περάσει πολύς καιρός αφ’ ότου είχε έλθει ο αδελφός μου από την Αλβανία και ένα βράδυ ήλθαν δυο συγχωριανοί μας και του πήραν τη χλαίνη και τη στρατιωτική του στολή για τις ανάγκες δήθεν της αντίστασης.
    – Κι όμως, είπε η μητέρα μου, θυμάμαι καλά ότι κάπου το έκρυψα.
    Την Κυριακή, ύστερα δηλαδή από λίγες ημέρες, θα γίνονταν οι γάμοι στο σπίτι της νύφης και έπρεπε όλοι να είμαστε καλοντυμένοι. Να πάει κανείς στη Λάρισα και ν’ αγοράσει καινούργια ρούχα, ήταν πολύ δύσκολο και επικίνδυνο, οπότε μέσα στην απελπισία της σκέφθηκε να δανειστεί το καλό κουστούμι του πατέρα της νουνάς μου.
    Όταν το έφερε στο σπίτι και το πρόβαρε ο πατέρας μου, με μεγάλη τους λύπη διαπίστωσαν ότι, εκτός που δεν του ερχόταν καλά στα μέτρα του, το σακκάκι είχε μια τρύπα στον ώμο αρκετά μεγάλη από ποντικοφάγωμα! Ποιος ξέρει πού το είχαν κι εκείνοι παραχωμένο!
    Κυριακή απόγευμα, λίγο πριν ξεκινήσουμε, και η μητέρα μου έβγαλε μέσα από την ασημένια ταμπακέρα –δώρο της γιαγιάς μου, Αγαθής, στον πατέρα μου– όπου φύλαγε όσα από τα κοσμήματα είχε γλυτώσει από τους Τούρκους, αλλά και από τους ντόπιους κλέφτες, αφού τρεις φορές μας είχανε ανοίξει το σπίτι στην Ελάτεια ψάχνοντας για χρήματα και χρυσαφικά, και έβγαλε δύο χρυσά δακτυλίδια με διαμάντια, που έμοιαζαν μεταξύ τους και θα χρησίμευαν για βέρες, μια χρυσή λίρα και ένα τετράγωνο φλουρί κωνσταντινάτο, τόσο ωραίο που παρόμοιο δεν έχω ξαναδεί, δώρα για τη νύφη.
    Άρχισε κι εκείνη να ετοιμάζεται, αλλά ο νους της ήταν πάντα στο κουστούμι του πατέρα μου, οπότε: Δεν ξανακοιτάζω για τελευταία φορά μήπως το έχω βάλει μέσα στο στρώμα; σκέφθηκε. Και, ω, του θαύματος, ήταν εκεί, διπλωμένο, μέσα σε μια πάνινη σακούλα, σώο και αβλαβές, αλλά φοβερά τσαλακωμένο. Για πότε άναψε φωτιά για να φτιάξει κάρβουνα για το σίδερο, για πότε το σιδέρωσε, ούτε που καταλάβαμε!
    Έτσι, όλοι μας καλοντυμένοι ξεκινήσαμε για το Πουρνάρι. Φθάσαμε στο σπίτι του Γκατζιώνη και από εκεί όλοι μαζί, αφού είχε βραδιάσει στο μεταξύ, για το σπίτι της νύφης.
    Την οικογένειά της την αποτελούσαν εκείνη, η μητέρα της Χριστίνα, μια εξαιρετική συν τοις άλλοις μαγείρισσα, και η γιαγιά της, Γραμματή. Οι δύο τελευταίες είχαν έλθει στην Ελλάδα το 1922 πρόσφυγες από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας. Εδώ η Χριστίνα, μικρή και όμορφη, παντρεύτηκε τον Περικλή Σαβούρη, που ο τόπος καταγωγής του ήταν η Χαλκίδα, πλούσιο κτηματία της περιοχής, με ελαιοτριβείο και τσιφλίκι με εκατόν πενήντα στρέμματα χωράφια στην Τζούξανη Αγιάς, τη σημερινή Δήμητρα. Σε λίγο ήλθε και ο παπάς, ενώ ο κουμπάρος, ο Ηλίας Δράκος, είχε έλθει μαζί μας, αφού έπρεπε να συνοδεύει το γαμπρό.
    Δεν πέρασε πολλή ώρα και μας ειδοποίησαν ότι η νύφη ήταν έτοιμη.
    Πήγε στο σαλόνι ο αδελφός μου, την τράβηξε τρεις φορές κατά το έθιμο, –αφού προηγουμένως τα μπρατίμια, ο Νίκος ο Χαϊντούτης, ο Νίκος ο Ζάρρας εκ μέρους του γαμπρού και ο Μήτσος ο Ντίνας και ο Μάνθος ο Μάντζιος εκ μέρους της νύφης, της είχαν φορέσει τα παπούτσια, βάζοντας μέσα σ’ αυτά χρήματα, αφού ειδάλλως δεν… μπορούσε να τα φορέσει, «δε χωρούσαν» κατά τη σωστή έκφραση –και την έφερε στο άλλο δωμάτιο, όπου έγιναν τα στέφανα.
    Ήταν ένα πολύ όμορφο ζευγάρι, ο τριαντάχρονος γοητευτικός γαμπρός και η νύφη μια κούκλα, μόλις δέκα εφτά χρονών.
    Μετά την τελετή, έστρωσαν τα τραπέζια και έφεραν πίτες, αρνιά ψημένα στο φούρνο, καθώς και μπόλικο κρασί.
    Ήταν πολλοί οι καλεσμένοι, που, αφού φάγανε και ήπιανε, άρχισαν να τραγουδούν διάφορα δημοτικά τραγούδια. Εγώ μπορώ να πω ότι τραγουδούσα αρκετά καλά και ο αδελφός μου, θέλοντας να πρωτοτυπήσουμε, με έβαλε και τραγούδησα κρητικές μαντινάδες, είδος ασυνήθιστο για την περιοχή. Ανεβασμένη όρθια σε μια καρέκλα, έγινα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και ακόμη θυμάμαι τους παρακάτω στίχους.
 
    Ποιος αγαπά γνωρίζεται
    απ’ την περπατησιά του, έλα, έλα απ’ την περπατησιά του
    που μπρος και πίσω
    όλο τηρά μη δει την πεθυμιά του.
 
    Ποιος είδε ψάρι στο βουνό
    και θάλασσα σπαρμένη, έλα, έλα και θάλασσα σπαρμένη
    ποιος είδε τούτο τον καιρό
    αγάπη μπιστεμένη.
 
    Μετά άρχισαν να χορεύουν με μουσική από το γραμμόφωνο και το γλέντι κράτησε μέχρι πρωίας.
    Η ζωή είναι ένα ορμητικό ποτάμι που συνεχίζει την πορεία του και μήτε πόλεμοι μήτε κατοχές είναι ικανές να τη σταματήσουν.

(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)