Skip to main content
Δευτέρα 29 Απριλίου 2024
[Ο παιδικός μου βίος άρχισε με δυστυχία]
Καρτέρης Παύλος

Ο παιδικός μου βίος άρχισε με δυστυχία από είδη διατροφής κι ενδυμασίας. Η τροφή εκείνα τα χρόνια ήταν ψωμί μπομπότα που, για να μην τρώμε πολύ, το άφηνε η μάνα μας να γίνεται μπαγιάτικο που δεν το τρυπάγανε ούτε σκάγια. Και για όταν βρισκόμαστε στο σπίτι –εμείς ήμαστε και μεγάλη οικογένεια, δέκα άτομα– θα έβραζε καμιά φασολάδα στο πήλινο τσουκάλι που έβραζε στο τζάκι σκεπασμένο με μια πλακερή πέτρα που τη λέγανε βίσαλο. Όταν θα τρώγαμε στα χωράφια ή θα ήμαστε τσοπάνηδες ή όπως εγώ, όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο, θα ήτανε ξυνοτύρι ή λίγες ελιές, διότι κι αυτές δεν τις τρώγαμε όπως τώρα –μία στη χαψιά που κάνομε– αλλά τις βάζαμε τρεις ή και τέσσερις φορές στο στόμα μόνο να παίρνομε τη γεύση μαζί με τη μπομπότα.
    Εγώ, όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο, μου ’βαζε η μάνα μου ψωμί κι ελιές μέχρι οκτώ τον αριθμό, διότι υπήρχε φτώχεια. Μόνο το ξυνοτύρι ήταν χορταστικό γιατί είχαμε γίδια και πρόβατα.
    Τώρα στα είδη ρουχισμού: εγώ από ό,τι θυμάμαι μέχρι έξι ετών φορούσα ένα είδος φουστάνι, το λέγανε μαλίνα. Στα επτά μου χρόνια που άρχισα να πηγαίνω σχολείο η μάνα μου μου είχε φτιάξει από χλαίνη στρατιωτική, σακάκι και παντελόνι ραμμένο στο χέρι με βελόνι όχι με ραπτομηχανή. Όσο για κάλτσες μου ’πλεκε η μάνα μου από μαλλί από προβατίνες. Για παπούτσια αγόραζε ο πατέρας μου δέρμα αγελάδας από τα παζάρια και κάνανε τα τσαρούχια που τα λέγανε. Κι όταν τρυπάγανε βάζαμε μέσα στα τσαρούχια κομμάτια από άλλο δέρμα να μην πατάει το πόδι μας στο χώμα και πιο πολύ στο χιόνι.
    Τα Χριστούγεννα που σφάζαμε τα γουρούνια είχαμε το δέρμα του γουρουνιού για τα τσαρούχια. Τα γουρούνια τα θρέφανε για να γίνουνε πολύ παχιά να βγάλουν πολύ λίπος –γλίνα όπως το λέγανε– κι αρκετό κρέας γιατί τότε χορταίνανε κρέας οι οικογένειες. Τον υπόλοιπον καιρό αν σφάζανε καμιά παλιά γελάδα που θα έκανε μια ημέρα να βράσει το κρέας και την αγοράζανε όσοι ήταν λίγο οικονομικά ανεξάρτητοι. Οι φτωχότεροι σπάνια τρώγανε κρέας. Αλλά έλειπε κι αυτό το καλαμπόκι από το σπίτι. Το ολίγο σιτάρι που φιάχνανε το πηγαίνανε στο Καρπενήσι και το πουλάγανε για να καλύψουν άλλα έξοδα του σπιτιού –όπως λάδι, ελιές, ρύζι, μακαρόνια και λίγο ύφασμα να φιάξουν φουστάνια οι γυναίκες και λίγο πανί, χοντροπάνι όπως το λέγανε– να φιάξουν πουκάμισα κι άλλα.
    Τώρα τα τσαρούχια τα φοράγαμε από τον Σεπτέμβριο που άνοιγε το σχολείο μέχρι τον Ιούνιο που ξανακλείνανε τα σχολεία. Μετά πηγαίναμε με τα μόνιμα παπούτσια που μας χάρισε η μάνα μας δηλαδή ξυπόλυτοι. Τα πόδια μας από κάτω γινότανε τόσο σκληρά που πατάγαμε επάνω σε κάτι αγκάθια που τα λένε παλαμονίδες και δεν μας αγκυλώνανε. Μόνο ανάμεσα στα δάχτυλα που ήτανε τρυφερά μας αγκυλώνανε. Στο επάνω μέρος από τα πόδια έσκαγε το δέρμα από την σκόνη, γιατί τότε ήτανε πολλά ζώα και οι δρόμοι ήτανε γεμάτοι σκόνη.
    Το πρώτο παπούτσι που φόρεσα ήτανε το 1947 όταν με επιστρατεύσανε στο Δημοκρατικό Στρατό. Το δε επίσημο –σκαρπίνι που το λέγαμε– το φόρεσα τον Απρίλιο του 1953 όταν παντρεύτηκα με τη λατρευτή μου σύζυγο Φωτεινή Δημοπούλου.
     Ο σχολικός βίος ήτανε μισή ώρα το πρωί και μισή ώρα το βράδυ πορεία για να πάω από το εξοχικό σπίτι που μέναμε στο σχολείο και το βράδυ να επιστρέψω. Όταν έβρεχε ή είχε χιόνι ήτανε δύσκολα πολύ διότι γινόμουνα μούσκεμα από τα νερά και κρύωνα πολύ. Καθόμουνα βρεγμένος στην τάξη μου και κρύωνα. Το μεσημέρι κάναμε δύο ώρες διακοπή πήγαινα σε συγγενικά σπίτια και ζεσταινόμουνα και έτρωγα ντροπαλά αυτό το πενιχρό φαγητό που είχα μαζί μου. Επιπλέον είχα να περάσω και δύο ποτάμια από το σπίτι μου ώς το χωριό και το ένα δεν είχε γεφύρι. Πολλές φορές ερχότανε ο πατέρας μου ή και κάποιος από τα αδέλφια μου και με περνάγανε από το ποτάμι.
    Ως μαθητής ήμουν καλός. Μόνον στην καλλιγραφία δεν τα πήγαινα καλά.
    Όμως μόλις έβγαλα το σχολείο το 1940 το φθινόπωρο, κηρύχτηκε ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος. Τα αδέλφια μου πήγανε στον πόλεμο. Πού ευκαιρίες τότε να πάω σε γυμνάσιο! Μείνανε κάτι πρόβατα και γίδια στην επίβλεψη την δική μου. Εγώ με την αδελφή μου τα περιποιόμαστε. Ο πατέρας μου στεναχωριότανε για τα άλλα παιδιά που ήτανε στον πόλεμο.

(από το βιβλίο: Παύλος Καρτέρης, Αναμνήσεις από το βουνό: Ιούλιος 1947-Μάης 1949, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες Ι, Βιβλιόραμα, 2003)